"Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς, η
τζαζ μουσική άργησε πολύ να γίνει δεκτή από την κινηματογραφική βιομηχανία. Ακριβώς πριν από 80 χρόνια, το 1937, κυκλοφόρησε
ο πρώτος δίσκος, 78 στροφών τότε, που περιείχε
μουσική γραμμένη αποκλειστικά για ταινία (άλλη μία πρωτιά για την
Disney με τη «
Χιονάτη»)
Για να φτάσουμε όμως σήμερα, σχεδόν κάθε ατμοσφαιρικό σκορ που σέβεται τον εαυτό του να πατάει πάνω σε τζαζ μοτίβα που έχουν τουλάχιστον μισό αιώνα ζωής,
το σινεμά φλέρταρε με τη τζαζ με διαφορετικό τρόπο, μέσα στο χρόνο, καθώς πρακτικά και οι δύο μορφές Τέχνης (κινηματογράφος/μουσική) είχαν
παρόμοια εξέλιξη και κοινωνικό αντίκτυπο.
Στη δεκαετία του ’
20 και του ’
30, το
σουίνγκ, ως η πιο διαδεδομένη μορφή «
σύγχρονης» μουσικής έκανε εκατοντάδες χιλιάδες νέους σε Ευρώπη και Αμερική να χορεύουν, ενώ
οι αστέρες του είδους ήταν μαζικά δημοφιλείς, με αποτέλεσμα η συμμετοχή τους στις ταινίες να ήταν το ίδιο καταλυτικής σημασίας με αυτή των ηθοποιών-πρωταγωνιστών.
1929 και μία ιστορικής σημασίας ταινία μικρού μήκους προβάλλεται για πρώτη φορά: το "
Black And Tan", ένα
μίνι-μιούζικαλ διάρκειας μόλις 19 λεπτών, παρουσιάζει τον 30χρονο τότε
Duke Ellington, ήδη εμβληματική μορφή μιας μουσικής που είχε ξεκινήσει να γράφει τη δική της ιστορία, με σταθερές εμφανίσεις στο περιβόητο Cotton Club της Νέας Υόρκης, σε ένα αρκετά σχηματικό σενάριο που, από τη μία μεν διατηρούσε τους αφροαμερικανούς καλλιτέχνες σε ένα γραφικό ρόλο «διασκεδαστή», από την άλλη όμως δεν έπαυε να εστιάζει στη νέα καλλιτεχνική τομή του 20
ου αιώνα: τη τζαζ.
Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι κοινωνικές αλλαγές σύστησαν στην Τέχνη την έννοια του «
κοινωνικού μελοδράματος». Μπορεί το μιούζικαλ του Ντάνι Κέι «
A Song Is Born» του 1949 να φρόντιζε ώστε οι
Benny Goodman,
Louis Armstrong,
Lionel Hampton και
Tommy Dorsey, μεταξύ άλλων, να κάνουν το πέρασμά τους από τη μεγάλη οθόνη, ήταν όμως η έλευση του
φιλμ νουάρ αυτή που θα αγκάλιαζε σταδιακά τη τζαζ: οργανωμένο έγκλημα,
καπνισμένα μπαρ, μοναχικοί άνδρες με ένα ποτό στο ένα χέρι και ένα τσιγάρο στο άλλο,
μοιραίες γυναίκες – συνειρμικά και μόνον, αυτές οι λέξεις φέρνουν τζαζ ήχους στο μυαλό. Και αυτό δεν συμβαίνει τυχαία...
Όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, έτσι και εδώ, αν θέλουμε να αναζητήσουμε τον άνθρωπο κλειδί για την αρμονική συνύπαρξη εικόνας & τζαζ ήχου, θα πέσουμε πάνω σε έναν... Έλληνα. Ή έστω ελληνικής καταγωγής: ο
Ηλίας Καζάν, έχοντας ήδη δοκιμάσει ο ίδιος ως ηθοποιός το ρόλο ενός μουσικού σε μια ταινία του 1941 με τον εύγλωττο τίτλο “
Blues In The Night”, όταν αποφάσισε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το θεατρικό έργο του
Τενεσί Γουίλιαμς «
Λεωφορείον ο Πόθος», ήξερε ότι έπρεπε να καινοτομήσει και στη μουσική υπόκρουση: κάπου εδώ εμφανίζεται ο
Alex North, απόφοιτος του ξακουστού μουσικού κολλεγίου Julliard, που είχε επιστρέψει στην πατρίδα των γονιών του, τη Μόσχα, για να φοιτήσει και σε κονσερβατόριο εκεί. Ο νεαρός North, όμως, γρήγορα νοστάλγησε κάτι που δεν μπορούσε να βρει πουθενά στη Ρωσία εκείνη την εποχή: τη μουσική
τζαζ . Επιστρέφοντας στην Αμερική, γράφει το πρώτο «
κονσέρτο για τζαζ κλαρινέτο», έπειτα από σχετική ανάθεση του
Benny Goodman και με τις παρτιτούρες του για το «Λεωφορείον Ο Πόθος» θα κάνει τη μεγάλη τομή:
Όσκαρ μουσικής και, για πρώτη φορά, συνδυασμός της κλασικής μουσικής και της τεχνοτροπίας των Ευρωπαίων μουσουργών με τζαζ ενορχηστρώσεις και φυσικά ήχους της Νέας Ορλεάνης, στην οποία άλλωστε διαδραματίζεται και το έργο. To ημερολόγιο γράφει ακόμα 1951 και η ρηξικέλευθη τομή έχει γίνει. Μην ξεχνάμε ότι μέχρι τότε, ο
ρατσισμός υποχρέωνε τους αφροαμερικανούς να έχουν, στην καλύτερη, το ρόλο του αφελούς πιανίστα Σαμ στη Καζαμπλάνκα, το
Σωματείο Μουσικών του Χόλυγουντ δεν προέβλεπε παραθυράκι για να μπορούν οι τζαζ σολίστες να εισχωρήσουν στις τάξεις του, ενώ ακόμα και ταινίες που είχαν ως θέμα τους τη τζαζ σκηνή, παραπλανούσαν το μέσο θεατή με το να
παρουσιάζουν τις μπάντες εξ ολοκλήρου αποτελούμενες από λευκούς μουσικούς, κάτι φυσικά που δεν ίσχυε σε καμία περίπτωση.
Κι αν το 1955, ο
Elmer Bernstein προσέλαβε έναν λευκό τρομπετίστα από την Καλιφόρνια, τον
Shorty Rodgers, να τον βοηθήσει με τις τζαζ ενορχηστρώσεις του
The Man With The Golden Arm (με το
Frank Sinatra εξαιρετικό στο ρόλο ενός τοξικομανή ντράμερ), καθώς μέχρι τότε δεν ήταν καθόλου εξοικειωμένος με το ιδίωμα, το 1957 ο ίδιος συνθέτης θα έκανε αντίστοιχη πρόταση στον αφροαμερικανό
Chico Hamilton για τις ανάγκες του
Sweet Smell Of Success, ενώ ένα χρόνο αργότερα ο «πολύς» Ότο Πρέμινγκερ θα προσπερνούσε το συντηρητισμό του Χόλυγουντ και θα ανέθετε στον
Duke Ellington εν λευκώ το σάουντρακ της ταινίας «
Ανατομία Ενός Εγκλήματος» – παρά τα επτά Οσκαρ της ταινίας, εντούτοις,
ο Ellington αγνοήθηκε επιδεικτικά από την Ακαδημία και συμβιβάστηκε με ένα Γκράμυ, αλλά το νερό είχε μπει στο αυλάκι.
[gallery link="none" size="full" ids="48235,48236,48237"]
Όσο οι Αμερικανοί προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τις τεράστιες μορφές στο χώρο της κινηματογραφικής μουσικής, όλοι ευρωπαϊκής καταγωγής (Miklós Rózsa, Dimitri Tiomkin, Frank Waxman), με τη νέα γενιά συνθετών που πέρα από τον
Igor Stravinsky ήξεραν και τον
Art Tatum και είχαν περάσει πολλά βράδια στα κλαμπ του Χάρλεμ, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, η nouvelle vague δεν είχε τις ίδιες προκαταλήψεις να ξεπεράσει και το πάντρεμα της ασπρόμαυρης φωτογραφίας με τη τζαζ μουσική φάνταζε ως μία πολύ λογική σινεματική εξέλιξη: ο
Ροζέρ Βαντίμ κάλεσε στο Παρίσι τον
John Lewis και τους
Modern Jazz Quartet για το
No Sun In Venice. Ικανοποιημένος από το πείραμα έκανε το ίδιο μια διετία αργότερα με τους
Messengers του
Art Blakey, ενώ, φυσικά, ο Λουί Μαλ, πρώτος και καλύτερος, είχε διαλέξει τον
Miles Davis για να στοιχειώσει για πάντα με την τρομπέτα του το
Ασανσέρ Για Δολοφόνους. Ο Davis, εντυπωσιασμένος από τις ενορχηστρώσεις του «Λεωφορείον ο Πόθος»,
ήθελε να βγάλει το κινηματογραφικό του απωθημένο, προτού βαλθεί για την επόμενη πενταετία να αλλάξει για πάντα το πρόσωπο της τζαζ, συνδυάζοντας στοιχεία μαύρης και λευκής μουσικής, συνεργαζόμενος με τον λευκό Gil Evans στις ενορχηστρώσεις των δίσκων του που θα έφεραν κοντά το cool bop και τη συμφωνική μουσική, επηρεάζοντας όλους όσους είτε άκουγαν είτε έπαιζαν μουσική στα 60s.
