Οι
εκδόσεις Άγρα ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 1979. Μέχρι σήμερα έχουν εκδώσει περίπου
1350 βιβλία. Οι τίτλοι αυτοί καλύπτουν ένα μεγάλο εύρος θεματικών κατηγοριών: ελληνική και ξένη
πεζογραφία και
ποίηση,
θέατρο, δοκίμιο, παιδικό βιβλίο, αστυνομική λογοτεχνία, αρχαία ελληνική, λατινική και βυζαντινή γραμματεία,
βιβλία τέχνης, κείμενα για την τέχνη, τη φωτογραφία,
την αρχιτεκτονική, ζωγραφικά και φωτογραφικά λευκώματα και βιβλιοφιλικά φυλλάδια.
Από τους πρώτους τίτλους τους, οι εκδόσεις
ξεχώρισαν για το ιδιαίτερο ύφος και την αισθητική τους. Κύρια γνωρίσματά τους είναι η υψηλού επιπέδου τυπογραφία, ο συνδυασμός μονοτυπίας και
ηλεκτρονικής στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης και επεξεργασίας της εικόνας, χαρτιά ματ, άκοπες από πάνω σελίδες στα βιβλία με κείμενα, χρήση του
πολυτονικού συστήματος. Το 1983 χαρακτηρίστηκαν και βραβεύτηκαν στη Λειψία για τα βιβλία τους στο χαρακτηριστικό σχήμα 12x17,5 εκ. ως "
καλλιτεχνικές εκδόσεις τσέπης".
Συνέντευξη του εκδότη Σ. Πετσόπουλου στον Σπήλιο Λαμπρόπουλο, εμπορικό Διευθυντή Προϊόντων Ψυχαγωγίας των Public- Τι από αυτά που συναντήσατε τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της Άγρας το 1979/1980 νοσταλγείτε σήμερα και τι από αυτά που βιώνετε σήμερα θα θέλατε να είχατε τότε στα πρώτα βήματα;
Γενικώς, δεν είμαι άνθρωπος της νοσταλγίας. Άλλωστε είμαστε γεμάτοι με ωραία και ζωηρά σχέδια, πράγμα που δεν αφήνει χώρο στη νοσταλγία. Απλώς, εκείνα τα χρόνια υπήρχαν τεράστια κενά στην εκδομένη λογοτεχνία στην Ελλάδα, οπότε υπήρχε μεγάλο πεδίο επιλογής και ήταν πολύ εύκολη η πρόσβαση σε κείμενα σύγχρονων συγγραφέων. Ένας νέος εκδότης μπορούσε ευκολότερα να στήσει έναν υπέροχο κατάλογο τίτλων, φτάνει να το ήθελε. Επίσης, υπήρχε ένα άλλο ήθος στον κλάδο και καλύτεροι όροι οικονομικής συναλλαγής – αν και ποτέ αυτοί οι όροι δεν υπήρξαν ιδανικοί, με τον τρόπο των ευρωπαϊκών χωρών.
- Πέρα από το αισθητικό στίγμα και το γεγονός ότι η Άγρα δεν έχει επεκταθεί στο παιδικό βιβλίο, δεν θα λέγαμε ότι υπάρχει μία συγκεκριμένη ειδίκευση – σκεφθήκατε ποτέ να έχετε μία σταθερή κατεύθυνση σε ένα είδος, πχ noir, ή προτιμάτε να βγάζετε ένα βιβλίο με καθαρά ποιοτικά κριτήρια, ανεξαρτήτου ύφους ή προελεύσεως;
Δεν ισχύει ότι δεν έχουμε ασχοληθεί με το παιδικό βιβλίο, από νωρίς μάλιστα (τα τρίτομα άπαντα των Παραμυθιών των αδελφών Γκριμμ, τα παραμύθια του Περρώ με τις γνωστές γκραβούρες του Ντορέ, το
Πήτερ Παν με το πλήρες κείμενο, η σειρά «Καλυψώ» για μικρά παιδιά, τα παιδικά αστυνομικά της σειράς «Ο Μαύρος Γάτος» για ηλικίες 11-13 ετών, αλλά και το πρόσφατο βιβλίο της Χριστίνας Νάκου,
Ιστορίες της τέχνης για παιδιά).
