Ο Δίας, ο Χριστός και ο Ευρωπαίος

Περίληψη: "Η καβαφική φράση «εν μέρει εθνικός, κ’ εν μέρει χριστιανίζων», χαρακτηρίζει την εποχή που έθεσε...

"Η καβαφική φράση «εν μέρει εθνικός, κ’ εν μέρει χριστιανίζων», χαρακτηρίζει την εποχή που έθεσε στο επίκεντρο του έργου του ο αλεξανδρινός ποιητής. Είναι για την ίδια ακριβώς εποχή που έγραψε και η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ το βιβλίο της «Από τον Δία στον Χριστό» που κυκλοφόρησε πριν από τρεις περίπου μήνες από τις εκδόσεις Gutenberg και το οποίο μιλάει συνοπτικά και εύληπτα για μια περίοδο με την οποία σπάνια ασχολούνται οι ιστορικοί: τους τέσσερις πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, την περίοδο της μετάβασης δηλαδή από τον αρχαίο κόσμο και τον πολυθεϊσμό, στον μονοθεϊσμό της χριστιανικής θρησκείας, περίοδο σύγχυσης και συνύπαρξης πολλών ειδών λατρείας. Όπως έχει πει ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, ρήση με την οποία ανοίγει το βιβλίο, «καθώς οι θεοί δεν υπήρχαν πια και ο Χριστός δεν είχε έρθει ακόμα, από τον Κικέρωνα μέχρι τον Μάρκο Αυρήλιο υπήρξε μια μοναδική στιγμή όπου ο άνθρωπος ήταν μόνος του». Σύμφωνα με τον Πολ Βαλερί, ρήση του οποίου, του 1922, επίσης θυμίζει η συγγραφέας, Ευρωπαίος είναι αυτός που στηρίχθηκε στην αρχαιοελληνική ορθολογιστική σκέψη, στη νομοθετική ρωμαϊκή προσφορά και στην ιουδαιοχριστιανική πνευματικότητα. Εκεί, λέει ο Βαλερί, όπου έχει απήχηση το όνομα του Μωυσή, του Αποστόλου Παύλου, του Πλάτωνα και του Σωκράτη, του Κικέρωνα και του Οράτιου, εκεί είναι Ευρώπη. Η συνάντηση, λέει τώρα η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, Αθήνας, Ρώμης και Ιερουσαλήμ έγινε για πρώτη φορά την εποχή που διερευνά το βιβλίο. Και πρόκειται για πολύ ενδιαφέρουσα και ρευστή εποχή. Για εποχή μετάβασης από ένα τρόπο ζωής σε έναν άλλον. Και αν γνωρίζουμε ποιο είναι το σημείο που ολοκληρώνεται η μετάβαση, δηλαδή το 385 μ.Χ., όταν ο Θεοδόσιος ορίζει το Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία του κράτους, δεν είναι εύκολο να προσδιορίσει κανείς τις απαρχές της. Είναι ίσως όταν ο Μέγας Αλέξανδρος απαίτησε τη θεοποίησή του, ακόμα και από τους Αθηναίους, που τον ονόμασαν Διόνυσο. Και όταν ο Διογένης Λαέρτιος, αντιδρώντας σε αυτό, ζήτησε από την αγορά των Αθηναίων να ονομαστεί και αυτός Σέραπις. Η απαξίωση της αρχαίας λατρείας είχε λοιπόν ξεκινήσει ήδη τον 4ο π.Χ. αιώνα. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρξε πάντως αρκετά ανεκτική. Παρόλο που μετά τη μάχη του Ακτίου (31 π.Χ.), η Ελλάδα, η Αίγυπτος και όλοι οι ελληνοποιημένοι πληθυσμοί υποτάχθηκαν οριστικά στους Ρωμαίους, υποταγή που έφτασε για ορισμένες περιοχές να διαρκέσει ακόμη και έξι αιώνες, σήμερα δεν μιλάμε για ρωμαιοκρατία ή για δουλεία, όπως κάνουμε για άλλες περιπτώσεις υποταγής. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το γεγονός ότι, αντίθετα με τους Εβραίους που εξεγείρονταν εναντίον των Ρωμαίων ασταμάτητα, οι Έλληνες ενσωματώθηκαν στη ζωή της Αυτοκρατορίας και ο συγχρωτισμός με τους Ρωμαίους έφερε μια νέα εποχή πνευματικότητας που ονομάστηκε ελληνορωμαϊκός πολιτισμός, στον οποίο άλλωστε θα στηριχθεί πολύ αργότερα και η Αναγέννηση. Οι αβεβαιότητες, πάντως, ίσως και εξαιτίας αυτής της χαλαρότητας, είναι πολλές, υπάρχει μία φιλολογία περί επερχόμενου τέλους