Αποκλειστική συνέντευξη / Ο Γιάννης Γαβράς μιλά για το «Σαμποτάζ» του

Περίληψη: Η πρώτη νουβέλα του Γιάννη Γαβρά θυμίζει noir ταινία, με δράση καταιγιστική και σκοτεινή ατμόσφαιρα. Όμως «αυτός ο πάτος θα έχει πολύ ταβάνι».

Η πρώτη νουβέλα του Γιάννη Γαβρά «Σαμποτάζ» από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας διαβάζεται απνευστί, σαν να βλέπεις μια noir ταινία με καταιγιστική δράση. Όμως πίσω από τη σκοτεινή της ατμόσφαιρα, τα αδιέξοδα του ήρωα και τις απογοητεύσεις, στέλνει ένα μήνυμα ζωής: «Αυτός ο πάτος θα έχει πολύ ταβάνι».

Ζητήσαμε από τον συγγραφέα να μας απαντήσει σε μερικές ερωτήσεις για το βιβλίο και τη διαδικασία της δημιουργίας του - και το έκανε γενναιόδωρα.

Θα μας πείτε δυο λόγια για το βιβλίο;

Το «Σαμποτάζ» είναι μια αφήγηση ζωής, γραμμένη σε α’ πρόσωπο, που ξεκινά από τα παιδικά χρόνια του Κώστα, του βασικού ήρωα, και ακολουθεί την πορεία της ζωής του. Κυριαρχούν η περιπέτεια και το σασπένς και νομίζω ότι η ιστορία του αφορά πολλούς ανθρώπους σήμερα, καθώς έχει και πολύ δύσκολες αλλά και πολύ ευχάριστες πλευρές. Θα μπορούσα να ονομάσω τη ζωή του μια μικρή Οδύσσεια. Υπάρχει ένταση, υπάρχει δαιδαλώδης πλοκή – όσοι το διάβασαν, είπαν ότι το διάβασαν απνευστί, «μονορούφι». Αφηγητής είναι ο ίδιος ο ήρωας, κάτι που κάνει την αφήγηση βιωματική, και είναι γραμμένο άμεσα, με έναν τρόπο ρεαλιστικό, ίσως και κοφτό σε πολλά σημεία.

Υπάρχουν στοιχεία της δικής σας ζωής που έχει «δανειστεί» ο ήρωας; Και αν ναι, ποια είναι αυτά;

Δεν υπάρχει κανένα βιβλίο χωρίς βιωματικά στοιχεία. Η ιστορία του ήρωα έχει αρκετά στοιχεία δικά μου, όπως τα παιδικά χρόνια στη Σενεγάλη, και έχω συνθέσει ιστορίες που τις έχω ζήσει από κοντά, δικές μου ή φίλων, με στοιχεία μυθοπλασίας, φτιάχνοντας μια fiction που συνδυάζει και τα δύο. Μυθοπλασία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, με λίγα λόγια.

Πώς προέκυψε ο τίτλος της νουβέλας;

Προέκυψε κατά την επιμέλεια. Υπάρχει ένα κείμενο και ένα ποίημα στο βιβλίο με τον ίδιο τίτλο και νομίζω δένει απολύτως με την πλοκή και τη ζωή του ήρωα. Ο ίδιος ο ήρωας σαμποτάρεται από την περιρρέουσα κατάσταση αλλά και την σαμποτάρει. Με μια πιο βαθιά ματιά, μιλά για το πώς σαμποτάρουμε, πώς παγιδεύουμε συχνά τους εαυτούς μας μέσα από ρόλους και επιλογές αλλά και πώς μπορούμε να σπάσουμε αυτόν τον κύκλο και να διαφοροποιηθούμε – και εδώ βρίσκεται ένα λανθάνον αισιόδοξο μήνυμα.

