«Σαντέ και λικέρ τριαντάφυλλο» / Το νέο βιβλίο της Πασχαλίας Τραυλού κυκλοφόρησε!

Περίληψη: Το νέο βιβλίο της Πασχαλίας Τραυλού «Σαντέ και λικέρ τριαντάφυλλο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, αναβιώνει την ιστορία ενός κοριτσιού του 1933, που έζησε τη ζωή στα άκρα. Πάμε να το γνωρίσουμε!

Μετά την «Γιατρίνα» του 2020 η Πασχαλία Τραυλού επιστρέφει με νέο μυθιστόρημα. Σε λίγες ημέρες κυκλοφορεί το «Σαντέ και λικέρ τριαντάφυλλο», μια ιστορία θηλυκή και -πάνω απ' όλα- διδακτική. Η συγγραφέας καταπιάνεται συχνά με φυλετικά ζητήματα μέσα από το έργο της και το νεότερο βιβλίο της βαδίζει στο ίδιο μονοπάτι.

«Σαντέ και λικέρ τριαντάφυλλο» – Λίγα λόγια για το βιβλίο


Πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος είναι η Ζαχαρώ, μια γυναίκα που κατάφερε να πάει κόντρα στους περιορισμούς που της επέβαλε η κοινωνία και τώρα διηγείται την ιστορία της. Η Ζαχαρώ έζησε μια πολύπλοκη ζωή, από την παιδική της ηλικία μέχρι σήμερα. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η Ζαχαρώ είχε πολλά πρόσωπα. Άλλοτε ευάλωτη άλλοτε ατρόμητη, πότε πότε μελαγχολική και καμιά φορά λίγο ιδιαίτερη.

Τα σκαμπανεβάσματα στη ζωή της πολλά. Δύο πράγματα μόνο έμειναν ίδια μέσα στο χρόνο: το Σαντέ και το λικέρ τριαντάφυλλο. Το Σαντέ ήταν το πρώτο της τσιγάρο, το λικέρ τριαντάφυλλο ήταν το πρώτο ποτό που δοκίμασε. Τι κι αν με τον καιρό άλλαξε όνομα, φίλους, άντρες, τόπους και μυαλά; Το ποτό και το τσιγάρο δεν άλλαξαν ποτέ.

Οι εμπειρίες της Ζαχαρώς μετατράπηκαν με τα χρόνια σε σοφία. Κι αυτή τη σοφία τη μεταφέρει με τα λόγια της όχι μόνο στους χαρακτήρες του βιβλίου, αλλά και στους αναγνώστες. «Το κορμί σου είναι δικό σου και σου ανήκει. Βάνε φωτιά και κάφ’ το μονάχη σου. Άναψε ένα φιτίλι και λαμπάδιασε. Μα άλλον ποτέ μην αφήκεις να σ’ αγγίξει αν δεν το θες»  μας συμβουλεύει, ενώ σε άλλο σημείο διαβάζουμε πως «κάθε γυναίκα όταν σκίσει το κουκούλι του φόβου ανοίγει τα κρυμμένα της φτερά και κατακτά το σύμπαν».

Το «Σαντέ και λικέρ τριαντάφυλλο» κυκλοφορεί από σήμερα, 21 Απριλίου. Παρακάτω μπορείς να διαβάσεις ένα απόσπασμα από το επερχόμενο βιβλίο της Πασχαλιάς Τραυλού.

bookfriends


«Σαντέ και λικέρ τριαντάφυλλο» – Σύντομο απόσπασμα από το βιβλίο


«Αύριο το απόγεμα στις πέντε σε περιμένω στου Ζόναρς, στο καφέ που άνοιξε Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου γωνία, ανήμερα της Παναγίας, βοήθειά μας. Θα το ξέρεις». Δεν πρόλαβα να της πω πως «όχι», δεν το είχα μήτε ακουστά το καινούριο το καφέ, μιας και δεν έμενε σάλιο για τέτοιες πολυτέλειες. Μα και να περίσσευαν λεφτά, ο Ανέστης ήτανε κέρβερος. Δε με άφηνε να ξεμυτίσω μονάχη μου τους μήνες που ήμουνα στην Αθήνα. Χειρότερος απ’ τον Κούβαρη. Ό,τι ήξερα απ’ τα νέα της εποχής, το μάθαινα απ’ την κυριακάτικη Ακρόπολη, που την αγόραζα ανελλιπώς και την ξεφύλλιζα σα χασικλού που γύρευε τη δόση της. Ρούφαγα κάθε λέξη και ανάσαινα, καθώς μ’ είχε κολλήσει ο άντρας μου το συνήθειο. Άνοιγε το ξερό μου διαβάζοντας και η πολιτική μού γίνηκε αλκοολίκι. Είχα και άποψη για τα πάντα, τρομάρα μου. Χάρη στην Ακρόπολη, το λοιπόν, ξεστραβώθηκα. Όσο μπορείς να ξεστραβωθείς απ’ τις φυλλάδες που γέρνουν άλλες αριστερά, άλλες δεξιά και άλλες καμώνονται πως βρίσκουν παλάντζα στο κέντρο, μα όλες τους κάμουν τα στραβά μάτια σε όποιον διαθέτει παρά και δύναμη. Ξύπνησα, το λοιπόν, στην Αθήνα. Δεν ήμουν πια το κουτορνίθι του Γκουλέμα Ρέκα, που άκουγε με το στόμα ανοιχτό σαν παντόφλα το Νέστορα και το Θόδωρα να αψιμαχούνε για τα πολιτικά και να ορίζουνε κατά πώς τους βόλευε το σωστό και το λάθος, μα έβγανα μόνη μου συμπεράσματα. Και είχα μάτια πια και στην πλάτη για να μπορώ να ξεγλιστρώ κι απ’ την ύπουλη πελατεία που είχε γούστα επικίνδυνα και απ’ τον Ανέστη που ήθελε να μου παίρνει όχι μονάχα το μεροκάματο, μα και τα έξτρα που μου δίνανε οι πελάτες σα μένανε ευχαριστημένοι.

Δεν μπορείς να συλλάβεις τι ευχές έδωκα στο Μεταξά μόλις διάβασα πως έφτιασε ιατρεία για τα τραχώματα που τύφλωναν του κόσμου τους ανθρώπους και σανατόρια για τους φυματικούς, και από πάνω διέθεσε κινίνα με τη σέσουλα για την ελονοσία που θέριζε την επαρχία. Μεγάλη υπόθεση που μερίμνησε για τούτες τις παλιαρρώστιες. Ν’ αγιάσει το κοκαλάκι του, κι ας ήτανε και φασίστας, κι ας ήτανε και ανάμεικτος βασιλικός και αριστερός. Τι μ’ έμελλε στο κάτω κάτω εμένα; Τούτο κατάλαβα και τούτο έλεγα. Μόνο που δεν έγραψε τις ιερόδουλες στο ΙΚΑ μ’ είχε πειράξει κι έπρεπε να περιμένουμε το 1999 για να γελάσει και μας το χειλάκι μας και να έχουμε εξασφαλισμένο ένα ξεροκόμματο στα γεράματα. Λες και ήμασταν ανθρώποι δευτέρας διαλογής. Λες και εμείς δε δουλεύαμε και δεν είχαμε ανάγκη στα γεροντάματά μας μια συνταξούλα για το κεραμίδι και το γιαούρτι μας. Μα τι να κάμουμε; Ουδείς τέλειος!»