του κόσμου, οι άνθρωποι καταφεύγουν συχνά στη μαγεία. Την οποία, βέβαια, θα καταδικάσει αργότερα ο Χριστιανισμός, έστω και αν σε ένα βαθμό την αντικαθιστά με τα δικά του θαύματα. Γεγονός είναι ότι με τους Ρωμαίους η Ευρώπη και η Ανατολική Μεσόγειος έζησαν την πρώτη τους παγκοσμιοποιημένη εποχή, με ελευθερία διακίνησης ανθρώπων και αγαθών, που προσπάθησαν να διευκολύνουν οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες φτιάχνοντας δρόμους και λιμάνια. Παράγονται οι πρώτοι χάρτες (επί Οκτάβιου συντάσσεται ο παγκόσμιος χάρτης του Αγρίππα), γίνεται εξερεύνηση τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης, πέρα από τις Ηράκλειες Στήλες (Γιβραλτάρ). Είναι μια συναρπαστική εποχή, «κοσμογονική» τη χαρακτηρίζει η 90χρονη βυζαντινολόγος με τη σπουδαία γαλλική καριέρα, είναι μια εποχή που διασταυρώνονται δύο κόσμοι: ο αρχαιοελληνικός που ζούσε πάντα στο παρόν και ο χριστιανικός που θα ζει πάντα στο μέλλον. Και είναι η εποχή που για πρώτη φορά οργανώνεται μελέτη του παρελθόντος, έστω και αν οι Χριστιανοί θέλουν να εκπροσωπούν έναν νέο άνθρωπο, που ξεκινάει από το μηδέν, χωρίς παρελθόν. Είναι η ίδια εποχή – εκεί, γύρω στο 2ο μ.Χ. αι. – που γράφονται τα πρώτα μυθιστορήματα – μυθιστορίες, θα τις λέγαμε καλύτερα –, είναι η ίδια εποχή που η εξέλιξη της τεχνολογίας επιτρέπει το πέρασμα από τη συλλογική στην ατομική ανάγνωση κειμένων – δημιουργούνται, με άλλα λόγια, οι πρώτοι αναγνώστες. Σε όλα αυτά θα προστεθεί η πίεση των «βαρβάρων», ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν οι Γότθοι ως πιο οργανωμένοι από άλλους «βάρβαρους» που, επιπλέον, ήταν νομάδες. Οι Γότθοι, γερμανικά φύλα που εγκαθίστανται και στις παραδουνάβιες περιοχές, ακόμα και στη Θράκη, έχουν στρατιωτική οργάνωση, αρχηγό με διαπραγματευτική φωνή, είναι άξεστοι αλλά και καλοί πολεμιστές, γίνονται εντέλει συνοριακοί φρουροί της αυτοκρατορίας και μπαίνουν για πρώτη φορά στο κάδρο της Ιστορίας, με σκοπό το δίχως άλλο να την κατακτήσουν. Το καταφέρνουν στο τέλος, παίρνοντας στα χέρια τους την εξουσία και το δυτικό κομμάτι της αυτοκρατορίας. Σε Κωνσταντινούπολη και Θεσσαλονίκη, πάντως, θα είναι εκείνοι που θα πέσουν θύματα πρωτοφανών σφαγών, το 399/400. Δύο χρόνια πριν, οι Γότθοι του Αλάριχου είχαν περάσει τις Θερμοπύλες και συλήσει τον Παρθενώνα. Δεκαπέντε χρόνια μετά, οι Χριστιανοί, παντοδύναμοι, λιντσάρουν την Υπατία. Μέχρι να συμβεί αυτό είχαν, βέβαια, και οι ίδιοι κυνηγηθεί πολύ. Η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ θυμίζει ότι αρχικά ήταν εκείνοι οι αποδιοπομπαίοι τράγοι για τα δεινά της αυτοκρατορίας, οι Εθνικοί τους κατηγορούσαν ότι στις συνάξεις τους γίνονταν αιμομιξίες αλλά και ανθρωποφαγίες με θύματα νήπια. Ό,τι δηλαδή ακριβώς θα αποδώσουν αργότερα οι Χριστιανοί στους Εβραίους, αφού πρώτα αντιστραφούν οι ρόλοι και αποδιοπομπαίοι τράγοι γίνουν οι Εθνικοί. Ο Εβραίος, βέβαια, αποδείχθηκε ο μακροβιότερος αποδιοπομπαίος τράγος. Η συγγραφέας δηλώνει ήδη στον πρόλογό της ότι παρά τη μεγάλη της εμπειρία στη χιλιόχρονη βυζαντινή ιστορία, δεν κατάφερε να απαντήσει σε ένα βασικό ερώτημα: πώς, πότε και γιατί αλλάζουν οι εποχές. Αν μη τι άλλο πάντως, με το βιβλίο αυτό των 144 σελίδων, καταφέρνει να δείξει με σαφήνεια, το γιατί δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις."

Βιβλιοφάγος