Από την άλλη έχουμε σταθερές κατευθύνσεις σε διάφορα πολύ συγκεκριμένα είδη: ελληνική και παγκόσμια πεζογραφία και ποίηση, θέατρο, αυτοβιογραφίες αλλά όχι βιογραφίες, αλληλογραφίες λογοτεχνών, ερωτογραφήματα, δοκίμια, κυρίως λογοτεχνικά και πολιτικά, κείμενα περί τέχνης, βιβλία φωτογραφίας και τέχνης, αρχαία ελληνική και βυζαντινή λογοτεχνία, και βέβαια, η κλασική μας σειρά αστυνομικής λογοτεχνίας. Δεν είναι γενικώς και αορίστως βιβλία με ποιοτικά κριτήρια. Υπάρχει πάντα κάποιο επιχείρημα λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό με βάση κάποιες λογοτεχνικές, αισθητικές, ή ιδεολογικές εκτιμήσεις και επιλογές. Παραμένουμε πιστοί σε κάποιους συγγραφείς που διαπερνούν την ιστορία μας και δίνουν το στίγμα μας – και κυρίως σε κάποια κείμενα που διευρύνουν τα παραδεδεγμένα όρια. Π.χ. Εμπειρίκος και Καββαδίας, Στέφαν Τσβάιχ και Γιόζεφ Ροτ, Διονύσης Καψάλης και Παντελής Μπουκάλας, Θωμάς Κοροβίνης, Αντόνιο Ταμπούκι, Ζέμπαλντ, Γιάλομ, Σιμενόν, Χάισμιθ κ.ά. Δεν έχουμε περιορισμό στις εποχές και στους αιώνες, δεν αναζητούμε μια εύκολη επικαιρότητα. Στα χρόνια της κρίσης θεωρήσαμε απόλυτα επίκαιρο και αναγκαίο ένα κείμενο του 1480, το
Λόγος περί της αξιοπρέπειας του ανθρώπου του
Pico della Mirandola ή του Σπινόζα το
Περί της ελευθερίας της σκέψης σε ένα ελεύθερο κράτος του 1670 περίπου. Αγαπώ πολύ τα κείμενα συγγραφέων που διακυβευόταν η ζωή τους όταν τα έγραφαν.
- Υπάρχουν τίτλοι, όπως ο Υπέροχος Γκάτσμπυ, που κυκλοφορούν από πολλούς εκδότες. Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η δική σας έκδοση είναι η καλύτερη, πρωτίστως λόγω μετάφρασης. Πόσο σημαντική θεωρείτε την καλή μετάφραση σε ένα ξένο λογοτεχνικό έργο; Θεωρείτε ότι ο μέσος αναγνώστης την εκτιμάει; Ως επένδυση, σκεφθήκατε ποτέ να προτιμήσετε «φθηνότερες» μεταφράσεις;
Εξαρχής επιδιώξαμε σπουδαίες μεταφράσεις για τα κείμενά μας. Το δείχνουν εξάλλου τα πολλά μεταφραστικά βραβεία κάθε είδους με τα οποία έχουμε τιμηθεί εμείς και οι μεταφραστές μας. Δουλεύουμε σταθερά με ορισμένους μεταφραστές υψηλού επιπέδου και συχνά προσαρμοζόμαστε στον χρόνο διαθεσιμότητάς τους. Νομίζω ότι με κάποιους καλούς συναδέλφους με τους οποίους εβάλαμε ψηλά τον μεταφραστικό πήχυ, επηρεάσαμε θετικά το επίπεδο των ελληνικών μεταφράσεων στη δεκαετία του 1980. Και η λογοτεχνική κριτική άρχισε να ασχολείται με την ποιότητα των καλύτερων μεταφράσεων καθώς και οι αναγνώστες. Προσπαθούμε να δουλεύουμε με τους καλύτερους μεταφραστές αλλά και τυπογράφους, βιβλιοδέτες, διορθωτές, χωρίς το κριτήριο της πρόσκαιρης οικονομίας.
