Βασίλης Αλεξάκης: «Νομίζω είμαι ο τελευταίος αγοραστής μολυβιών στη γειτονιά μου»

Περίληψη: Συνέντευξη με τον Συγγραφέα του Μήνα «Η συμμετοχή μου στην όποια αλλαγή της κοινωνίας μας...

Συνέντευξη με τον Συγγραφέα του Μήνα

«Η συμμετοχή μου στην όποια αλλαγή της κοινωνίας μας είναι να κάνω καλά τη δουλειά μου», έλεγε τον περασμένο Δεκέμβρη ο συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα Επένδυση. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 2013, φωτογραφιζόταν για τη Lifo με τις παντόφλες του σε πρώτο πλάνο και έναν μικρό, φουσκωτό Tweety δίπλα στα πόδια του. Τι άλλο θέλει κανείς για να πειστεί πως δεν έχει απέναντί του έναν τυπικό διανοούμενο;

Ο Βασίλης Αλεξάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943 και ξεκίνησε να γράφει ιστορίες στα τέλη του Δημοτικού. Στα 17 του έφυγε με υποτροφία για να σπουδάσει στην ανωτάτη Δημοσιογραφική Σχολή της Λιλ. Το 1968 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος, κριτικός βιβλίου στην εφημερίδα “Le Monde” και χρονογράφος. Γράφει τα πρώτα του βιβλία στα γαλλικά – και το 1982 κυκλοφορεί στα ελληνικά το Τάλγκο, που σημειώνει μέχρι σήμερα τεράστια επιτυχία.

Μέσα στα χρόνια, η αμφιταλάντευση του Βασίλη Αλεξάκη ανάμεσα στην γαλλική και την ελληνική γλώσσα, θα αποτελέσει όχι μόνο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό μιας προωθημένης γραφής, αλλά και βασικό θέμα πολλών έργων του. (Τις ώρες που απουσιάζει από το σπίτι, το ηχογραφημένο μήνυμα που ακούγεται στο τηλέφωνό του μεταφράζεται από τον ίδιο και στα γαλλικά). Σημαντικό ρόλο στο έργο του παίζει επίσης η έννοια της μνήμης, όπως και η παρουσία του χιούμορ, ενός χιούμορ που συχνά ακολουθεί υπόγειες οδούς και εκφράζεται μέσα από μια λεπτή ειρωνεία. Τo 2004, κερδίζει το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για τις Ξένες Λέξεις και το 2007 τιμάται με το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας για το μ.Χ.

[gallery size="full" ids="46005,46006,46007"]

Αυτές τις μέρες, ο κ. Αλεξάκης έχει μερικούς ακόμα λόγους να είναι χαρούμενος. Πρώτον, το πλούσιο συγγραφικό του έργο επανεκδίδεται από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι! (Κυκλοφορούν ήδη τα βιβλία Θα σε Ξεχνάω Κάθε Μέρα και Τάλγκο, ενώ στα τέλη Απριλίου αναμένεται η Μητρική Γλώσσα και το Πριν). Δεύτερον, πριν από μερικές μέρες αναγορεύτηκε επίσημος διδάκτωρ του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Τρίτον, το ολοκαίνουργιο μυθιστόρημά του με τίτλο Κλαρινέτο, κυκλοφόρησε τον περασμένο Νοέμβριο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, εισπράττοντας θετικές κριτικές και θερμά σχόλια. Από αυτό ξεκίνησε και η σύντομη τηλεφωνική συνομιλία που είχαμε μαζί του, ένα πρωί Τετάρτης:

Καταρχάς, γιατί «Κλαρινέτο», κύριε Αλεξάκη;

