Η
Λούλα Αναγνωστάκη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1928. Σπούδασε και πήρε πτυχίο από τη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τα πρώτα της έργα, το 1965,
η τριλογία της Πόλης: "Η διανυκτέρευση", "Η πόλη" και "Η παρέλαση". «Η παρέλαση» ήταν εμπνευσμένη και από τη φυλάκιση του αδελφού της, του ποιητή
Μανόλη Αναγνωστάκη, στο Γεντί Κουλέ, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο και απελευθερώθηκε το 1951 με τη γενική αμνηστία. Ηταν η πρώτη εμφάνιση στο θέατρο της, 36χρονης τότε Θεσσαλονικιάς συγγραφέως. «Ήθελα να γίνω γνωστή», έχει εξομολογηθεί για την παρθενική της συνεργασία στο «Υπόγειο» με το μεγάλο δάσκαλο Κάρολο Κουν.
Η Λούλα Αναγνωστάκη "έφυγε" χθές, Κυριακή, από τη ζωή, βυθίζοντας σε θλίψη όλο τον κόσμο του θεάτρου και των τεχνών.
Το Φεβρουάριο του 1967 ανέβηκε από το
Εθνικό Θέατρο το τρίπρακτο έργο της "
Η συναναστροφή", σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά. Ακολούθησαν: "
Αντόνιο ή το Μήνυμα" (1972), "
Η νίκη" (1978), "
Η κασέτα" (1982), "
Ο ήχος του όπλου" (1987), όλα από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Το 1990 ο θίασος Τζένης Καρέζη - Κώστα Καζάκου παρουσίασε το έργο "
Διαμάντια και μπλουζ", σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Το 1995 ανέβηκε Το "
Ταξίδι μακριά" από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Το 1998 το μονόπρακτο "
Ο ουρανός κατακόκκινος" από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Βίκτορα Αρδίττη και το 2003 το έργο "
Σ' εσάς που με ακούτε" από τη Νέα Σκηνή, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή.
Τα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη έχουν επίσης παρουσιαστεί από Αθηναϊκούς θιάσους και Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, καθώς και στο εξωτερικό (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία, Κύπρο, Ισπανία, ΗΠΑ).
Δημιουργός μιας ιδιαίτερης γραφής, η
Λούλα Αναγνωστάκη αποτύπωσε στα έργα της το εσωτερικό τοπίο του σύγχρονου Έλληνα και τις μεταβολές του υπό την επίδραση της Ιστορίας. Πραγματεύτηκε
τα σημαντικότερα θέματα της μεταπολεμικής περιόδου στη χώρα μας, όπως το τραύμα, η ενοχή, η μοναξιά, η ήττα. Παρακολουθώντας την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας και μετά τη μεταπολίτευση, πραγματεύεται τον εγκλωβισμό των ανθρώπων και των κοινωνιών, τα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου, τη μοναξιά, την έλλειψη επικοινωνίας και το αίσθημα ασφυξίας του ατόμου.
Στο δικό της
δημιουργικό,
μοναχικό δρόμο, επένδυσε ιδιαιτέρως στη
μουσική διάσταση του λόγου της, που ενισχύει τη δραματικότητα και την εμβέλειά του. Ήταν παντρεμένη με το συγγραφέα και καθηγητή Ψυχιατρικής
Γιώργο Χειμωνά και μητέρα του συγγραφέα
Θανάση Χειμωνά.
Λεπτή κι αέρινη, μυστηριώδης
πίσω από τα μαύρα της γυαλιά, υπήρξε μια
χαρακτηριστική φιγούρα της τέχνης, αν και άρχισε σταδιακά να αποτραβιέται από τον κόσμο από το 2000, όταν χάθηκε πρόωρα στα 60 του χρόνια ο Γιώργος Χειμωνάς, με τον οποίο είχαν «συγκροτήσει» ένα εκκεντρικό ζευγάρι.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, είχε
περιορίσει τις μετακινήσεις της στο ελάχιστο, λόγω και κινητικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε. «
Δεν θέλω να βγαίνω έξω. Παλιά έβγαινα κάθε βράδυ. Εδώ, στο Κολωνάκι. Σινεμά στο Έμπασσυ, καθόμουν με τις ώρες στη Βιβλιοθήκη... Μου αρέσει εδώ που κάθομαι. Έρχονται εδώ άνθρωποι που θέλω, που έχω κάτι να συζητήσω μαζί τους. Πολλά ελληνικά έργα, συζητήσεις και ειδήσεις. Ευτυχώς που δεν πάω θέατρο πια. Μαρτύριο είναι το θέατρο. Μαρτύριο, επειδή γράφω θέατρο...» είχε πει στην τελευταία της συνέντευξη.