14 Μαρτίου , 2017 • 2 MINS READ
Η δική μου “Εξομολόγηση”
Περίληψη: "Το βιβλίο προκαλεί περιέργεια από τον τίτλο και μόνο. Confiteor. Ρήμα της λατινικής. Είναι ο...
"Το βιβλίο προκαλεί περιέργεια από τον τίτλο και μόνο. Confiteor. Ρήμα της λατινικής. Είναι ο τίτλος που προκαλεί εντύπωση γιατί έμεινε αμετάφραστος σε μια γλώσσα που θεωρείται νεκρή (φωτιά θα ρίξει να με κάψει ο φιλόλογός μου απ’ το σχολείο) προκαλώντας σύγχυση στο αναγνωστικό κοινό.
Καθώς σχεδόν κανένας δεν θυμάται τον τίτλο του, οι περισσότεροι το ζητάνε ως το «βιβλίο με το παιδί μπροστά από μια βιβλιοθήκη» ή «το βιβλίο που έχει έναν ξένο τίτλο αλλά είναι μεταφρασμένο», ενώ όσοι τον θυμούνται σε κοιτάνε ντροπαλά, μασάνε λίγο τα λόγια τους και πάντα προσθέτουν ένα «δεν ξέρω αν λέω σωστά τον τίτλο» όταν το ζητάνε. Εκτός αν είσαι φιλοσοφικάριος και έχεις περάσει ατέλειωτες ώρες μαθαίνοντας για τα ρήματα β’ συζυγίας οπότε έχεις την απαραίτητη αυτοπεποίθηση που χρειάζεται για να το ζητήσεις με θάρρος και καθαρή φωνή. Confiteor!
Εξομολογούμαι λοιπόν, αφού πρόκειται περί εξομολόγησης. Ο κεντρικός μας ήρωας, ο Αντριά Άρντεβολ, εξομολογείται τη ζωή του σ’ ένα αγαπημένο του πρόσωπο καθώς το Αλτσχάιμερ έχει αρχίσει να του χτυπά την πόρτα (spoiler alert!). Ένας χαρακτήρας περίεργος θα μπορούσε να πει κανείς, ένας «γλωσσικός σοφός», καθώς είναι ικανός να μαθαίνει εύκολα και γρήγορα πολλές γλώσσες. Μια ιδιοφυΐα! Και λέω κεντρικός ήρωας καθώς υπάρχει κι ένας άλλος πρωταγωνιστής που η ύπαρξή του διαπερνά το βιβλίο.
Το Βιάλ, ένα βιολί με το όνομα ενός δολοφόνου, που παρακολουθείς με κινηματογραφική δεξιοτεχνία τον τρόπο κατασκευής του, απ’ όταν ήταν ένας απλός κορμός δέντρου την περίοδο του Μεσαίωνα μέχρι το Άουσβιτς που το κρατούσε σαν φυλαχτό μια Εβραιοπούλα και τέλος κατέληξε στα χέρια του ήρωά μας, ένα οχτάχρονο παιδί που πιέζεται από την οικογένειά του να γίνει βιρτουόζος στο βιολί ενώ ακόμα παίζει με τους δύο φανταστικούς του φίλους, τον σερίφη Κάρσον και το Μαύρο Αετό.
Αυτό που κάνει τόσο ξεχωριστό αυτό το βιβλίο και δεν θα μπορούσα να το παραβλέψω και να μην το σχολιάσω, είναι η τεχνική του Καμπρέ. Το κείμενο είναι γραμμένο σχεδόν συνειρμικά, καθώς τα νοήματα και οι μικροϊστορίες μπλέκονται μεταξύ τους αριστοτεχνικά. Φυσικά, αφού είναι εξομολόγηση. Ο αφηγητής όμως αλλάζει με ταχύτητα, Αντριά, Μπερνάτ, Ρούντολφ Ες, Έιμερικ κ.ά., μπλέκοντας τα πρόσωπα από α’ ενικό σε γ’ ενικό και χρησιμοποιώντας παντογνώστη αφηγητή.
Κουραστικό; Λίγο στην αρχή, το παραδέχομαι. Πρέπει να του δώσεις μια ευκαιρία, σίγουρα εκατό σελίδων (που είναι λίγες μπροστά στον όγκο των εφτακοσίων) για να συνηθίσεις τον τρόπο του Καμπρέ. Όταν τον συνηθίσεις όμως θα παρασυρθείς κι εσύ από την εναλλαγή αυτή, που πολλές φορές γίνεται μέσα στα όρια μιας και μόνο πρότασης. Ως αναγνώστρια εκπλήσσομαι από την τεχνική (και σκέφτομαι «Πόσο επαναστατικό!») αλλά ο συντηρητικός εσωτερικός μου φιλόλογος τραβάει τα μαλλιά του και θέλει να πάρει ένα κόκκινο στυλό και να υπογραμμίσει τα συντακτικά λάθη!
Σε αυτήν την επαναστατική γραφή πρέπει να προσθέσουμε και μια ακόμα τέχνη, αυτήν του κινηματογράφου, αφού ο Καμπρέ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι κινηματογραφιστής. Ο χρόνος δεν είναι γραμμικός, καθώς το παρελθόν με το παρόν χορεύουν μεταξύ τους βλέποντας (ή πιο σωστά διαβάζοντας) κομμένες σκηνές από τη ζωή του κάθε ήρωα, συνθέτοντας όλες μαζί την γενική εικόνα του βιβλίου.
Οι κινηματογραφικές τεχνικές του φλασμπάκ, του μοντάζ και του παράλληλου μοντάζ, χρησιμοποιούνται από ένα λογοτέχνη κάνοντας την αφήγηση τόσο ζωντανή που νιώθεις ότι βλέπεις ταινία και ζεις τις αναμνήσεις του Αντριά, όπως ο Χάρι (Πότερ, φυσικά!) που βουτάει μέσα στις αναμνήσεις του Ντάμπλντορ, στην Κιβωτό των Στοχασμών και μετά από λίγο επανέρχεσαι απότομα στο παρόν του αφηγητή και του Αντριά. Τελειώνοντας το βιβλίο επανέρχεσαι απότομα στην δική σου πραγματικότητα…
Καλή σας ανάγνωση!"