Η Άλκη Ζέη σε ηλικία 15 χρονών: Διαβάστε απόσπασμα από το βιβλίο Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο

Περίληψη: Στην φωτογραφία: Η Άλκη Ζέη σε ηλικία δεκαπέντε χρονών στην ταράτσα της πολυκατοικίας που διέμενε...

Στην φωτογραφία: Η Άλκη Ζέη σε ηλικία δεκαπέντε χρονών στην ταράτσα της πολυκατοικίας που διέμενε στην οδό Λευκωσίας "Εγώ πάλι τις ατέλειωτες μεσημεριανές ώρες πήγαινα στην κουζίνα. Είχαμε μια υπηρέτρια, τη Θοδώρα, λίγο πιο μεγάλη από μας, πολύ όμορφη, με μεγάλα κατάμαυρα μάτια και δυο πλεξούδες στεφάνι γύρω γύρω στο κεφάλι. Με περίμενε με ανυπομονησία. Είχε πλύνει γρήγορα γρήγορα τα πιάτα και ήθελε να της γράψω γράμμα στον αγαπημένο της στη Σάμο.Έπαιρνα μια κόλα αλληλογραφίας με γραμμές και το καλά ξυσμένο μολύβι μου φάμπερ νούμερο δύο, καθόμουνα στο μαρμάρινο τραπέζι της κουζίνας, κι εκεί άρχισε η περιπέτεια της γραφής που κρατάει ως σήμερα.Αγαπημένε μου Πυθαγόρα –δεν υπάρχει χωριό στη Σάμο που να μην έχει κάποιον Πυθαγόρα– Πολυαγαπημένε μου Πυθαγόρα, μ’ έβαζε να διορθώσω η Θοδώρα. Κι ύστερα δεν μιλούσε πια. Καθότανε στην καρέκλα απέναντί μου και αν τύχαινε να σπάσει η μύτη του μολυβιού μου, αναστατωνότανε, και μόνο όταν με έβλεπε να παίρνω την ξύστρα να το ξύσω πήγαινε η καρδιά στη θέση της, παρακολουθώντας με αγωνία πότε θα τέλειωνα το γράμμα που της το διάβαζα αμέσως.Και τι δεν έγραφα σ’ αυτόν τον κακομοίρη τον Πυθαγόρα που όλη μέρα πάλευε με τα γουρούνια κάποιου αφεντικού.Δίπλα στην κουζίνα ήτανε το δωματιάκι της υπηρεσίας. Δεν ήτανε πολύ μικρό, χωρούσε το κρεβάτι της Θοδώρας, ένα ντουλάπι και τη ραπτομηχανή του ποδιού Σίγγερ που εκεί έραβαν η μαμά και η μοδίστρα που ερχότανε στο σπίτι – εμείς οι δυο αδιάφορες γι’ αυτό το μηχάνημα δεν μάθαμε ποτέ μας ούτε ένα γαζί να κάνουμε. Είχε ένα μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στον κήπο του γειτονικού σπιτιού, γεμάτο λουλούδια και πορτοκαλιές.«Όταν το βράδυ πέσω στο κρεβάτι μου κι ακούω έξω από το παράθυρό μου τον γκιόνη να κλαίει –δεν είχα ακούσει ποτέ μου γκιόνη να κλαίει, το είχα διαβάσει όμως σ’ ένα ποίημα– η φωνή του μου θυμίζει εσένα που έκλαιγες έτσι τη μέρα που αποχαιρετιόμασταν». Και ποιος ξέρει τι άλλα δακρύβρεχτα έγραφα για να καταλήξω σε παραλλαγή μιας φράσης από Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου της Δέλτα. «Και τα βράδια μόλις ακουμπήσω στο μαξιλάρι μου σε θυμάμαι και θέλω να κλάψω, αλλά δάκρυα δεν έρχονται να δροσίσουν τα θερμιασμένα βλέφαρά μου, έχουν στερέψει στη λάβα του καημού μου».Η Θοδώρα μόλις της διάβασα το γράμμα σκούπισε τα δάκρυά της και μου είπε:Πώς το ’γραψες κείνο για τα θυμιασμένα βλέφαρά μου; Διάβασέ το πάλι.