«Είχα ξεχάσει τη λέξη. Άκουγα το όργανο, θυμόμουν το σχήμα του, αλλά η λέξη μου διέφευγε. Και το περίεργο δεν ήταν ότι μου διέφευγε, γιατί εντάξει, ξεχνάμε πολλά πια. Το περίεργο ήταν ότι το διαπίστωσα! Έπαθα έναν μικρό πανικό. Αυτό λοιπόν με έβαλε σε μεγάλη ανησυχία και κατά κάποιον τρόπο το συνέδεσα με τα δύο θέματα του βιβλίου, που είναι ο θάνατος του Γάλλου εκδότη μου και η ελληνική κρίση. Είπα, αν αρχίσω να ξεχνάω, θα είναι σαν να πεθαίνει ο φίλος μου δυο φορές. Και στο τέλος θα ξεχάσω και την Ελλάδα. Διότι για έναν μετανάστη που έχει ζήσει χρόνια έξω, η χώρα του υπάρχει κυρίως στη μνήμη του».

Παρά τη θεματολογία αυτή, το βιβλίο διέπεται από ένα κέφι για τη ζωή. Πώς σας βγήκε αυτό; Πώς βγαίνει κάτι ευχάριστο μέσα από κάτι δυσάρεστο;

«Πολύ χαίρομαι που μου το λέτε! Κοιτάξτε, ο εκδότης μου ήταν πολύ κεφάτος άνθρωπος, γυναικάς, γελαστός... Θα ήθελα, αν μπορούσε να διαβάσει αυτό το βιβλίο, να το διασκέδαζε. Αλλιώς θα ήταν σαν να κάνω δώρο σε κάποιον γλυκά και να έχω φάει τα μισά. Εγώ ήθελα να χαρεί. Τώρα για την Ελλάδα, δεν μπορώ να πω ότι βλέπω πολύ θετικά τα πράγματα. Την εποχή που έγραφα το βιβλίο είδα πολλούς άστεγους, κάποιοι ήρθαν σπίτι μου, βγήκα και πούλησα το περιοδικό Σχεδία…».

Πάντως ακόμα και αυτή η εικόνα που περιγράφετε με τον σκουπιδοντενεκέ που κατρακυλάει από τον λόφο του Λυκαβηττού προς το κέντρο της Αθήνας, μια πλάκα την έχει…

«Ναι. Ένα δραματικό θέμα δεν επιβάλει έναν μελοδραματικό τόνο. Αυτό το έχω μάθει, ξέρετε, διαβάζοντας τον Ντίκενς. Ο οποίος διηγείται ιστορίες παιδιών ορφανών, ταλαίπωρων κλπ – κι όμως σε κάνει να γελάς κάθε τόσο! Το ευχάριστο ύφος γραφής δεν μειώνει το δράμα. Θα έλεγα μάλιστα ότι συμβαίνει το αντίθετο».

«Είχα εμμονή να γράψω μυθιστορήματα από 11 ετών» σας άκουσα να λέτε σε μια συνέντευξη. Πώς σας προέκυψε αυτό από τόσο νωρίς;

«Αγαπούσα πάρα πολύ το διάβασμα. Οι καλύτερές παιδικές μου στιγμές ήταν όταν πλάγιαζα το βράδυ με ένα βιβλίο και το προχωρούσα. Ένιωθα πάρα πολύ χαρούμενος! Λοιπόν, αυτή τη χαρά ήθελα να την κρατήσω, αλλά κατασκευάζοντας πλέον εγώ ο ίδιος τις ιστορίες. Διότι όταν είσαι παιδί, ο Ταρζάν, ο Νταρτανιάν, ο Ρομπέν των Δασών, όλα αυτά τα πρόσωπα, παίζουν πολύ πιο σημαντικό ρόλο στη ζωή σου από τον θείο Πέτρο και τη θεία Άννα. Αυτοί ήταν οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι, αν εξαιρέσουμε τη μάνα μου. Και μου φαινόταν καταπληκτικό το να μπορώ να γράψω κάπου τις λέξεις «πρώτο κεφάλαιο». Αυτό ήθελα. Να μπορώ να γράψω στο χαρτί “κεφάλαιο πρώτο”. Ε και μετά βέβαια το θέμα είναι αν μπορείς, αν το έχεις πραγματικά ανάγκη κλπ…».