[gallery link="none" size="full" ids="48240,48239,48238"]
Πλέον, στη δεκαετία του ’60, η τζαζ είχε περάσει και στο κινηματογραφικό mainstream:
David Amran,
Dizzy Gillespie,
Quincy Jones,
Krzysztof Komeda,
Sonny Rollins ήταν μερικοί μόνον από τους μουσικούς/συνθέτες που τοποθέτησαν δίπλα στην ορχήστρα και ένα ολιγομελές τζαζ σχήμα. Φυσικά, αυτό συνεχίστηκε και στις επόμενες δεκαετίες με ονόματα όπως
Stan Getz,
Herbie Hancock,
Dave Grusin,
Angelo Badalamenti,
John Barry,
Bernard Hermann,
Jerry Goldsmith δηλαδή ονόματα που είτε προέρχονταν από το χώρο της τζαζ είτε όχι, κατέφευγαν σε εκείνη για να συντηρήσουν τη noir ατμόσφαιρα που απαιτούσε ο εκάστοτε σκηνοθέτης. Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στον
Γούντυ Άλεν, που, ως γνήσιος φαν του είδους ο ίδιος αλλά και ερασιτέχνης κλαρινετίστας,
έχει πολλάκις ανατρέξει στην τζαζ για να «ντύσει» ηχητικά τις ιστορίες του, συχνά με φόντο το Μανχάταν. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα δεν είναι ακριβώς ταινία, αλλά… video game: 2011 και ο συνθέτης Andrew Hale, παλιός συνεργάτης της Sade γράφει ένα
συγκλονιστικό σκορ για το
L.A. NOIRE, ένα καταπληκτικό παιχνίδι που διαδραματίζεται στο Λος Αντζελες της δεκαετίας του ’40. Πρέπει να το ακούσετε για να το πιστέψετε, καθώς δεν είναι ένας απλός φόρος τιμής σε όλα τα φιλμ νουάρ του ’40, αλλά μία ολοκληρωμένη καλλιτεχνική κατάθεση.
[gallery link="none" size="full" ids="48243,48242,48241"]
Αυτό που κατάφερε η τζαζ στα μέσα του περασμένου αιώνα, δεν ήταν μόνον
να επιταχύνει την πλήρη αφομοίωση των αφροαμερικανών από το Χόλυγουντ, ούτε μόνον να κάνει τη θεματολογία των ταινιών πιο νεανική και πιο κοντά στη ζωή του δρόμου, παρά τις θεατρικές υπερβολές των πλούσιων μονοκατοικιών, ούτε το να κάνει την υπόθεση «σάουντρακ» πολύ πιο ελκυστική και με αντοχή σε αυτόνομη ακρόαση. Η πιο μεγάλη τομή ήταν το ότι έκανε τη μουσική πιο…
incidental. Το σκορ δεν ήταν πλέον «
φορεμένο» για να υπογραμμίσει τις κλιμακούμενες εντάσεις της πλοκής, αλλά
προερχόταν από την ίδια την ταινία: ένα πικάπ σε ένα σαλόνι, ένα τζουκμποξ σε ένα μπαρ, μία μπάντα σε ένα κλαμπ, ένα ραδιόφωνο στο βάθος… αυτές ήταν οι πηγές της μουσικής. Την άκουγε ο θεατής παράλληλα με τους ίδιους τους πρωταγωνιστές. Κι αν σήμερα κάτι τέτοιο φαντάζει απολύτως φυσικό, τότε δεν ήταν παρά… a jazz thing!