Το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα κι ύστερα εκείνη πήρε το γράμμα, το φίλησε, το δίπλωσε και το άφησε πάνω στο τραπέζι.zeiΠερίμενα να μου πει να γράψω τον φάκελο, πήγε όμως κι έκλεισε την πόρτα της κουζίνας. Μου ετοίμασε να πιω μια παγωμένη βυσσινάδα κι ύστερα άνοιξε την άλλη πόρτα που είχε έξοδο στον φωταγωγό και τις στριφογυριστές σιδερένιες σκάλες που πήγαιναν στα άλλα διαμερίσματα και στην ταράτσα. Απέναντι ήτανε η πόρτα της κουζίνας του διπλανού μας διαμερίσματος όπου έμενε η Βασιλική, μια παχουλή κοπέλα απ’ την Τήνο, πιο μεγάλη από τη Θοδώρα, μα έμπιστη φίλη της.Με τον θόρυβο της πόρτας πετάχτηκε κι η Βασιλική από τη δικιά της που την άνοιξε διάπλατα κι ήρθε κατευθείαν στην κουζίνα μας.Κάθισε κι άκουσε τι μου έγραψε το μικρό μας, είπε η Θοδώρα και μου ’δωσε το γράμμα να το διαβάσω.Ήπια μονορούφι τη βυσσινάδα κι άρχισα να διαβάζω και χωρίς να το θέλω η φωνή μου έτρεμε από συγκίνηση. Αν η Θοδώρα είχε δακρύσει ακούγοντας το γράμμα, η Βασιλική πλάνταξε στο κλάμα. Όταν ηρέμησε, μ’ αγκάλιασε και μου είπε παρακαλετά:– Θέλω κι εγώ.Της υποσχέθηκα πως την επομένη θα της έγραφα, όχι βέβαια το ίδιο, αλλά ένα παρόμοιο γράμμα.– Να φωνάξουμε και τις άλλες. Κρίμα είναι να το στείλεις και να μην τ’ ακούσουν, έκανε η Βασιλική.Η Θοδώρα βγήκε τότε στον φωταγωγό κι έκανε ένα σιγανό σύριγμα σαν του φιδιού όταν τρυπώνει στους θάμνους. Στις σιδερένιες σκάλες ακούστηκαν ελαφριά πατήματα σαν της γάτας. Η Κατίνα, η Κυράννα, η Σοφία και το Μαριώ, που δεν ήτανε ούτε δεκάξι χρονών, μπήκαν αθόρυβα στην κουζίνα. Τους είπε να σταθούν ακούνητες, ύστερα πήρε το γράμμα, μου το έδωσε και ξανάπε ψιθυριστά:– Ακούστε.Τώρα είχα πάρει αέρα και διάβαζα ακόμα πιο συγκινητικά και με πολλούς χρωματισμούς. Μόλις τέλειωσα, απλώθηκε σιωπή κι ύστερα άρχισαν όλες να χειροκροτούν χωρίς όμως ν’ ακούγεται ήχος, σαν βουβός κινηματογράφος.Ήταν οι πρώτες μου θαυμάστριες.Από κείνη τη μέρα οι παραγγελίες έπεφταν βροχή. Ερχότανε μία μία ξεχωριστά και αφού έγραφα και της διάβαζα το γράμμα φώναζε και τις άλλες να το ακούσουν. Εγώ φρόντιζα κάθε γράμμα να είναι διαφορετικό μα το ίδιο συγκινητικό. Οι Ταπεινοί και καταφρονεμένοι μπερδεύονταν με τη Δέλτα και με τα δικά μου… εμπνευσμένα λόγια. Δεν τολμούσα να το ομολογήσω, μ’ άρεσε όμως πολύ κι ανυπομονούσα πότε θα φτάσει κανένα γράμμα για να απαντήσω. Αργότερα απάνω κει, στο μαρμάρινο τραπέζι της κουζίνας, γεννήθηκε ο Κλούβιος, ένας ήρωας του κουκλοθέατρου που έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου". Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο της Άλκης Ζέη “Με μολύβι Φάμπερ νούμερο δύο“. Η Άλκη Ζέη θα βρίσκεται στο Public Συντάγματος στις 30 Ιουνίου.