21 Απριλίου , 2015 • 4 MINS READ
"Το κουτί των αναμνήσεων": Γενοκτονία των Αρμενίων
Περίληψη: Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη γενοκτονία των Αρμενίων και η πληγή...
Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη γενοκτονία των Αρμενίων και η πληγή ενός ολόκληρου έθνους φαίνεται πως παραμένει ακόμα ανοιχτή.
Και ο Αρμενικός λαός, με το σύνθημα «θυμούμαι και διεκδικώ», το οποίο πλαισίωσε τις εκδηλώσεις της 100ής επετείου από τη γενοκτονία, δηλώνει σθεναρά ότι το πέπλο της λήθης δεν κάλυψε τη φρίκη της μνήμης για τον εκτοπισμό και τον θάνατο 1.500.000 Αρμενίων και ζητάει επιτακτικά πλέον πλέον την αναγνώριση, την επανόρθωση αλλά και τα ιστορικά εδάφη που υφαρπάχθηκαν.
Με αφορμή, λοιπόν, τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την έναρξη της Αρμενικής Γενοκτονίας, στις 24 Απριλίου, αλλά και επειδή η γενοκτονία είναι ένα έγκλημα που έχει αμαυρώσει τις σελίδες και της δικής μας ιστορίας, αποφασίσαμε να διαβάσουμε το νέο μυθιστόρημα της βραβευμένης συγγραφέως, Ιβ Μάκις, που έχει ως θέμα του τη γενοκτονία των Αρμενίων, ιδωμένη όμως μέσα από μια διαφορετική ματιά. "Το κουτί των αναμνήσεων", όπως είναι ο τίτλος του βιβλίου, πραγματεύεται την ιστορία της Κατερίνα Νάιτ, μιας αγγλίδας δημοσιογράφου, που ανακαλύπτει μετά το θάνατο της γιαγιάς της, Μαριάμ, το μυστικό και σκοτεινό παρελθόν της. Μέσα από το ημερολόγιο και τις επιστολές της γιαγιάς της, ξεδιπλώνεται μια τραγική ιστορία ξεριζωμού, αποχωρισμού και απώλειας που ξεκινά το 1915 και οι συνέπειές της φτάνουν μέχρι το σήμερα και φέρνουν την Κατερίνα αντιμέτωπη με ένα αναπάντεχο θαύμα, ένα οικογενειακό μυστικό, που θα αλλάξει τη ζωή της και θα ξορκίσει τα φαντάσματα του ταραχώδους παρελθόντος της γιαγιάς της. Κι αν η υπόθεση σας κέντρισε το ενδιαφέρον, σήμερα αποκλειστικά στο Public Blog θα βρείτε το απόσπασμα που μοιράστηκε μαζί μας η συγγραφέας Ιβ Μάκις, από το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου:"Μια ασημένια λεπτή φέτα φεγγαριού φέγγει έξω από το παράθυρο της κάμαράς μου, φωτίζοντας απαλά τις ηφαιστειακές κορφές του όρους Ερτζιγιές. Είμαι ξαπλωμένη δίπλα στον αδερφό μου, τον Γκαμπριέλ, και κοιτάζω τον ουρανό να σκουραίνει πάνω από το βουνό, διερωτώμενη πώς να είναι η ζωή πέρα από αυτά τα παγωμένα κατσάβραχα. Κι άλλα κορίτσια άραγε ξαγρυπνούν τη νύχτα από φόβο και τρόμο; Τους φέρνει ο ύπνος ζωντανούς εφιάλτες που τους στοιχειώνουν και όλη την υπόλοιπη ημέρα; Είναι η ζωή, στην άλλη πλευρά, μαραμένη από πόλεμο; Ζήτησα από τον Γκαμπριέλ να μου πει ένα παραμύθι για να κοιμηθώ.
