Ένας Αμερικανός φίλος

Περίληψη: "Ο Ρίτσαρντ Φορντ, ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες του καιρού μας, από πολλές απόψεις ένας...

Ρίτσαρντ Φορντ, ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες του καιρού μας, από πολλές απόψεις ένας από τους πιο ενδιαφέροντες, επισκέφτηκε αυτές τις μέρες την Αθήνα. Ήταν να έρθει στις 10 του περασμένου Οκτωβρίου, όταν μια ξαφνική ανακοίνωση απεργίας των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας ματαίωσε την επίσκεψή του. Ευτυχώς όμως αυτό δεν ματαίωσε και την προοπτική μιας άλλης παρουσίας του στη χώρα μας, την οποία άλλωστε, όπως ο ίδιος έχει πει, ήθελε πολύ να επισκεφτεί. Ο 73χρονος Ρίτσαρντ Φορντ, έχει μεγαλώσει στον αμερικανικό νότο. Άργησε κάπως να καθιερωθεί αλλά άρχισε σταδιακά να ενδιαφέρει όλο και περισσότερο το κοινό και την κριτική από το 1986 και μετά, όταν δημοσίευσε τον «Αθλητικογράφο». Ήταν η αρχή της εισαγωγής ενός λογοτεχνικού ήρωα που έχει ήδη αφήσει τα ίχνη του στην αμερικανική λογοτεχνία: του Φρανκ Μπάσκομπ που, λίγο όπως και ο ίδιος ο Φορντ μέχρι τότε, ήταν ένας αποτυχημένος συγγραφέας που έγινε αθλητικός σχολιαστής σε εφημερίδα. Στην πραγματικότητα ήταν περισσότερα από αυτό: ήταν ένας μέσος Αμερικανός, ευαίσθητος σε όσα συμβαίνουν γύρω του, παρατηρητικός, αισιόδοξος και ταυτόχρονα μελαγχολικός. Ο Ρίτσαρντ Φορντ τον παρακολούθησε πιστά στην εξέλιξη της ζωής του, φτιάχνοντας εντέλει μια τετραλογία. Το δεύτερο βιβλίο της τετραλογίας, η «Ημέρα Ανεξαρτησίας», βρίσκει τον Μπάσκομπ διαζευγμένο και μεσίτη αντί για αθλητικογράφο, να πουλάει ακίνητα στο Νιου Τζέρζι. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα τέλη του 2016 από τις εκδόσεις Πατάκη (σε μετάφραση Θωμά Σκάσση), ενώ το τρίτο μέρος της τριλογίας είχε προηγηθεί στα ελληνικά (από τις ίδιες εκδόσεις, σε μετάφραση Σπύρου Τσούγκου), με τον τίτλο «Η χώρα, όπως είναι». Το τέταρτο δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα, βγήκε στις ΗΠΑ πριν από δύο χρόνια περίπου με τον πολυεπίπεδα ειρωνικό τίτλο «Let Me Be Frank with You» και συμπεριλαμβάνει τέσσερις νουβέλες. Αντίθετα έχει κυκλοφορήσει ένα άλλο πολύ ωραίο και αρκετά πρόσφατο μυθιστόρημά του, ο «Καναδάς», που περιγράφει την απρόσμενη τροχιά που πήρε η ζωή ενός παιδιού (του αφηγητή) που οι γονείς του, δύο μέσοι Αμερικανοί εγκατεστημένοι στη Μοντάνα που κανείς δεν θα τους είχε ικανούς για κάτι τέτοιο, αποφάσισαν μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, να κλέψουν μια τράπεζα. Και το παιδί, που όταν αφηγείται πια τα γεγονότα είναι ηλικιωμένος άντρας, τα έφερε έτσι η ζωή να φύγει και να εγκατασταθεί στον Καναδά. Η «Ημέρα Ανεξαρτησίας», πάντως, είναι το βιβλίο που έχει αποσπάσει τα μεγαλύτερα