Γράφετε ακόμα με μολύβι;

«Βεβαίως! Και τα διαλέγω με μεγάλη προσοχή, να μην είναι ούτε πολύ σκληρά, ούτε πολύ μαλακά. Νομίζω είμαι ο τελευταίος αγοραστής μολυβιών στη γειτονιά μου. Και έχω και γομολάστιχα».

Αυτό τον καιρό επανεκδίδονται παλιά σας βιβλία από το Μεταίχμιο. Ο ίδιος κάθεστε να τα διαβάσετε ξανά; Και αν ναι, πώς νιώθετε;

«Κανονικά δεν τα ξαναδιαβάζω. Η επιστροφή στο παρελθόν με μελαγχολεί. Και πρέπει να σας πω και ότι σπίτι μου δεν φαίνονται πουθενά τα βιβλία μου. Τα έχω καταχωνιασμένα. Τώρα, όταν γίνει μια επανέκδοση, αν κάτι θυμάμαι ότι δεν μου πολυαρέσει, βλέπω την επανέκδοση σαν μια ευκαιρία για να κάνω μικροδιορθώσεις. Πάντως γενικά δεν μ’ αρέσει να κοιτάζω πίσω. Κάθε φορά αισθάνομαι σα να γράφω το πρώτο μου βιβλίο. Δεν ζω με το βιογραφικό μου σημείωμα, να λέω “έχω κάνει αυτό, έχω κάνει εκείνο”. Τίποτα δεν έχω κάνει. Αρχίζω από την αρχή».

Σε κάποιον που θέλει να σας γνωρίσει καλύτερα, ποιο βιβλίο σας του προτείνετε να διαβάσει; Ποιο βιβλίο σας δηλαδή αποκαλύπτει πιο ξεκάθαρα αυτό που είστε;

«Τα βιβλία μου μοιάζουν μεταξύ τους. Επομένως είναι ζήτημα θέματος και ενδιαφέροντος. Συνήθως προτείνω τη Μητρική Γλώσσα, που μεταξύ άλλων μιλάει για τον θάνατο της μάνας. Το ίδιο θέμα επανέρχεται στο Θα σε Ξεχνάω Κάθε Μέρα, όπου μιλάω στη μάνα μου και την ενημερώνω για τα όσα συνέβησαν από τότε που πέθανε. Το πρώτο αληθινό μυθιστόρημα που έγραψα πάντως (και το πρώτο που έγραψα στα ελληνικά) είναι το Τάλγκο. Η απελπισία μιας γυναίκας μετά από μία μεγάλη ερωτική ιστορία. Κάτι που έχω ζήσει κι εγώ».

Ποια θεωρείτε πως υπήρξε η μεγαλύτερη τύχη στη ζωή σας;

«Ωραία ερώτηση. Αυτή η υποτροφία στη Γαλλία που είχα πάρει τελειώνοντας τη Λεόντιο. Γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσα να σπουδάσω Δημοσιογραφία. Θα σπούδαζα Νομικά, όπως οι περισσότεροι της γενιάς μου, τα οποία δεν μ’ αρέσουν καθόλου. Γλίτωσα τα Νομικά λοιπόν (μεγάλη τύχη αυτό!) και πήγα έξω. Με πάρα πολλές οικονομικές δυσκολίες. Εν πάση περιπτώσει, το θεωρώ τύχη που έφυγα και έμαθα άλλη μια γλώσσα. Γιατί τα βιβλία είναι καλύτερα όταν ξέρεις δυο γλώσσες. Μεταφράζοντας τον εαυτό σου, γίνεσαι πιο αυστηρός. Και αυτό στη ζωή μου πιστεύω πως ήταν ένα όφελος».