- Ποιο βιβλίο έχει εκδώσει άλλος οίκος και το έχετε ζηλέψει/θα θέλατε να είχατε προλάβει εσείς;
Πολλά, αλλά δεν ζηλεύουμε. Είμαστε χορτάτοι. Δεν προφταίνουμε να εκδώσουμε όλα όσα θα θέλαμε. Γι’ αυτό απορώ όταν συνάδελφοι τσαλαβουτούν στις λίστες των βιβλίων μας. Υπάρχουν τόσα ωραία που λείπουν, δεν χρειάζεται να αρπάζεις τους τίτλους άλλων. Όταν μου τέθηκε το ανάλογο ερώτημα από κάποια εφημερίδα στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ανέφερα τις
Αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο που είχε μόλις εκδοθεί. Αργότερα, ξαναμεταφράστηκε πολύ ωραία από τον πρόωρα χαμένο μεταφραστή και σπουδαίο φίλο Ανταίο Χρυσοστομίδη. Εμείς εκδώσαμε δύο άλλα ωραιότατα βιβλία του Καλβίνο, σε μεταφράσεις του Ανταίου, οπότε όλα καλά.
- Πέρα από τα βιβλία της, η Άγρα έχει περάσει στην ιστορία και για τους καλαίσθητους σελιδοδείκτες της, που έκαναν πολλούς αναγνώστες να τους συλλέγουν μανιωδώς. Μπορείτε να μας πείτε πώς ξεκίνησε αυτή η πρωτοβουλία και με ποιο σκεπτικό επιλέγατε τον πρωταγωνιστή και το απόφθεγμα κάθε σελιδοδείκτη;
Οι σελιδοδείκτες μας γίνονται στο περίσσευμα του χρόνου, και είναι το παιχνίδι μας στο ξεκίνημα ή στο τελείωμα κάποιας παρτίδας εξωφύλλων. Προσφέρονται στους αναγνώστες. Είναι ένα από τα δώρα μας. Προκύπτουν από αναγνώσεις βιβλίων, από λογοτέχνες που αγαπούμε, από φίλους, από ταινίες, ή άλλες απρόσμενες πηγές. Είναι συχνά ευτράπελοι κι άλλοτε σοβαροί, φιλοσοφικοί, ερωτικοί, ποιητικοί, με πολιτική χροιά, ή εκφράζουν τη διάθεση μιας στιγμής ή μια πολιτική επικαιρότητα. Τα τελευταία χρόνια, κάθε τόσο κάνουμε κάτι σε σχέση με το πολιτικό ψεύδος. Σταθερά ονόματα που επανέρχονται: Γούντυ Άλλεν, Γκράουτσο Μάρξ, Ανδρέας Εμπειρίκος. Προσπαθούμε το εκάστοτε πορτραίτο κάποιου συγγραφέα να ταιριάξει καλά με τη φράση του.
- Η Άγρα έχει στον κατάλογό της έργα συγγραφέων από όλο τον κόσμο, κυριολεκτικά. Πιστεύετε ότι υπάρχει κάποια συγκεκριμένη σχολή/χώρα συγγραφέων που συγκινούν πιο άμεσα το μέσο Έλληνα αναγνώστη ή υπάρχει κάτι άλλο που συνδέει τη γραφή του Γάλλου Σιμενόν, του Αμερικανού Ελρόυ, του Μεξικανού Φουέντες, του Κουβανοιταλού Καλβίνο με αυτή του Ηροδότου και του Εμπειρίκου;
Υπάρχουν πολλά υπόγεια ρεύματα που συνδέουν συγγραφείς και λογοτεχνίες διαφορετικών εποχών. Όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ξεκινήσαμε τους βυζαντινούς χρονογράφους, είχαμε ως παράδειγμα τα
Penguin Classics, όπου μπορούσε η Άννα Κομνηνή να εκδίδεται πλάι στον Μπαλζάκ και τον Ντοστογιέφσκι, τον Τζόυς, ή έναν Ιάπωνα ποιητή του 16
ου αιώνα. Θέλαμε λοιπόν να διαβαστεί η Άννα Κομνηνή από τους αναγνώστες μας πλάι στον Εμπειρίκο και τον Χένρυ Τζέημς ή τον Μπατάιγ. Αυτό το επιδιώξαμε με τον τύπο της κάθε έκδοσης, τις λογοτεχνικές μεταφράσεις των κειμένων, τα εξώφυλλα, τις εισαγωγές, ή τα επίμετρα που χρησιμοποιούσαμε. Και πέτυχε σε μεγάλο βαθμό. Η
Απόκρυφη ιστορία του Προκοπίου του 5
ου αιώνα συνδέθηκε με την πολιτική και οικονομική κατάσταση του τέλους της δεκαετίας του ’80 κι έγινε ευπώλητη. Ήταν η προσπάθεια να μεταδοθεί στους αναγνώστες μας η γοητεία που ασκούσαν σε μας κείμενα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Άλλωστε, αυτό ήταν και το πρώιμο επιχείρημα του Δ.Ν. Μαρωνίτη, που πρόσφατα χάσαμε, με την έκδοση του Ηροδότου, όπου ονόμασε τολμηρά τις αφηγήσεις «νουβέλες και ανέκδοτα» και τοποθέτησε τον Ηρόδοτο διαμιάς στον σύγχρονο διάλογο της λογοτεχνίας, βγάζοντάς τον από την μονομερή ιστορική και αρχαιογνωστική αντιμετώπιση. Κι αυτό το βιβλίο σημείωσε σημαντική βιβλιοπωλική επιτυχία.
- Έχετε εκδώσει ποτέ τίτλο γνωρίζοντας ότι δεν θα φέρει break even από τις πωλήσεις του, καθαρά επειδή θέλατε να το προσθέστε στον κατάλογο της Άγρας;
Πολλά βιβλία μας ούτε που φανταζόμαστε ποτέ ότι θα φέρουν
break even από τις πωλήσεις τους. Έχουν κόστος παραγωγής που δεν εισπράττεται, τουλάχιστον άμεσα. Είμαστε όμως ακόμα πιο «παράξενοι». Ενώ στην Αμερική τίτλοι που σε 2-3 χρόνια δεν πωλούνται ικανοποιητικά πολτοποιούνται, εμείς το περίφημο βιβλίο του
Marcel Duchamp Ο μηχανικός του χαμένου χρόνου, που έκανε 19 χρόνια να εξαντληθεί, το ξανατυπώσαμε. Ήταν πολύ πρώιμη για την Ελλάδα η στιγμή που το πρωτοεκδώσαμε. Αλλά αυτός είναι και ο ρόλος του καλού εκδότη, να προτείνει δηλαδή κείμενα και να ξαφνιάζει τον αναγνώστη και όχι να βγάζει τα αναμενόμενα. Γι’ αυτό και δεν νοιαζόμαστε για τις στατιστικές αναγνωσιμότητας. Πάντως, στην Ελλάδα με τη μικρή γλώσσα των 11 εκατομμυρίων κατοίκων, πολλές φορές εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν κείμενα για το κέφι τους, όποιο και αν είναι αυτό, γιατί δεν έχουν να λογοδοτήσουν σε κάποιο διοικητικό συμβούλιο, όπως γίνεται σε μεγάλες εκδοτικές επιχειρήσεις του εξωτερικού.
- Τα βιβλία σας εξακολουθούν και τυπώνονται στο πολυτονικό σύστημα. Πόσο απαιτητικό είναι αυτό διαχειριστικά (διορθώσεις, εκτυπώσεις, γραμματοσειρές) και για ποιο λόγο επιμένετε σε αυτό;
Δεν είμαστε οι μόνοι που χρησιμοποιούμε το πολυτονικό σύστημα. Είναι καμιά εικοσαριά οι εκδοτικοί οίκοι και τα περιοδικά που το χρησιμοποιούν σταθερά, ή έστω αν επιμείνει κάποιος συγγραφέας τους, κι αυτό χωρίς κανένα εθνικιστικό γλωσσικό επιχείρημα. Είναι τελείως διαφορετική η κουβέντα επ’αυτού. Βεβαίως και δυσκολεύει με τα χρόνια, αλλά από την άλλη, παρατηρούμε έναν αντιστρόφως ανάλογο πολλαπλασιασμό των πολυτονικών γραμματοσειρών που εμφανίζονται στην αγορά. Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, πιστεύουμε στον πλούτο που προσφέρει στη γλώσσα το πολυτονικό σύστημα, και την ομορφιά του για όποιον μπορεί να το εκτιμήσει. Άλλωστε, δεν ενοχλεί κανέναν, οι αναγνώστες μπορούν να διαβάσουν απρόσκοπτα κείμενα με αυτά τα παράξενα σημαδάκια που λέγονται βαρείες, οξείες, περισπωμένες, ψιλές, δασείες. Πάντως, για όποιον γνωρίζει έστω και λίγο το πολυτονικό, ένα οξυνόμενο «γιατί» στην αρχή μιας πρότασης, αντί για τη βαρεία, τον οδηγεί άμεσα στη γνώση ότι τρεις γραμμές παρακάτω θα βρει ένα ερωτηματικό, και θα διαβάσει εξαρχής ανάλογα την πρόταση.