βραβεία, γιατί ήταν το πρώτο του Φορντ (ο «Καναδάς» είναι επίσης κάτι ανάλογο) που αναγνωρίστηκε ως ένα Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα. Απέσπασε την ίδια χρονιά τόσο το Pulitzer μυθιστορήματος όσο και το PEN/Faulkner Award, κάτι που συνέβη για πρώτη φορά. Έχει (εξωλογοτεχνικό) ενδιαφέρον να δούμε τι θα λέει τώρα ο Ρίτσαρντ Φορντ για την Αμερική του Τραμπ. Σε συνέντευξή του στο «Βήμα» πριν ακόμα ο Τραμπ εκλεγεί, τον είχε χαρακτηρίσει «βλάκα» και είχε προσθέσει μάλλον προφητικά: «Αν ο Τραμπ εκλεγεί πρόεδρος, όλοι οι θεσμοί της διακυβέρνησης θα καταρρεύσουν γύρω του και αυτό θα γίνει με τόσους διαφορετικούς τρόπους που θα αναγκαστεί να ξεχάσει όλες αυτές τις παλαβομάρες που ξεστομίζει. Γιατί οι θεσμοί της εξουσίας δεν θα του επιτρέψουν να τα κάνει. Οι στρατηγοί λ.χ. δεν θα τον αφήσουν να έχει λόγο πάνω στα πυρηνικά, ούτε κατά διάνοια. Κανείς λ.χ. δεν πρόκειται να αποδεχτεί αυτό το τείχος στα σύνορα με το Μεξικό που θέλει να χτίσει. Θα ηττηθεί συντριπτικά από την πρώτη ημέρα που θα πατήσει το πόδι του στον Λευκό Οίκο. Θα εξακολουθεί να λέει όλες αυτές τις γελοιότητες και τίποτα δεν θα συμβαίνει». Αλλά και για την περίπτωση που θα έβγαινε πρόεδρος ο Τραμπ, ο Φορντ είπε: «δεν θα αφανιστεί το Σύμπαν αν αυτό συμβεί τελικά». Σε κάθε περίπτωση, ο Ρίτσαρντ Φορντ δεν πρόκειται να αυτοκτονήσει για χάρη του Τραμπ. Ο ήρωάς του, Φρανκ Μπάσκομπ, στο πρώτο κεφάλαιο του «Η χώρα, όπως είναι», φλερτάρει με την αυτοκτονία για να ψάξει βαθιά μέσα του αν είναι έτοιμος να πεθάνει. Το παθαίνει αυτό όταν διαβάζει μια είδηση στην εφημερίδα. Ένας φοιτητής νοσηλευτικής σκοτώνει την καθηγήτριά του αφού πρώτα τη ρωτήσει αν είναι έτοιμη να συναντήσει τον Δημιουργό της και αφού εκείνη απαντήσει αναπάντεχα «Ναι. Ναι, έτσι νομίζω».Αναρωτώμενος πώς μπόρεσε αυτή να απαντήσει κάτι τέτοιο, ο Φρανκ μπαίνει στη θάλασσα δοκιμάζοντας να πνιγεί. Αλλά το κεφάλαιο τελειώνει ως εξής: «Οι πανεπιστημιακοί θα πουν πως, αν απαντήσεις ναι στο φοβερό ερώτημα του θανάτου, είναι το ίδιο με το αν απαντήσεις όχι και πως όσα πράγματα φαίνονται διαφορετικά είναι στην πραγματικότητα πανομοιότυπα. Φυσικά σαν νεκροζώντανοι που είναι έτσι σκέφτονται. Νιώθοντας όμως τον ωκεανό να ανεβαίνει και να μου γλείφει το στήθος, και την ανάσα μου να γίνεται κοφτή και άτονη – ενώ τα χέρια μου άρχιζαν να αντιστέκονται στην πλεύση προς την ανυπαρξία – κατάλαβα πως ο θάνατος ήταν κάτι διαφορετικό και πως χρειαζόταν να του πω όχι τώρα. Και με αυτή τη βεβαιότητα, την ακτή πίσω μου, τον ήλιο να φέρνει τη λάμψη στο αργό ξύπνημα του κόσμου, έκανα τη βουτιά μου και κολύμπησα μακριά για να νιώσω πως ήμουν ζωντανός, προτού γυρίσω στη στεριά και σε ό,τι με περίμενε εκεί»."

Βιβλιοφάγος