Συνέντευξη / 5+1 ερωτήσεις στη Μάρω Δούκα

Περίληψη: Αδράξαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε μαζί της με αφορμή το νέο της βιβλίο, «Πύλη εισόδου», που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη

Η Μάρω Δούκα συγκαταλέγεται δίκαια ανάμεσα στους συγγραφείς που έχουν καταφέρει να αφήσουν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ελληνική λογοτεχνία. Με ιστορίες ευαίσθητες, που διερευνούν σε βάθος την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, ανατέμνει όσα συμβαίνουν γύρω μας με απαράμμιλη κατανόηση και αισθαντικότητα.

Αδράξαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε μαζί της, με αφορμή το νέο της βιβλίο, «Πύλη εισόδου», που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.

Ποια είναι, λοιπόν, η Μάρω Δούκα;

Ένας από τους σημαντικότερους αμερικανούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, ο Γουίλιαμ Φώκνερ, έλεγε πως «για να γίνει κανείς συγγραφέας χρειάζεται 99% ταλέντο, 99% πειθαρχία και 99% δουλειά». Συμφωνείτε;

Μέγας και αγαπημένος ο Φώκνερ. Σε γενικές γραμμές συμφωνώ μαζί του. Όχι όμως σε ένα τόσο «μαθηματικά» υπολογισμένο ισομοίρασμα... Η δουλειά για μένα έχει περισσότερη βαρύτητα από την πειθαρχία. Και το ταλέντο θα το «μετρούσα» κυρίως με το πόσο μπορούμε ή δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς να γράφουμε, χωρίς να φανταζόμαστε ιστορίες, χωρίς να νιώθουμε την ανάγκη να επιβάλουμε κι εμείς με τον τρόπο μας «τάξη στο χάος».  

Ποια ήταν η πρώτη σας έμπνευση, ώστε να ξεκινήσετε να γράφετε; 

Πρώτη έμπνευση με την έννοια της «θείας φώτισης» δεν υπήρξε ποτέ. Μόνο πρώτη ανάγκη υπήρξε, ανάγκη να παρηγορηθώ, ανάγκη να σταθώ στα πόδια μου. Ανάγκη να δω αλλιώς τον κόσμο, να τον καταλάβω, να τον ερμηνεύσω, να τον φανταστώ!

Ανατρέχοντας στην περίοδο που γράφατε τις πρώτες ιστορίες, νιώθετε ότι διατηρείτε τον ίδιο ενθουσιασμό σήμερα; Και αν ναι, πώς ανανεώνεται η έμπνευση; 

Όχι, δεν διατηρώ και είναι αυτονόητο, πιστεύω, τον ίδιο ενθουσιασμό. Δεν διακατέχομαι από την ίδια αφέλεια, την ίδια ορμή, την ίδια αθωότητα. Έχω όμως κερδίσει σε ωριμότητα, σε κρίση, σε πείρα ζωής, σε αποφασιστικότητα. Και όλα αυτά μαζί με ωθούν και με σπρώχνουν ακόμη και σήμερα, στα 72 μου χρόνια, να αναζητώ με παιδικό, θα έλεγα, ενθουσιασμό το θέμα μου και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσα να του δώσω τη μορφή που του αναλογεί.

Παρακολουθείτε ξένους συγγραφείς; Έχετε ξεχωρίσει κάποιον αγαπημένο/αρκετά ενδιαφέροντα;

Και βέβαια παρακολουθώ, όσο μπορώ, τους ξένους συγγραφείς. Έχω ξεχωρίσει αρκετούς, τον καθένα και για άλλον λόγο. Αυτόν όμως που κυριολεκτικά «λατρεύω» είναι ο Φίλιπ Ροθ. Όσο κι αν κινδυνεύω να φανώ «επηρμένη», τολμώ να πω ότι τον θεωρώ «συγγενή» μου. Έχει και πολύ ευτυχήσει στην Ελλάδα με τους εξαιρετικούς μεταφραστές του και με τον κατεξοχήν εκδότη του Νίκο Γκιώνη των Εκδόσεων Πόλις.

Αν σας ζητούσαμε να καλέσετε έναν συγγραφέα σε δείπνο, ποιον θα διαλέγατε και γιατί;

Θα καλούσα, αν μπορούσα να τον αναστήσω, τον Γιάννη Ρίτσο. Να τον ακούσω για άλλη μια φορά να μου μιλάει και να μου εξηγεί γιατί πρέπει να διαβάζουμε τους κλασικούς...

Θα μας εξομολογηθείτε ένα μυστικό της γραφής; Κατά τη γνώμη σας ποια είναι τα συστατικά ενός επιτυχημένου μυθιστορήματος;

Η επεξεργασία και πάλι η επεξεργασία του κειμένου. Αυτό είναι το μυστικό για μένα: Να μη βιαζόμαστε, να μην ανυπομονούμε... Να αφήνουμε το έτοιμο, το «τελειωμένο» κείμενό μας, πριν από την έκδοσή του, να  ησυχάζει, να ωριμάζει στα σκοτεινά. Η έννοια του «επιτυχημένου» μυθιστορήματος στις ημέρες μας έχει παραγίνει, πιστεύω, αφοριστικά υποκειμενική. Πέρα από το γούστο όμως του καθενός μας, το επιτυχημένο μυθιστόρημα οφείλει να εμπεριέχει την ποιότητά του και όχι τις πωλήσεις του. Και πρωταρχικό ρόλο εδώ παίζει η «οξύνοια», η «εμβέλεια», η «δραστικότητα»  της γλώσσας: Πώς συμπλέκονται οι φράσεις-νοήματα, πώς αναδύονται οι χαρακτήρες-εποχή, πώς οικοδομείται η πλοκή-αφήγηση πάντα με τις λέξεις-λιθαράκια…

Who is who: Η Μάρω Δούκα, από τις σημαντικότερες συγγραφείς της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, γεννήθηκε το 1947 στα Χανιά. Το 1966 μετακόμισε στην Αθήνα, όπου έκτοτε ζει. Αποφοίτησε από το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1974, με τις νουβέλες «Η πηγάδα», «Κάτι άνθρωποι» και μέχρι σήμερα έχει εκδώσει μια ακόμη νουβέλα, δύο συλλογές διηγημάτων, δέκα μυθιστορήματα και δύο συλλογές κειμένων «Ο πεζογράφος και το πιθάρι του» (1992), «Τίποτα δεν χαρίζεται» (2016), ενώ το 2005 εξέδωσε «Τα μαύρα λουστρίνια» στο πλαίσιο της σειράς «Η κουζίνα του συγγραφέα» των εκδόσεων Πατάκη. Έχει τιμηθεί με το Βραβείο Νίκος Καζαντζάκης του Δήμου Ηρακλείου για το μυθιστόρημα «Αρχαία σκουριά», με το Β' Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το μυθιστόρημα «Πλωτή πόλη» και με το Βραβείο Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα «Αθώοι και φταίχτες», για το οποίο επίσης τιμήθηκε με το Βραβείο Balkanika και το Βραβείο Καβάφη. Για το μυθιστόρημα «Έλα να πούμε ψέματα» έχει τιμηθεί με το Βραβείο Νίκος Θέμελης του ηλεκτρονικού περιοδικού Αναγνώστης. Διηγήματα και μυθιστορήματα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Σήμερα, τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη.