25 Απριλίου , 2017 • 3 MINS READ
Η αλυσίδα (και οι αλυσίδες) των απωθήσεων και των πόθων
Περίληψη: H μουσική και η λογοτεχνία διατηρούν μια σχέση αγάπης – μίσους. Είναι ανταγωνιστικά αλλά και...
H μουσική και η λογοτεχνία διατηρούν μια σχέση αγάπης – μίσους. Είναι ανταγωνιστικά αλλά και αλληλοθαυμαζόμενα πεδία στον πολιτισμό, το ένα χρησιμοποιεί το άλλο, το ένα κάποτε μιμείται το άλλο, ενώ σε κάποιες σπάνιες στιγμές δημιουργίας, καταφέρνουν και να ενωθούν. Και αν φέτος πήρε Νόμπελ -έστω και επεισοδιακά- η τραγουδοποιΐα που αγγίζει βαθιές αισθητικές και λογοτεχνικές χορδές, στο (αγενές, όπως αποδείχθηκε) πρόσωπο του Μπομπ Ντύλαν που όμως εκπροσωπεί και πολλούς άλλους δημιουργούς – από τους γαλλόφωνους, που είναι πολλοί, να θυμίσουμε κυρίως τον Ζορζ Μπρασένς αλλά και άλλα ιερά τέρατα όπως ο Ζακ Μπρελ και ο Μπορίς Βιάν – πολυάριθμες είναι και οι περιπτώσεις όπου η καθαρόαιμη λογοτεχνία θα ήθελε να είναι μουσική.
Ένα από τα δύο γνωστότερα μυθιστορήματα λ.χ. του κλασικού Έλληνα συγγραφέα Κοσμά Πολίτη, η Eroica (Εκδ. Εστία), παραπέμπει ευθέως στην 3η Συμφωνία του Μπετόβεν, έχει «μουσική», ρυθμό, αντιστίξεις, συχνά αλιεύει κανείς ολόκληρες φράσεις γραμμένες σε δεκαπεντασύλλαβο.
Αλλά για να θυμηθούμε και τη τζαζ, μέρες που είναι (στις 30 Απριλίου γιορτάζεται από την UNESCO στην Αβάνα η έκτη ετήσια Διεθνής Ημέρα της Τζαζ), ο γνωστός Σουηδός συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων Άρνε Νταλ (στα ελληνικά από τις εκδ. Μεταίχμιο), ονόμασε ένα από τα γνωστότερα βιβλία του Misterioso, δανειζόμενος τον τίτλο από τη γνωστή σύνθεση του Τελόνιους Μονκ. Σε συνέντευξή του μάλιστα στον Θανάση Μήνα είχε πει ότι η τζαζ και ειδικά το μπι μποπ είναι είδος άρρηκτα συνδεδεμένο με την αστυνομική λογοτεχνία. Θεωρεί μάλιστα ότι «το να γράφεις αστυνομικά μυθιστορήματα μοιάζει αρκετά με το να παίζεις τζαζ: η πλοκή που έχεις σχεδιάσει σου αφήνει περιθώρια για ελεύθερο αυτοσχεδιασμό».
[gallery link="none" columns="2" size="full" ids="48087,48086"]
Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε και ένα ελληνικό βιβλίο για τον Μάιλς Ντέιβις από τις εκδόσεις Μελάνι. Το έγραψε ο Μάκης Μαλαφέκας, λέγεται «Μάιλς Ντέιβις – Εκτός κλίμακας» και φιλοδοξεί, μέσα από δώδεκα παθιασμένα, διεισδυτικά κείμενα για τον καλλιτέχνη και το έργο του, να ιδωθεί από τον αναγνώστη ως βιβλίο στο οποίο «πάλλονται και ξεδιπλώνονται τα κείμενα σαν τζαζιστικοί αυτοσχεδιασμοί».