Στο βιβλίο υπάρχει μια, τρόπον τινά, noir ατμόσφαιρα: δύσκολες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, προσωπικά αδιέξοδα για τον Κώστα, στοιχεία που θυμίζουν πολύ αυτό που οι περισσότεροι βιώνουμε σήμερα. Η ατμόσφαιρα αυτή αποτυπώθηκε επίτηδες ή δημιουργήθηκε αβίαστα;

Έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνομαι τα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα από τη δεκαετία του 1980, τη δεκαετία που μεγάλωσε η γενιά μου δηλαδή, ως και σήμερα. Μιλάμε κυρίως για «συστήματα», όπως την οικογένεια, το σχολείο, το πανεπιστήμιο κλπ, που διαμόρφωσαν τους ανθρώπους. Με όλα αυτά που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, σε αντιπαραβολή με ένα παρελθόν ευμάρειας, προκύπτει αυτή η ζοφερή ατμόσφαιρα της ιστορίας. Ωστόσο όλο αυτό το χάος, που υπάρχει τόσο στην κοινωνία όσο και το μυαλό του ήρωα, με κάποιο τρόπο, όταν καταγράφεται στο χαρτί, είναι σαν να ξεδιαλύνει, σαν ο ίδιος να λυτρώνεται. Χαρακτηριστικά ο ήρωας αναφέρει προς το τέλος «Βγάζω το μπλοκάκι μου απ’ το μπουφάν και αρχίζω να γράφω. Ευτυχώς, έχω και αυτό. Το μπάχαλο του μυαλού μου, στο χαρτί, μπαίνει σε μια τάξη. Καθώς οι λέξεις κυλούν σαν νερό, το τοπίο ξεκαθαρίζει. Βουρκώνω. Λύτρωση».

Αυτή η λύτρωση αφορά και εσάς σαν συγγραφέα; Δηλαδή με το να καταγράφετε όλα αυτά είναι σαν να μπαίνουν σε τάξη στο μυαλό σας;

Ναι, βέβαια. Οποιαδήποτε μορφή τέχνης λυτρώνει, σώζει – ή, έστω, παρηγορεί. Η έκφραση όσων συσσωρεύονται μέσα σου σε πάει ένα βήμα παρακάτω. Οπότε σίγουρα αυτή η φράση είναι αρκετά βιωματική. Είναι κάτι που συνειδητοποίησα εμπειρικά, γράφοντας την ιστορία. Δεν σκόπευα να γράψω ένα βιβλίο. Θυμάμαι μικρός να γράφω στίχους, όπως οι περισσότεροι έφηβοι, κάτι που ατόνησε με το πέρασμα των χρόνων. Συνέχισα κυρίως ως αναγνώστης, διαβάζοντας πολλά βιβλία. Και επέλεξα ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής, το σεμινάριο «Αφήγηση Ζωής» της Κρυσταλλίας Πατούλη. Εκεί, μέσα από ασκήσεις, μέσα από την τριβή με τη γραφή, διαδραστικά με την ομάδα, είδα ότι η γραφή με βοήθησε, μου άνοιξε δρόμους, μου αποκάλυψε τον συγγραφικό μου εαυτό. Ξεκινούσα να γράψω κάτι και αυτομάτως με πήγαινε κάπου αλλού. Ήταν ένα βίωμα συναρπαστικό για μένα.

Η ιστορία σας είναι σαν να εξελίσσεται καρέ-καρέ και η ένταση κλιμακώνεται. Ήταν κάτι που έγινε μελετημένα ή βγήκε φυσικά; Υπάρχει μια διαρκής ένταση, οι πληροφορίες πολλές, η γραφή είναι πυκνή…

Υπάρχει μια έντονη πλοκή, πράγματι, είναι έντονο το στοιχείο της αγωνίας για το τι συμβαίνει παρακάτω. Αλλά ήταν κάτι που προέκυψε αβίαστα.

Η έμπνευση, λοιπόν, ήρθε με αυτόν τον τρόπο, για να ξεκινήσει η πρώτη «δουλειά» πάνω στο κείμενο. Και πώς συνεχίστηκε;

Ακριβώς έτσι ξεκίνησε και συνεχίστηκε για περίπου δύο (2) χρόνια, για να φτάσουμε στον «καρπό» αυτής της δουλειάς. Η νουβέλα, το πρώτο μου πεζογράφημα, γράφτηκε αποσπασματικά, άλλοτε με συνέπεια και άλλοτε με διαλείμματα, όχι συνεχόμενα.

