"Όταν ο
Γιάννης Μαρής έγραφε αστυνομική λογοτεχνία, ήταν από τους πρωτοπόρους διεθνώς στο είδος του. Μόνο που δεν το είχε ακριβώς συνειδητοποιήσει ο ίδιος τότε, και που ούτε το συνειδητοποίησε ο εκτός Ελλάδας κόσμος ποτέ.
Ένα από τα στοιχεία που εκείνη την εποχή ήταν καινοτόμα σε διεθνές επίπεδο, ήταν
η εισαγωγή ως ήρωα ενός απλού μικροαστού αστυνομικού, του Μπέκα, ενός ανθρώπου κανονικού, με φυσιολογική ζωή και συμπεριφορά. Και αυτό μάλιστα, σε μια εποχή που κυριαρχούσαν – στο αγγλοσαξωνικό αστυνομικό που μεσουρανούσε τότε – οι ντετέκτιβ, είδος ανύπαρκτο στην Ελλάδα, και ιδίως
οι ιδιόρρυθμοι και ιδιοφυείς ντετέκτιβ με τις γνωστές εκπληκτικές ικανότητες.
Ο Μαρής αποτέλεσε επίσης ένα αίνιγμα. Αίνιγμα ως προς το πώς δηλαδή ξεφύτρωσε ένας τόσο ενδιαφέρων συγγραφέας σαν αυτόν, από το πουθενά θα λέγαμε, χωρίς καμία παράδοση να υπάρχει πίσω του, χωρίς καν έναν άλλο ξεχωριστό συγγραφέα να αποτελεί για εκείνον κάποιου είδους οδηγό ή προπομπό, όπως λ.χ. υπήρξε για τον Αντρέα Καμιλέρι ο Λεονάρντο Σάσα και ο κόσμος της σικελικής μαφίας που περιέγραψε.
Και βρισκόμαστε σήμερα μπροστά στο εξής παράδοξο φαινόμενο: ενώ ο Μαρής που τότε υπήρξε μοναδικός
παραμένει ακόμα δημοφιλής (ανακαλύψτε τα βιβλία του στα Public), από τα σαράντα με πενήντα περίπου ελληνικά αστυνομικά που κυκλοφορούν πια κάθε χρόνο στην Ελλάδα –
με την εξαίρεση του Πέτρου Μάρκαρη, βέβαια -,
σπάνια ξεχωρίζει έστω και ένα από αυτά στις προτιμήσεις του κοινού. Ενδεχομένως αυτό να αλλάξει τα επόμενα χρόνια και, σήμερα, να κυοφορείται κάτι που από απλή τάση θα μετατραπεί αργότερα σε ισχυρή δύναμη. Ας το ελπίσουμε…
18 κείμενα για τον Γιάννη Μαρή
Για να επανέλθουμε στον δημιουργό του Αστυνόμου Μπέκα, το βιβλίο «
18 κείμενα για τον Γιάννη Μαρή» (Εκδ. Πατάκη) που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες, δίνει
αρκετές απαντήσεις που φωτίζουν τις διάφορες πτυχές του αινίγματος. Καμιά φορά, οι απαντήσεις δεν είναι άμεσες, προκύπτουν αβίαστα όμως από την ανάγνωση των κειμένων. Προσωπικά με απασχολούσε κατά καιρούς το ερώτημα, γιατί στα βιβλία του Μαρή δεν υπήρχε ούτε ίχνος πολιτικού σχολίου. Εντέλει, η απάντηση είναι απλούστατη. Αριστερών καταβολών και πεποιθήσεων, ο
Γιάννης Τσιριμώκος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, δούλεψε στα πιο παραγωγικά του χρόνια σε «σκληρά» δεξιές εφημερίδες, αυτές του συγκροτήματος Μπότση (Ακρόπολη, Απογευματινή). Και
τα μυθιστορήματά του τα έγραφε στις εφημερίδες αυτές, σε συνέχειες, όπως έγραφε οποιοδήποτε άλλο ρεπορτάζ ή άρθρο. Και αυτό ήταν μέρος της δημοσιογραφικής του δουλειάς. Συνεπώς, δεν μπορούσε κι ούτε ήθελε να περνάει, έστω και αχνά, τις δικές του πολιτικές πεποιθήσεις σε ένα κοινό που βρισκόταν στην απέναντι όχθη. Τόσο απλά. Βέβαια, το κοινό αυτό, επειδή δεν ήταν αριστερών καταβολών, αυτό δεν σημαίνει και ότι δεν ήταν λαϊκό. Κάθε άλλο. Έτσι ο Μαρής,
ως καλός αλχημιστής των λέξεων, εισήγαγε το στοιχείο της «κλειδαρότρυπας» που ταίριαζε στο κοινό του: κλειδαρότρυπα για να δουν οι λαϊκοί αναγνώστες της Ακρόπολης και της Απογευματινής,
πώς ζούσε ο κόσμος του Κολωνακίου, πώς ζούσαν δηλαδή οι άνθρωποι τους οποίους οι ίδιοι φθονούσαν και ταυτοχρόνως θαύμαζαν.