- ἄγρα: η επιδίωξη, η αναζήτηση, η θήρα. Είναι το όνομα του εκδοτικού σας οίκου ενδεικτικό της προσέγγισής σας στο χώρο; Ποια ήταν η επιλαχούσα ονομασία που απορρίψατε το 1979;
Η ονομασία «Άγρα» δεν προέκυψε από μια εννοιολογική ερμηνεία της λέξης. Είναι ίσως πολύ πεζό, αλλά η οδός Άγρας ήταν ο πίσω δρόμος του σπιτιού μου, στο Καλλιμάρμαρο, και η πρώτη μας έδρα. Πέρα όμως από αυτή την οικειότητα, και ίσως την τεμπελιά να ψάξουμε παρακάτω, βρίσκω ότι είναι πολύ ωραίος ο ηχητικός συνδυασμός του γάμμα και του ρω με τα δύο άλφα. Άσε που αποδεικνύεται, χωρίς να το έχουμε επιλέξει, και εμπορικός, μιας και συχνά σε καταλόγους εκδοτών και εκθέσεων βιβλίου βρισκόμαστε πρώτοι στη λίστα. Γνωρίζετε τον κινηματογράφο «Ααβόρα»; Το όνομά του δεν σημαίνει τίποτα, αλλά είναι αδύνατον να τον ξεπεράσει κανείς στις λίστες των κινηματογράφων στις εφημερίδες – δύο άλφα και μετά βήτα! Αχτύπητο! Και κανένας δεν αναρωτήθηκε ποτέ τί σημαίνει. Βέβαια, συχνά σε δημόσιες υπηρεσίες και σε σούπερ μάρκετ μας γράφουν «αργά», οι «Εκδόσεις Αργά», κι εμένα, όταν μου κάνουν την τιμή να ασχοληθούν μαζί μου και δεν θυμούνται το όνομά μου, με αποκαλούν «ο Άγρας» ̶ και μου αρέσει. Υπάρχουν και διάσημοι προκάτοχοι του ονόματος, ο Καπετάν Άγρας και ο Τέλλος Άγρας! Κι ένα εργαλείο εξόρυξης δοντιών λέγεται όδοντ-άγρα... Κι εμείς που ασχολούμαστε με την τυπογραφία και τη γραφή αποτελούμε το πρώτο συνθετικό της λέξης Άγραφα! Δεν υπήρξε επιλαχούσα ονομασία.
Ευχαριστώ για τις ερωτήσεις.
[caption id="attachment_46479" align="alignnone" width="1036"]
Ο Σταύρος Πετσόπουλος παίζοντας πινγκ-πονγκ με τον Ίρβιν Γιάλομ, Νότια Γαλλία, 2011 (φωτό Ι.Δ.)[/caption]
Συνέντευξη του εκδότη Σ. Πετσόπουλου στον δημοσιογράφο Βύρωνα Κριτζά, για τα Public- Οι εκδόσεις Άγρα κλείνουν φέτος 38 χρόνια. Τι θα λέγατε πως έχει αλλάξει στο χώρο του βιβλίου μέσα σε αυτές τις δεκαετίες;
Βελτιώθηκε πολύ η ποιότητα των μεταφράσεων, της τυπογραφίας, και της επιμέλειας. Καλύφθηκαν πολλά βιβλιογραφικά κενά. Η ελληνική λογοτεχνία είχε πορευτεί ερήμην των μεγάλων έργων στη γλώσσα μας – ο
Μόμπυ Ντικ μεταφράστηκε και εκδόθηκε 130 χρόνια μετά τη συγγραφή του, και ο
Οδυσσέας του Τζόυς 75 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, ο Προυστ μόλις τώρα ολοκληρώνεται, κ.λπ., κ.λπ. Σήμερα σημαντικό μέρος της παγκόσμιας λογοτεχνίας μεταφράζεται πολύ σύντομα ή και ταυτόχρονα με τις ξένες εκδόσεις.