Αν θέλει κανείς να μάθει περισσότερα για τη τζαζ υπάρχουν πολλά βιβλία στα αγγλικά αλλά και στα ελληνικά – λ.χ. το Ανακαλύπτοντας την Τζαζ του Στίβεν Στροφ (Εκδ. Μέδουσα – Σέλας), αν πάλι θέλει να γνωρίσει την εποχή της υπάρχουν και τα διηγήματα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ με τίτλο Ιστορίες από την εποχή της jazz που κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2015 από τις εκδ. Σοφίτα, γράφτηκαν από τον διάσημο συγγραφέα όταν ακόμα ήταν φοιτητής στο Πρίνστον και περιγράφουν τη δεκαετία του ’20, δεκαετία που χαρακτηρίζεται από ανακούφιση για το τέλος του Μεγάλου Πολέμου και διαρκή αναζήτηση απολαύσεων, όπου όμως δύσκολα κρυβόταν η μελαγχολία της ματαιότητας και της αφέλειας.
Αν πάλι θελήσει κανείς να γνωρίσει μια κορυφαία εμπειρία ένωσης της τζαζ με τη λογοτεχνία πρέπει να (επιμείνει να) διαβάσει το απαιτητικό μυθιστόρημα Jazz (εκδ. Νεφέλη) της νομπελίστριας Τόνι Μόρισον. Είναι το δεύτερο βιβλίο μιας τριλογίας ιστορικών μυθιστορημάτων που πραγματεύεται την ιστορία των μαύρων Αμερικανών. Διαδραματίζεται και αυτό τη δεκαετία του 1920 με ήρωες ένα ζευγάρι μαύρων, τον Τζο και την Βάιολετ Τρέις και τις φοβερές περιπέτειές τους, σε μια εποχή που οι αντανακλάσεις της εποχής της δουλείας ήταν ακόμη ορατές δια γυμνού οφθαλμού, ενώ η λεγόμενη Μεγάλη Μετανάστευση από τον νότο στον βιομηχανοποιημένο βορρά δεν είχε καταφέρει να επιλύσει τα προβλήματά τους. Η Μόρισον επιλέγει αυτό τον τίτλο γιατί θέλει να εστιάσει όχι στη θυματοποίηση αλλά στο κορυφαίο επίτευγμα του αφροαμερικανικού πολιτισμού, τη δημιουργία δηλαδή ενός μουσικού κινήματος που έχει αφρικανικές ρίζες και δυτικές προσμίξεις, οδηγώντας σε παραγωγή ενός νέου πολιτισμικού προϊόντος που ήταν ταυτόχρονα και σήμα κατατεθέν, δημιουργούσε δηλαδή ταυτότητα και αξιοπρέπεια στους μόνιμα ταπεινωμένους και λοιδορημένους μαύρους πληθυσμούς.
[gallery link="none" columns="2" size="full" ids="48088,48089"]
Κάτι ενδιαφέρον είναι ότι έχουν γραφτεί πολλές μελέτες για τον τρόπο με τον οποίο η Μόρισον εισάγει μουσικά στοιχεία της τζαζ στο ύφος της γραφής της. Δεν είναι της στιγμής να επεκταθούμε σε αυτό, μπορούμε όμως κατ’ αναλογία να πάρουμε μια ιδέα διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα της σπουδαίας Μιμίκας Κρανάκη Contre – temps (εκδ. Κέδρος):«Ξέρεις Κυβέλη, εξακολούθησε, το κάθε τι στον κόσμο γίνεται παρά λίγο, κατά προσέγγιση, με αποζιατούρες… Κάτι χειρότερο. Γίνεται à contre –temps. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις. Όπως στη μουσική. Να, έρχεται άδοξα στην αδύνατη στιγμή, όταν δεν το ζητάς ακόμα ή δεν το ζητάς πια, κι έτσι πλέκεται, μια ατέλειωτη αξεδιάλυτη παρεξήγηση… Ο Χαρισιάδης θα μπορούσε θαυμάσια να παραστήσει τη ζωή σου σαν ένα θέμα με συγκοπές και αποζιατούρες. Αυτό, άλλωστε, είναι και το μεταφυσικό νόημα της τζαζ. Οι αντιχρονισμοί, που αποτελούν τη ρυθμική της βάση, καθώς και οι διαφωνίες στο αρμονικό επίπεδο, είναι ακριβώς η έκφραση αυτής της αλυσίδας των απωθήσεων και των πόθων που δεν μπορούν να συγχρονιστούν».Βιβλιοφάγος