Αν έβαλε ένα «πολιτικό» καρύκευμα στο έργο του, αυτό ήταν
το ζήτημα του δωσιλογισμού. Επρόκειτο για ένα ζήτημα που συζητιόταν ευρύτατα την εποχή εκείνη, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, και διαπερνούσε οριζόντια, θα λέγαμε σήμερα, τους κομματικούς οπαδούς. Η διαίρεση ανάμεσα σε πατριώτες και συνεργάτες των Γερμανών που πλούτισαν αθέμιτα στην κατοχή, ήταν υπαρκτή και έβγαζε νόημα για ανθρώπους όλων των πολιτικών πεποιθήσεων.
Αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος γραφής μυθιστορημάτων στις εφημερίδες, που έλκει τις –διεθνείς και ελληνικές – καταβολές του στον 19
ο αιώνα, είχε διάφορες πρακτικές συνέπειες: η κυριότερη είναι ότι
δεν κυκλοφόρησαν τότε όλα του τα μυθιστορήματα σε βιβλία και ότι τα τελευταία χρόνια, χάρη στην επίμονη δουλειά του Ανδρέα Αποστολίδη, κυρίως, επίσης του Φίλιππου Φιλίππου και άλλων, φυσικά και του εκδότη της Άγρας Σταύρου Πετσόπουλου,
ανακαλύπτουμε «νέα» μυθιστορήματα του Μαρή. Πρόκειται για
χαμένα μυθιστορήματα που ανασύρονται από τα αρχεία των εφημερίδων και μας προσφέρονται φρέσκα, σήμερα, καλά επιμελημένα και βιβλιοδετημένα, ώστε να μας δίδεται έστω και ως φαντασίωση η ιδέα ότι ο Μαρής είναι κάπου εδώ δίπλα μας, κοντά μας.
Τα «18 κείμενα» που παρήγγειλε, συγκέντρωσε και επιμελήθηκε ο Κώστας Θ. Καλφόπουλος είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικά και ευχάριστα στην ανάγνωση. Καταλαβαίνει κανείς εκεί, διαβάζοντας λ.χ. το κείμενο του Πέτρου Μάρκαρη, ότι ο τελευταίος γνωρίζει τον Μαρή καλά και ότι στάθηκε τυχερός που τον είχε ως ένα από τους μέντορές του. Κείμενα έχουν γράψει επίσης ο Βασίλης Βασιλικός, ο Άγγελος Τσιριμώκος (γιος του Γιάννη Μαρή), ο Ριχάρδος Σωμερίτης, ο Γιώργος Λεονταρίτης, η Αθηνά Κακούρη, ο Φίλιππος Φιλίππου, ο Νίκος Μπακουνάκης, ο Ανδρέας Αποστολίδης, ο Στράτος Μυρογιάννης, ο Νίκος Βατόπουλος, ο Λοΐκ Μαρκού, ο Τεύκρος Μιχαηλίδης, η Νίνα Κουλετάκη, ο Γιάννης Ράγκος, ο Αναστάσης Σιχλιμίρης, ο Σταύρος Πετσόπουλος και ο Κώστας Καλφόπουλος.
Είναι ενδιαφέρον ότι συχνά προκύπτουν διαφοροποιήσεις ή διαφορετικές ερμηνείες και μαρτυρίες. Λόχου χάρη, η Αθηνά Κακούρη λέει ότι, αντίθετα με ό,τι γενικά πιστεύεται, η ίδια τη δεκαετία του ’60 δεν ένιωσε να της ασκείται καμία κριτική επειδή έγραφε αστυνομικά διηγήματα στον «Ταχυδρόμο» και μόνο τη δεκαετία του ’90 υπήρχε η ιδέα ότι το λογοτεχνικό αυτό είδος είναι κατώτερο. Αντίθετα ο Πέτρος Μάρκαρης μιλάει για
σαφείς διαχωρισμούς όχι μόνο στη λογοτεχνία αλλά σε όλο το φάσμα της τέχνης με διάκριση, ήδη από τότε, ανάμεσα στο «εμπορικό» και το «ποιοτικό». Αυτά δεν έχουν πια σημασία. Ακόμη περισσότερο όταν ένας Βασίλης Βασιλικός λέει ότι μόλις τα τελευταία χρόνια ανακάλυψε το αστυνομικό μυθιστόρημα και τον Μαρή και ότι
«κόλλησε», διαβάζοντας σε ελάχιστο χρόνο όλα του τα μυθιστορήματα. Σε κάθε περίπτωση, ο αναγνώστης των «18 κειμένων» θα βρει εκεί τα περισσότερα από τα αναγκαία κλειδιά για να καταλάβει τον Μαρή και την εποχή του.
Τον Μαρή που, όπως λέει ο Πέτρος Μάρκαρης, έζησε σε λάθος τόπο και χρόνο. Αυτόν, πάντως, τον κόσμο του Γιάννη Μαρή, πέρα από την ανάγνωση του εν λόγω βιβλίου που θα είναι οπωσδήποτε εποικοδομητική, ο αναγνώστης θα μπορέσει να τον «μυριστεί» και μέσα από
ένα λογοτεχνικό περίπατο που θα οργανώσουν τα Public προς τιμήν του προσεχώς στην Αθήνα. Θα είναι και αυτός, ίσως, ένας τρόπος να τον σκεφτούμε ξανά, στον σωστό τόπο και χρόνο!"Βιβλιοφάγος