«Ίσως την επόμενη φορά» του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη – Ο έρωτας ως αντίδοτο στην απομάγευση του κόσμου

Περίληψη: Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης δημιουργεί μέσα από το τελευταίο του βιβλίο τις συνθήκες για να μιλήσει...

Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης δημιουργεί μέσα από το τελευταίο του βιβλίο τις συνθήκες για να μιλήσει για τον κόσμο μας, όπου «υπάρχουν τόσα να καταγγείλει κανείς». Φτιάχνει χαρακτήρες καθημερινούς και ανθρώπινους, που θέλουν να ζήσουν αλλά φοβούνται κιόλας να το κάνουν, που ντρέπονται να διεκδικήσουν αλλά τους αρέσει να φωνάζουν εκεί που μπορούν, που στηρίζουν με πάθος τις απόψεις τους αλλά χρησιμοποιούν τη διπλωματία όπου τους βολεύει, που μιλάνε για δικαιοσύνη αλλά κάνουν τα πάντα για μη χάσουν τις δικές τους διευκολύνσεις, που θέλουν να ερωτευτούν αλλά δεν θέλουν και να αφήσουν τις σταθερές τους.Αυτός δεν είναι, άλλωστε, ο κόσμος μας και εμείς δεν λικνιζόμαστε στον ρυθμό του; Ή πάλι μπορεί να συμβαίνει και το αντίθετο…

Πάει καιρός ωστόσο που γνωρίζει πως η οικονομική άνεση […] δεν ήταν τίποτα άλλο από αγορασμένος ρομαντικός χρόνος· ένας μεταξωτός και γι’ αυτό διάτρητος περισπασμός από την τραχιά πραγματικότητα.

Το Ίσως την επόμενη φορά είναι πρώτα απ’ όλα μία ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που «δεν αισθάνονται και τόσο κανονικοί». Μία ερωτική ιστορία ειπωμένη δύο φορές, τόσο από την πλευρά του ενός, όσο κι από την πλευρά του άλλου. Αλλάζει, άραγε, ο έρωτας;

Ο Πέτρος, ένα «επιεικώς αποπροσανατολισμένο» άτομο, συναντά τη Βασιλική, μία γυναίκα «αναμφισβήτητα όμορφη και πολύ νέα ακόμα για να εκτιμά τους ενθουσιασμούς».

Ο Πέτρος, από τη μία, είναι ένας μποέμ τύπος, συγγραφέας, που έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι. Η Βασιλική, από την άλλη, είναι μία γυναίκα καλλιεργημένη, νηπιαγωγός, προβληματισμένη για την τροπή που έχει πάρει η ζωή της τα τελευταία χρόνια. Αυτοί οι δύο άνθρωποι συναντιούνται για πρώτη φορά στο μετρό, όπου η Βασιλική διαβάζει το τελευταίο βιβλίο του Πέτρου, κάτι που κάθε συγγραφέας ονειρεύεται αλλά που μοιάζει περισσότερο με αστικό μύθο παρά με προβολή της πραγματικότητας.

Ύστερα, τα πράγματα περιπλέκονται για τα καλά. Ξεφεύγουν από τα τετριμμένα. Άλλοτε γίνονται ζεστές αγκαλιές κι άλλοτε ύαινες έτοιμες να σε κατασπαράξουν. Στο τέλος όλα διαλύονται από μία παρεξήγηση, από μία υποψία. Όλα;

Η υποψία είναι σαν σκουπιδάκι στο μάτι, εννιά στις δέκα πρέπει να σ’ το φυσήξει ο άλλος για να απαλλαγείς, αλλιώς κινδυνεύεις να βγάλεις μόνος τα μάτια σου.

Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης πετυχαίνει μέσα από μία ερωτική ιστορία να παρεισφρήσει σε όψεις της πραγματικότητας – ανεργία, οικονομική κρίση και μεταναστευτικό είναι μόνο μερικά από τα θέματα που αναδίδονται σε μία δεύτερη επιφάνεια. Αναπόφευκτα λυτρωτικός ο τρόπος που επιλέγει ο Κωνσταντίνος να ενσωματώσει την αμήχανη – ίσως και λίγο αδιέξοδη – περιρρέουσα ατμόσφαιρα σε μία ιστορία αγάπης, που όμως δεν έχει happy end, όπως συνήθως γίνεται.

Ίσως μία απαισιόδοξη προβολή του μέλλοντος. Αν και, εδώ που τα λέμε, και μόνο η προσπάθεια συνύπαρξης δύο ανθρώπων δεν μπορεί παρά να είναι αισιόδοξη.

Να φταίει το μεγάλο διάστημα που έμεινε μόνη της; Κάπου διάβασε ότι η μοναχικότητα είναι μια παθητική μορφή εγωτισμού· άπαξ και περάσει κανείς ένα σημείο αποκλειστικής συναναστροφής με τον εαυτό του δεν υπάρχει τρόπος επιστροφής. Όταν ξεχνάει κανείς πως είναι να ζει με τους άλλους, μαθαίνει να τους αποφεύγει.

Παρότι άνδρας, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, δείχνει να συναισθάνεται και τους δύο ήρωές του το ίδιο – ακόμα και τα τρίτα πρόσωπα που εμφανίζονται εμβόλιμα όπως ο Παναγιώτης, ο αξιωματικός του λιμενικού, που εκμεταλλεύεται τους παράτυπους μετανάστες για να κερδίζει χρήματα – και προσπαθεί να παραμείνει όσο μπορεί αποστασιοποιημένος και ψύχραιμος, αφού όπως επισημαίνει «η ψυχραιμία είναι σαν τον πάγο, λιώνει γρηγορότερα στις ιδρωμένες χούφτες».

Ακούει τα επιχειρήματά τους, παρατηρεί τις πράξεις τους και τις παραλείψεις τους, σκέφτεται τι θα μπορούσαν να κάνουν καλύτερα, αλλά τους αφήνει να πλάσουν μόνοι τους τον κόσμο μέσα στον οποίο θα ζήσουν.Χωρίς παραινέσεις και νουθεσίες, χωρίς πρέπει και γιατί, μόνο με τον απλό και άδολο αυθορμητισμό της αγάπης, που ξεβολεύει τους ανθρώπους και τους κάνει να υπερνικούν την αδράνεια. Έστω κι αν «ένα σωρό κόσμος τη βγάζει μια χαρά και χωρίς αυτό τον μπελά».

Και στο τραπέζι της ζωής εννιά στα δέκα πιάτα μπορούν να σε τσουρουφλίσουν. Εκ των πραγμάτων οι πάντες σχεδόν, ακόμη και οι πιο τολμηροί, χάνουν σταδιακά την όρεξή τους· στο μενού της μέσης ηλικίας, το πιο δημοφιλές πιάτο ονομάζεται απομάγευση του κόσμου.

Ίσως την επόμενη φορά όλα να γίνουν διαφορετικά. Ίσως πάλι και όχι. Δεν είναι αυτό, άλλωστε, το ζητούμενο. Το παιχνίδι, η δημιουργία, το ταξίδι που θα μας κινητοποιήσει να ξεπεράσουμε τα οριά μας είναι το καύσιμο για να συνεχίσουμε να ζούμε, να ονειρευόμαστε, να ερωτευόμαστε, αλλά και να εξαπατόμαστε, να απογοητευόμαστε και να βρίσκουμε το ψυχικό σθένος να ξεκινάμε πάλι από την αρχή. Ίσως την επόμενη φορά κάτι απ’ όλα αυτά να υπάρξει. Κι αυτό αρκεί από μόνο του για να μας κάνει να αισιοδοξούμε...

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο και θα το βρείτε στο Public.

Παναγιώτης Κολέλης, συγγραφέας