5 ταινίες jazz που πρέπει να δεις
- Jazz On A Summer's Day
Γυρισμένο το 1958 στο τζαζ φεστιβάλ του Newport, σε σκηνοθεσία του διάσημου, τότε, φωτογράφου μόδας Μπερτ Στερν, θεωρείται μέχρι σήμερα αξεπέραστο καθώς εναλλάσει σκηνές από τη θάλασσα που περιβάλλει το Rhode Island, τους μουσικούς Jimmy Giouffre, Thelonious Monk, Sonny Stitt, Dinah Washington, Gerry Mulligan, Louis Armstrong κ.α. επί σκηνής, καθώς και πλάνα από το κοινό του φεστιβάλ καθώς και… ιστιοπλοϊκούς αγώνες. 60 χρόνια μετά, παραμένει το ίδιο δροσερό, καλοκαιρινό και απολαυστικό – αναζητήστε τη συλλεκτική έκδοση που περιέχει και το soundtrack σε cd!
- Whiplash
«Ο Άντριου Νίμαν (Μάιλς Τέλερ) είναι ένας φιλόδοξος νεαρός ντράμερ της τζαζ που σπουδάζει σε ένα από τα καλύτερα μουσικά σχολεία της Αμερικής. Καθηγητής του είναι ο Τέρενς Φλέτσερ (Τζ. Κ. Σίμονς, βραβευμένος με Όσκαρ), ένας από τους πιο απαιτητικούς, σκληρούς και τελειομανείς μαέστρους της τζαζ. Η μέθοδος διδασκαλίας του είναι κάθε άλλο παρά συμβατική. Υπάρχουν όρια όταν προσπαθείς να αναδείξεις την τέλεια ερμηνεία;» Αυτό διαβάζουμε στην περίληψη της ταινίας που ξεπερνάει κατά πολύ το όριο ενός απλού φόρου τιμής στην κληρονομιά του Buddy Rich, του Gene Krupa Και του Max Roach. Θα το δείτε και η έννοια «ρυθμός» δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδια στη ζωή σας!
- Miles Ahead
Μία πρωτότυπη και διεισδυτική ματιά σε μία από τις σπουδαιότερες μορφές της μουσικής του εικοστού αιώνα, τον Miles Davis και συγκεκριμένα σε μία ιδιαίτερη περίοδο της καριέρας του, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 όταν και, επηρεασμένος από τα ναρκωτικά και τα παυσίπονα, εξαφανίζεται από τη δημόσια σκηνή. Τότε είναι που μπαίνει στη ζωή του ο Dave Braden, ένας μουσικός ρεπόρτερ που ξεκινά να ψάχνει μαζί του μια κλεμμένη κασέτα με σπουδαίες ηχογραφήσεις από το παρελθόν και μαζί αναζητούν τη λύτρωση, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Σπουδαίο και το σάουντρακ από τον συνθέτη
Robert Glasper.
- Born To Be Blue
O Ethan Hawke δεν υποδύεται απλά τον Chet Baker, αλλά…
γίνεται ο ίδιος ο θρυλικός τρομπετίστας, που στα sixties βλέπει τον εθισμό του στα ναρκωτικά να καταστρέφει τη λαμπρή καριέρα του και να θαμπώνει το άστρο του ως ένα μαζικό είδωλο που τα είχε όλα: τη φωνή, την εμφάνιση, το ταλέντο, την αποδοχή από τους αφροαμερικανούς συναδέλφους του.
- Jazz: A Film By Ken Burns
O δυο φορές υποψήφιος για Όσκαρ κινηματογραφιστής Ken Burns ξεκίνησε το 2000 ένα τιτάνιο έργο: να καταγράψει σε δέκα «επεισόδια» όλη την ιστορία της jazz, ξεκινώντας από το 1917 και ολοκληρώνοντας με το 2001. Συνολικής διάρκειας 20 ωρών, αυτό το μαραθώνιο ντοκυμαντέρ παραμένει μέχρι σήμερα ό,τι πιο πλήρες έχει προβληθεί στην οθόνη για την σπουδαία πολιτιστική κληρονομιά που ακούει στο όνομα jazz αλλά και όλα τα παρακλάδια ή συγγενικά είδη όπως blues, ragtime,swing, bebop, fusion, acid jazz κτλ. Η κασετίνα περιλαμβάνει 10 dvd, περισσότερες από 75 αποκλειστικές συνεντεύξεις με μορφές που στην πλειοψηφία τους δεν βρίσκονται στη ζωή, ενώ μόνον εδώ θα βρείτε συγκεντρωμένες 500 διαφορετικές μαγνητοσκοπήσεις διάσημων τζαζ σχημάτων επί τω έργω."
Σπήλιος Λαμπρόπουλος,
Εμπορικός Διευθυντής προϊόντων ψυχαγωγίας των Public