Οι Καρτ Ποστάλ: Μια εικόνα, χίλια ταξίδια

Περίληψη: "Το μυθιστόρημα της Βικτόρια Χίσλοπ «Οι καρτ ποστάλ» είναι, πιθανότατα, μαζί με το πολυδιαβασμένο «Νησί»,...

"Το μυθιστόρημα της Βικτόρια Χίσλοπ «Οι καρτ ποστάλ» είναι, πιθανότατα, μαζί με το πολυδιαβασμένο «Νησί», από τα καλύτερα που έχει γράψει η συγγραφέας. Η εμπειρία της και η όλο και βαθύτερη κατανόηση της ελληνικής κοινωνίας είναι φανερή στο γράψιμό της. Ο τίτλος και τα φαινόμενα απατούν, καθώς εδώ συμβαίνει το αντίθετο με αυτό που συνέβη με τον καζαντζακικό «Ζορμπά»: το έργο του κρητικού συγγραφέα, αντίθετα μάλλον με τις προθέσεις του, δημιούργησε μια φολκλορική κλισέ εικόνα για την Ελλάδα, στο ευρύ διεθνές κοινό, που ταλαιπωρεί ακόμα την ελληνική λογοτεχνία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η κατεύθυνση είναι αντίρροπη: ενώ ο τίτλος είναι δηλωτικός μιας αναπαραγωγής των κλισέ για την Ελλάδα, με τον ήλιο, τη θάλασσα, τη χαύνωση του μεσημεριού, την τεμπελιά των γραφικών εικόνων, το περιεχόμενο παρασύρει το εκ προοιμίου ευρύ κοινό της συγγραφέως, που οπωσδήποτε έλκεται από τέτοιου τύπου τρυφηλές και εξωτικές εικόνες, σε μια αναζήτηση πιο βαθιά, πιο εσωτερική, πιο διερευνητική των τρόπων, των συμπεριφορών, του ψυχισμού του μέσου ανθρώπου σε αυτή τη γωνιά της γης. Και τούτη εντέλει είναι η σημαντική προσφορά της Βρετανής συγγραφέως και του συγκεκριμένου βιβλίου της. Επικαλείται τα κλισέ για να τα υπονομεύσει. Η ηρωίδα της είναι μια καθημερινή Ουαλή από το Κάρντιφ με καθόλου πρωτότυπη ζωή: είναι μόνη, έχει μετακομίσει στο μουντό Λονδίνο και δουλεύει ως πωλήτρια διαφημιστικού χώρου σε ένα άγνωστο περιοδικό. Το μόνο σημαντικό σημείο στο χώρο που κινείται είναι το γραμματοκιβώτιό της. Είναι αυτό το μόνο πράγμα που προσθέτει πρωτοτυπία στη ζωή της. Γιατί λαμβάνει εκεί συνεχώς τα γράμματα ενός άγνωστου σε αυτήν άντρα, Βρετανού, που της στέλνει συνεχώς καρτ ποστάλ από την Ελλάδα. Για την ακρίβεια δεν τις στέλνει σε εκείνη αλλά σε μια άλλη γυναίκα που αυτός νομίζει ότι μένει εκεί.Για την Έλι, αυτό είναι το όνομα της Ουαλής, η λήψη αυτών των καρτ ποστάλ είναι μια γλυκιά αναμονή και συγχρόνως μια προτροπή για αλλαγή στην αδιάφορη ζωή της. Το καταπληκτικό ελληνικό μπλε την προσκαλεί, εκείνη καρφιτσώνει τις καρτ ποστάλ σε ένα πίνακα από φελλό και εντέλει, δεν αντέχει, παίρνει άδεια (σχεδόν από τη σημαία) και ένα αεροπλάνο και προσγειώνεται στην Ελλάδα. Λίγο πριν απογειωθεί, όμως, λαμβάνει και ένα εκτενές σημειωματάριο από τον ίδιο αποστολέα, στο οποίο περιγράφονται ιστορίες που άκουσε εκείνος περιδιαβαίνοντας κατά σύστημα την Ελλάδα από μέρος σε μέρος. Μια ιδιαιτερότητα με θετικές παραμέτρους στο βιβλίο της Βικτόρια Χίσλοπ είναι ότι τα μέρη και οι ιστορίες που περιγράφονται δεν είναι μόνο, ούτε κυρίως, νησιωτικά. Είναι περισσότερο κομμάτια της ηπειρωτικής Ελλάδας, μιας Ελλάδας εν πολλοίς άγνωστης στους ξένους: Μεθώνη, Μυστράς, Μονεμβασιά, Ναύπακτος, Σπάρτη, αλλά και Καλαμπάκα, Καρδίτσα, Κατερίνη κ.ο.κ. Μια μανιάτικη βεντέτα που, όμως, εκτυλίσσεται στο Ναύπλιο, μια ιστορία κοινωνικού στιγματισμού ενός αθώου ανθρώπου στην Πρέβεζα, μια κλειστή κοινωνία σε χωριό της ορεινής Αρκαδίας που κηρύσσει τις γυναίκες ανεπιθύμητες. Και σε όλα αυτά, ο συνδυασμός του λόγου με την εικόνα. Η Βικτόρια Χίσλοπ συνδέει όλες της τις ιστορίες με μία ή περισσότερες εικόνες. Είναι μια πρωτοτυπία του μυθιστορήματος αυτού, χωρίς να είναι λεύκωμα, να έχει έγχρωμες εικόνες τυπωμένες στο απλό χαρτί όπου τυπώνονται και οι λέξεις, σε διάλογο με τις ιστορίες που ίσως και να είναι των χιλίων λέξεων περίπου, όπως το θέλει η γνωστή ρήση. Στο τέλος όλες αυτές οι ιστορίες ενώνονται με το «νήμα» - για να θυμηθούμε και ένα παλιότερο βιβλίο της συγγραφέως -, όπως καλά μπορεί να φανταστεί κανείς, να οδηγεί στην τελική συνάντηση των δύο πρωταγωνιστών: του αποστολέα και της παραλήπτριας. Η Ελλάδα, ενίοτε, ενώνει".