Εντοπίζετε κάποια έντονη επιρροή από έλληνα ή ξένο συγγραφέα;

Σίγουρα έχω επιρροές από τα πολύ νεανικά μου χρόνια, κυρίως από τα βιβλία του Καμύ και του Σαρτρ. Από εκείνους έχω δανειστεί, αν θέλετε, αυτό το πεσιμιστικό κλίμα, καθώς είναι τα διαβάσματα που με επηρέασαν στην εφηβική μου ηλικία. Ίσως έπαιξε και ρόλο η ελληνογαλλική παιδεία στη Σενεγάλη, που μου έδωσε πρόσβαση σε αυτά τα αναγνώσματα, που φέρουν σε μεγάλο βαθμό τη noir ατμόσφαιρα που περιγράφουμε.

Εύκολα «βλέπει» κάποιος την ιστορία στο κινηματογραφικό πανί. Υπάρχει τέτοια σκέψη;

Ναι, εγώ μπορώ να το φανταστώ. Ο τρόπος γραφής είναι σαν τον τρόπο σκέψης. Είναι αυτό το κοφτό, το άμεσο στυλ, με στακάτες ατάκες, νομίζω εκείνο δίνει κινηματογραφική αίσθηση στο κείμενο του «Σαμποτάζ».

Υπάρχει σκέψη για συνέχεια του βιβλίου ή για κάτι διαφορετικό;

Υπάρχουν κάποια κείμενα που σιγά-σιγά συγκεντρώθηκαν στην πορεία για τον σχηματισμό του βιβλίου, που ίσως αποτελέσουν την αρχή του επόμενου. Κάποιες ιστορίες, που έχουν γραφτεί με τη λογική των διηγημάτων, αν και είναι ακόμα πολύ νωρίς.

Κλείνοντας, βλέπουμε κάτι ξεχωριστό στη ροή της ιστορίας, στο οποίο αξίζει να σταθούμε: παρά τη σκοτεινιά και τις δυσκολίες της ζωής του ο ήρωας, ο Κώστας, τα καταφέρνει. Μπορεί όχι με τρόπο ιδανικό, αλλά βρίσκει την άκρη.

Ναι, ιδανικό και τέλειο δεν υπάρχει. Αυτό ακριβώς που συζητάμε το συμπυκνώνει το σχόλιο της κυρίας Χάριτος Κατάκη για το βιβλίο (Δρ. Ψυχολογίας, ψυχοθεραπεύτρια, ιδρύτρια του Εργαστηρίου Διερεύνησης Ανθρωπίνων Σχέσεων), ότι «στην ουσία ο ήρωας δεν είναι ένας επαναστάτης, αλλά περνάει το μήνυμα ότι σε ένα πολύ δύσκολο περιβάλλον, τοξικό και χαοτικό, αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι το καλύτερο για τον εαυτό μας, με κατανόηση και συμπόνοια για τους άλλους. Τα καταφέρνει με έναν τρόπο πιο ρεαλιστικό, πιο ανθρώπινο, πιο δικό μας». «Αυτός ο πάτος θα έχει πολύ ταβάνι», είναι επίσης μια πολύ χαρακτηριστική φράση του βιβλίου. Μέσα από τις δυσκολίες, τα σκαμπανεβάσματα που βιώνουμε στη ζωή, έρχεται η λύτρωση, το τέλος που δεν μπορεί παρά να είναι απελευθερωτικό.

Μια συμβουλή, μια άποψη, για όλους όσοι προσπαθούν να γράψουν κάτι ολοκληρωμένο, τους επίδοξους συγγραφείς, αν το θέσουμε απλοϊκά.

Να μη σταματήσουν να προσπαθούν – να μη διστάζουν, να γράφουν, να κυνηγήσουν το όνειρό τους, γιατί ο σκοπός είναι να εκφραστούν. Η ολοκλήρωση, όταν αυτό φτάνει σε μια τελική μορφή, φέρνει ένα απερίγραπτο συναίσθημα. Να συνεχίσουν να προσπαθούν!

Who is who: Ο Γιάννης Γαβράς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Αποφοίτησε από το Λύκειο Αναβρύτων και σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Έχει εκδόσει μία ποιητική συλλογή, με τίτλο «Της ζωής ο σκηνοθέτης» (εκδόσεις Μετρονόμος) ενώ έχουν δημοσιευτεί δύο διήγηματά του στο συλλογικό έργο «Αδέσποτα» (εκδόσεις Ταξιδευτής).

Την πρώτη του νουβέλα του Γιάννη Γαβρά «Σαμποτάζ», από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, θα την βρείτε στο κοντινότερο κατάστημα Public και το public.gr.