«Τι παραμύθι; Για βασιλιά, για ήρωα ή για λυκάνθρωπο ή μπορώ να σου πω ένα για κάποιον κακό άγγελο που σπέρνει την καταστροφή στον κόσμο».«Δεν ξέρω. Ό,τι θες». «Τι θα έλεγες για την ιστορία ενός γάμου;»«Είναι διασκεδαστική;»«Όχι ακριβώς. Είναι για έναν άντρα που ο γάμος του δεν πήγε όπως τον είχε σχεδιάσει. Καθώς προχωρούσε προς το ιερό για να παντρευτεί τη γυναίκα που αγαπούσε, ο κακός Χάρος τον άρπαξε από τον λαιμό με τα μοχθηρά του δάχτυλα και του είπε: “Δώσε μου την ψυχή σου”». Ο αδερφός μου έκανε τη βραχνή φωνή του Χάρου, μιλώντας κοντά στο αυτί μου. «Η μητέρα και ο πατέρας του πρότειναν να πάρει τις δικές τους ψυχές σε αντάλλαγμα γι’ αυτή του γιου τους, μα ο Χάρος αρνήθηκε, και τότε η αρραβωνιαστικιά του άντρα είπε: “Πάρε τη δική μου”».«Και την πήρε;»«Ο Χάρος άρπαξε την ψυχή της γυναίκας με μια απότομη κίνηση σαν να ξερίζωνε ραδίκι από το χώμα».«Κι εκείνη χάθηκε για πάντα;»«Όχι. Ο Χάρος άρχισε να το μετανιώνει. Εντυπωσιάστηκε από την αφοσίωση της γυναίκας, από την έκδηλη αγάπη της, κι έτσι της έδωσε πίσω την ψυχή της, και το ζευγάρι παντρεύτηκε, και μετά τον γάμο ακολούθησε τρικούβερτο γλέντι τριών ημερών».Χαλάρωσα πάνω στο στρώμα, ανακουφισμένη με το ευτυχές τέλος στην ιστορία του Γκαμπριέλ. Γύρισα στο πλάι για να κοιμηθώ, αλλά, καθώς η αναπνοή μου χαλάρωνε, ο Γκαμπριέλ μού ψιθύρισε βραχνά στο αυτί: «Δώσε μου την ψυχή σου». Ούρλιαξα. Εκείνος γέλασε, ήρθε πιο κοντά μου. «Συγγνώμη που σε τρόμαξα».Ένα κερί στο κομοδίνο έριχνε σκιές που χόρευαν στους τοίχους, γοργοπόδαρα φαντάσματα και βρικόλακες με μακρόστενα μάτια, φευγαλέα και μοχθηρά. Ο τρόμος μου με έκανε να βλέπω μέσα από τοίχους και ντουλάπες, κάτω από το κρεβάτι, ερμήνευε το νιαούρισμα μιας γάτας σε απόκοσμο ανθρώπινο ουρλιαχτό.Κάποτε, φοβόμουν τα μυθικά πλάσματα, τα τέρατα και τα φαντάσματα. Τώρα, έπρεπε να αντιμετωπίσω απειλές πραγματικές: άντρες πάνω σε άλογα που κράδαιναν όπλα και μαχαίρια και βύθιζαν το μέταλλο σε σάρκες, φεύγοντας με τα ανθρώπινα λάφυρα.Οι Τούρκοι είχαν συμμαχήσει με τους Γερμανούς και είχαν κηρύξει πόλεμο στη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Ρωσία. Πολλές ανατολικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν ήδη πέσει στα χέρια του ρωσικού στρατού. Η κυβέρνηση επέρριπτε την ευθύνη στους Αρμένιους γι’ αυτές τις ήττες, κατηγορώντας μας ότι είχαμε συμμαχήσει με τον εχθρό. Οι αρμένικες κοινότητες δέχονταν επιθέσεις από πλιατσικολόγους, οι οποίοι εισέβαλλαν σε πόλεις και χωριά μέσα στην άγρια νύχτα, πυρπολώντας και λεηλατώντας σπίτια και απάγοντας γυναίκες και νεαρά κορίτσια. Οι μητέρες έφταναν στο σημείο να θάβουν τις κόρες τους στο χώμα μέχρι τον λαιμό ώσπου να περάσει ο κίνδυνος.«Πώς είναι άραγε να πεθαίνεις;» ψιθύρισα. «Μπορείς να φανταστείς τη μητέρα να πεθαίνει; Μπορείς να φανταστείς τίποτα χειρότερο;» Μερικές φορές φανταζόμουν τον θάνατο της μητέρας, την κηδεία της, την αγρυπνία στο πλευρό του νεκρού και με κατέκλυζαν συναισθήματα τόσο φρικτά και έντονα που έκλαιγα. Η νύχτα γινόταν μια μαύρη οθόνη πάνω στην οποία παίζονταν ζοφερές σκηνές σαν παράσταση με μαριονέτες. Αναρωτήθηκα αν ο θάνατος ήταν σαν να πνίγεσαι μέσα στην πιο σκούρα απόχρωση του μαύρου. Θυμήθηκα ξανά την ιστορία του Γκαμπριέλ, και ο τρόμος πότισε ύπουλα κάθε πόρο του κορμιού μου." Το βιβλίο "Το κουτί των αναμνήσεων" της Ιβ Μάκις κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός και θα το βρείτε εδώ.