Περίληψη: Ο Γιάννης Ξανθούλης, αγαπημένος και πολυγραφότατος συγγραφέας, μίλησε στο Public Blog για το νέο του...
16 Νοεμβρίου , 2017 • 5 MINS READ
16 Νοεμβρίου , 2017 • 5 MINS READ
Περίληψη: Ο Γιάννης Ξανθούλης, αγαπημένος και πολυγραφότατος συγγραφέας, μίλησε στο Public Blog για το νέο του...
«...Σχέσεις «μίσους-αγάπης» κυριαρχούν με τους ήρωές μου και την αφεντιά μου. Τους αγαπώ και τους υποστηρίζω, έχοντας κατά νου να τους καταστρέψω με την πρώτη καλή ευκαιρία. Προχωρώντας η γραφή, τα αισθήματα αμβλύνονται, συγκρατώ τις διαθέσεις μου, αναβάλλω τα χειρότερα που ετοίμαζα γι’ αυτούς, προκύπτουν άλλες συναισθηματικές συντεταγμένες, αφοπλίζομαι από την αδυναμία τους, ώσπου, τέλος, αφήνομαι στα διλήμματά μου και τους παραδίδω στο έλεος των αναγνωστών… Από κει και πέρα γίνομαι παρατηρητής, συχνά εξοργισμένος που έδειξα τόση ελαστικότητα στις μεταξύ μας σχέσεις… Έχοντας, λοιπόν, ένα στοκ αμφίσημων αισθημάτων υπόσχομαι να συμπεριφερθώ πιο συνετά στο επόμενο βιβλίο… Και η ιστορία επαναλαμβάνεται… Αυτό συμβαίνει με συγγραφείς που δημιουργούν "πλάσματα" υποκατάστατα του εαυτού τους, έχοντας κινήσει νήματα που οι ίδιοι στη ζωή τους δεν μπόρεσαν ή δεν τόλμησαν να κινήσουν. Έτσι αναπόφευκτα οι "ήρωες" γίνονται ανταγωνιστικοί πρωτίστως με τον δημιουργό τους. Σε μένα το ζήτημα περιπλέκεται περισσότερο. Ίσως γιατί εκτός από την αμιγώς συγγραφική είχα κι άλλες ιδιότητες. Θεατρική, εικαστική, δημοσιογραφική και οσονούπω αυτοκαταστροφική. Τελικά κάποιο κύτταρο την τελευταία στιγμή λειτουργούσε διασωστικά…. Δεν ναρκισσεύομαι με τα ελαττώματά μου, αλλά, για να επιστρέψουμε στις σχέσεις συγγραφέα-ηρώων, ελπίζω να μου συμπεριφερθούν πιο κόσμια αν με συναντήσουν κάποιο σκοτεινό μυθιστορηματικό βράδυ στον δρόμο. Στο κάτω κάτω προσπάθησα να τους δώσω ζωή μέσα από περιπετειώδη προσωπικό ιδεοψυχαναγκασμό. Γιατί; Γιατί δεν περιμένω ποτέ τη «θεία έμπνευση» –αν υπάρχει– να μου χτυπάει την πόρτα. Εγώ, ο ίδιος, χτυπώ την πόρτα του γραφείου μου κι εφευρίσκω άμυνες – συχνά σαθρές– για να στρωθώ στη δουλειά. Χειρωνακτική, μοναχική, δύσκολη δουλειά. Από κει και πέρα ξεκινά το ταξίδι. Δεν υπάρχουν τοπία. Πρέπει να τα δημιουργήσω. Δεν υπάρχουν πρόσωπα με σαφή χαρακτηριστικά, άρα κι εκεί χρειάζεται μπόλικος κόπος και τρέλα. Κι όσο για τους χαρακτήρες πρέπει να τους ερωτευτώ και να τους θυμώνω που μου επέτρεψαν να ξεφύγω από τη ρουτίνα της ζωής μου. Γίνομαι δυστυχισμένος και εφευρετικός για λογαριασμό τους, αλλά, όταν σκεφτώ πως όλη τούτη η περιπέτεια είναι μονόδρομος… με ζώνουν τα φίδια. Παρ’ όλα αυτά αγωνίζομαι να κρατώ μια γερή φλούδα ψυχραιμίας επικαλούμενος τον «επαγγελματισμό» μου. Σιγά τα ωά! Τίποτα δεν στέκεται ικανό να με βγάλει από τον λαβύρινθο των λέξεων και των καταστάσεων που ντύνω τους ήρωες. Με ηρωισμό καταθλίβομαι αλλά προχωρώ…Στο τελευταίο βιβλίο "Εγώ, ο Σίμος Σιμεών" ένιωσα πως το ίδιο το βιβλίο, όταν άρχισε να αποκτά υπόσταση, με παρέσερνε χωρίς να ελέγχω απόλυτα τις καταστάσεις. Και επειδή λόγω χαρακτήρα συγχέω το δραματικό με το ευτράπελο, τα πράγματα δυσκόλευαν περισσότερο. Όσο για τον βασικό ήρωα, τον ενδεκάχρονο Σίμο του 1964 (την ίδια χρονολογία ήμουν 17 χρονών), είχα μαζί του ένα κοινό χαρακτηριστικό. Κι εγώ και ο Σίμος Σιμεών πιστεύαμε πως ΔΕΝ υπάρχουμε στην πραγματικότητα ΑΛΛΑ ότι είμαστε επινοημένα πρόσωπα κάποιου συγγραφέα, σκηνοθέτη ή Θεού που αργότερα θα του χρησιμεύαμε για βιβλίο, για ταινία ή σαν συστατικό κάποιας θεραπευτικής –στην καλύτερη των περιπτώσεων– αλοιφής! Ο Σίμος Σιμεών ευτυχώς είναι λιγότερο απόλυτος στην εμμονή του για το συγκεκριμένο θέμα απ’ ό,τι εγώ. Ίσως γιατί στη μακρινή μου νεότητα με στένευε υπερβολικά το οικογενειακό περιβάλλον, ο τόπος όπου ζούσα, τα στερεότυπα μιας επαρχίας δεκαετιών του ’50 και του ’60. Επέζησα τελικά δικαιωμένος, κυρίως στη φαντασία μου, κι έτσι προχώρησε η ζωή με απέραντες αλέες ερωτηματικών που άνθιζαν κάθε τόσο απρόβλεπτα λουλούδια. Τέτοια δάνεια προσπάθησα να προσφέρω και στον Σίμο Σιμεών χωρίς να παραβλέψω –άσχετα αν το κατάφερα– τις παραμέτρους της αγάπης που εισέπραξα και που τώρα σε προχωρημένη ηλικία ακόμη προσπαθώ να ταξινομήσω… με ένα πιο ήπιο αίσθημα δικαιοσύνης.»