Έρωτας και θάνατος στα σονέτα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ

Περίληψη: Η πρώτη μετάφραση στα ελληνικά κάποιων σονέτων του Ουίλιαμ Σαίξπηρ έγινε το 1911 από έναν...

Η πρώτη μετάφραση στα ελληνικά κάποιων σονέτων του Ουίλιαμ Σαίξπηρ έγινε το 1911 από έναν νεαρό ποιητή, που μετέφρασε δεκατρία από τα εκατόν πενήντα τέσσερα συνολικά. Η συγγραφή σονέτων υπήρξε μία «μόδα» την εποχή του Σαίξπηρ, την οποία ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας και ποιητής ακολούθησε μόνο εν μέρει, αφού έσπασε τα κυριότερα στερεότυπά της. Υπήρξε επίσης, από το 19ο αιώνα κυρίως, και μεταφραστική «μόδα» - μόνο στα γερμανικά κυκλοφορούν περί τις τριακόσιες μεταφράσεις ολόκληρου ή μέρους του σαιξπηρικού αυτού έργου. Στην Ελλάδα φαίνεται να γίνεται τελευταία ένα είδος «μόδας» ή, για να αποφύγουμε τις αρνητικές συνδηλώσεις της λέξης, τον τελευταίο καιρό Έλληνες ποιητές και μεταφραστές αποφασίζουν να αναμετρηθούν και αυτοί, έστω και καθυστερημένα, με την πρόκληση. Δεν είναι βέβαια κάτι εντελώς καινούριο αυτό: με τα σονέτα είχαν λ.χ. ήδη καταπιαστεί ο Βασίλης Ρώτας με τη Βούλα Δαμιανάκου, αλλά και πιο πρόσφατα ο Στυλιανός Αλεξίου. Τα τελευταία όμως χρόνια έχουμε τρεις νέες μεταφραστικές προσπάθειες. Η πρώτη είναι του Διονύση Καψάλη που μετέφρασε 25 σονέτα για τις εκδόσεις Άγρα.Η δεύτερη, που κυκλοφόρησε το 2016 από τις εκδόσεις Gutenberg με αφορμή τα 400 χρόνια από το θάνατο του ποιητή, είναι μια πλήρης έκδοση με μεταφρασμένο το σύνολο των 156 σονέτων από τη Λένια Ζαφειροπούλου. Και τώρα έρχεται και μία τρίτη: 24 σονέτα μεταφρασμένα από τον φιλόλογο και μεταφραστή ποίησης Ερρίκο Σοφρά για λογαριασμό των εκδόσεων Αντίποδες. Ας πάρουμε μια γεύση:

97Μοιάζει χειμώνας ο καιρός μακριά από σένα, Του χρόνου που γοργά περνά, χαρά μου μόνη! Τι σκοτεινιά έχω νιώσει! όλα παγωμένα. Τι γύμνια του Δεκέμβρη! καθετί ερημώνει. Μα ήταν θέρος σα χωρίσαμε οι δύο, Και γόνιμο φθινόπωρο, καρπούς που κάνει, Εντός του είχε της άνοιξης λάγνο φορτίο, Σα μήτρα χήρα που έχει ο κύρης της πεθάνει. Για μένα όλη αυτή η σοδειά κι η ευεργεσία, Ελπίδα ορφανού, καρπός χωρίς πατέρα· Το θέρος είναι στη δική σου υπηρεσία, Κι αν λείπεις, τα πουλιά σωπαίνουν στον αέρα· Κι αν κελαηδήσουνε, η αρμονία θλιμμένη, Η φυλλωσιά χλωμή, χειμώνα λες προσμένει.

Τα σονέτα είναι ποίηση ερωτική. Κατατάσσονται, μαζί με την ποίηση της Σαπφώς και το «Άσμα Ασμάτων», στη μεγαλύτερη ερωτική ποίηση της παγκόσμιας κληρονομιάς. Μάλιστα ο Σαίξπηρ έκανε εδώ μια καινοτομία, σε σχέση με τα σονέτα που εγκαινίασε ο Πετράρχης δυο-τρεις αιώνες νωρίτερα, την τυπολογία των οποίων ακολούθησαν και όλοι οι επόμενοι: το ποίημα δεν απευθύνεται σε ωραία, ξανθιά νέα αλλά σε αρσενικό, σε ξανθό ωραίο νέο. Αυτό αφορά στα πρώτα 126 σονέτα. Αλλά και όταν απευθύνεται σε γυναίκα (στα σονέτα 127-154), όχι μόνο αυτή δεν είναι νέα και ξανθιά, αλλά μελαχρινή και ώριμη, δεν είναι ούτε αθώα παρθένος: πρόκειται για την ερωμένη του ποιητή-αφηγητή, που είναι παντρεμένη με άλλον, αλλά πηγαίνει και με τον ωραίο ξανθό νέο της πρώτης –μεγαλύτερης- σειράς σονέτων. Είναι τυραννική αλλά τελικά ο ποιητής την ποθεί, ακριβώς επειδή έλκει και τον φίλο του.

Όλα αυτά είναι μάλλον αρκετά επαναστατικά για την εποχή. Η πρώτη έκδοση των σονέτων, το 1609, υπήρξε αυθεντική. Η δεύτερη, όμως, το 1640, είχε αλλαγμένα τα γένη για να μην σοκάρει. Κατά τα άλλα ο Σαίξπηρ είχε κρατήσει τη φόρμα του δεκατετράστιχου (τρία τετράστιχα συν ένα καταληκτικό δίστιχο). Όσο για το περιεχόμενο, φαίνεται να περιγράφει μια βιωματική ερωτική ιστορία αλλά αχνά, στο περίγραμμά της, αφήνοντας τον αναγνώστη να φανταστεί περισσότερα. Μέσα από αυτή, ο ηθοποιός, δραματουργός, θεατρικός συγγραφέας Ουίλιαμ Σαίξπηρ βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει ευθέως για την απελπισία της θνητότητας όλων των πραγμάτων και να υμνήσει την ομορφιά που και αυτή θα παρέλθει, μπορεί όμως να διατηρηθεί κάπως η μνήμη της μέσα από την ποίηση – για τη μη θνητότητα της οποίας επίσης δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος. Ας τελειώσουμε με ένα σονέτο που τα λέει όλα αυτά, με τον σαιξπηρικό τρόπο (στην απόδοση, πάντα, του Ερρίκου Σοφρά):

71Μη με θρηνήσεις για πολύ όταν πεθάνω Μόνο όσο διαρκεί της καμπάνας η ηχώ, Που φεύγω από τον άθλιο τον κόσμο τον επάνω Και με τα πιο άθλια σκουλήκια κατοικώ. Όχι, μια μέρα, αν τις γραμμές αυτές διαβάσεις, Το χέρι που τις έγραψε μη θυμηθείς· Σ’ αγαπώ, μα απ’ το λογισμό να με ξεχάσεις, Δε θέλω με τη σκέψη μου να λυπηθείς. Ω, αν (λέω αν) στο ποίημα μια ματιά θα ρίξεις, Όταν με τη λάσπη θα έχω ενωθεί, Το ταπεινό μου όνομα να μην ψελλίσεις, Κι η αγάπη σου με τη ζωή μου ας σβηστεί, Μην ο σοφός τη λύπη δει να σε τυλίγει Και σαρκάσει εσένα κι εμένα που ‘χω φύγει.

Βιβλιοφάγος