Από την άλλη, οι συνθήκες της αγοράς έχουν σκληρύνει πολύ. Και το κράτος έγινε αδυσώπητο απέναντι στο βιβλίο. Είμαστε η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα όπου καταργήθηκε η ενιαία τιμή του βιβλίου – η Νέα Δημοκρατία την κατήργησε αυθαίρετα την άνοιξη του 2014 και ο Σύριζα δεν την επανέφερε. Αντ’αυτού, έβαλε ΦΠΑ 24 % σε όλα τα στάδια της παραγωγής του βιβλίου. Και να φανταστεί κανείς πως χώρες όπως η Ιρλανδία – που μπήκε και βγήκε από την οικονομική κρίση – έχουν μηδενικό ΦΠΑ στο βιβλίο.
- Εσείς γιατί γίνατε εκδότης. Πώς σας ήρθε;
Στα 17-18 μου χρόνια γνώρισα τον θαυμαστό κόσμο των Εκδόσεων Κέδρος με τη Νανά Καλλιανέση και τους σπουδαίους συγγραφείς που συναντιόνταν στο πατάρι, και, μετά, τον τυπογράφο και βιβλιόφιλο εκδότη των «Κειμένων» Φίλιππο Βλάχο, που έφερνε νέον αέρα. Ήταν και πιο κοντά στη δική μου γενιά. Είπα ότι θέλω να ανήκω σε αυτόν τον κόσμο. Κι όταν βρέθηκαν κάποια χρήματα για την παραγωγή ενάμισι βιβλίου, χωρίς να το σκεφτώ πολύ, ξεκίνησα.
- Τι πιστεύετε ότι έφερε ο εκδοτικός σας οίκος στον χώρο του ελληνικού βιβλίου, που δεν υπήρχε προηγουμένως;
Όταν ξεκινήσαμε, θέλαμε να βγάλουμε βιβλία που αγαπούσαμε αλλά που δεν βλέπαμε να εκδίδονται από άλλους, ή, αν εκδίδονταν, έβγαιναν χάλια – σε κακές μεταφράσεις και με κακή τυπογραφία. Θέλαμε να αποτυπώσουμε στα βιβλία μας το κέφι και τη γοητεία που ασκούσαν πάνω μας. Εκείνα τα χρόνια εμφανίστηκαν και άλλα εκδοτικά σχήματα που κινήθηκαν παράλληλα με παραπλήσιους στόχους και όλοι δημιούργησαν μια ανάγκη για καλύτερα βιβλία. Πολλά βιβλία τη δεκαετία του ’70, στο όνομα ενός θολού προοδευτισμού, καταργούσαν την αισθητική και την ποιότητα, και ο Φίλιππος Βλάχος έθεσε το ζήτημα αισθητικής αρτιότητας του βιβλίου και ως πολιτικό ζήτημα. Ως μαθητής του, συντάχθηκα με αυτές τις απόψεις.
- Μια προτεραιότητα των εκδόσεων Άγρα ήταν πάντα η αισθητική. Σήμερα που οι εποχές είναι πιο στριμωγμένες, έχετε μπει στον πειρασμό να κάνετε «εκπτώσεις» και «προχειρότητες» σε σχέση με αυτό το θέμα;
Δεν γνωρίζουμε πώς να το πράξουμε. Και θα ήταν βλακεία να το μάθουμε τώρα.
- Ποιο βιβλίο βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο κομοδίνο σας;
Τέσσερα με πέντε βιβλία. Μου αρέσει να διαβάζω παράλληλα. Λαιμαργία. Τώρα, συμπτωματικά, διαβάζω στα γαλλικά το νέο βιβλίο του Μαροκινού συγγραφέα Μαχί Μπινμπίν (που θα παρουσιάσουμε σύντομα στην Αθήνα τον ίδιο και το βιβλίο του που εκδώσαμε πρόσφατα,
Τα Αστέρια του Σίντι Μουμέν), τον δεύτερο τόμο των
Δοκιμών του Σεφέρη, ένα τομίδιο με δύο γιαπωνέζικα ερωτογραφήματα με τον τίτλο
Το μυστικό του μικρού δωματίου, μια ημιτελή νουβέλα του Γιόζεφ Ροτ και κάτι διασκεδαστικούς αφορισμούς του Μαρκ Τουαίην.
- Πέρα από το όποιο οικονομικό όφελος, ποιο είναι το μεγαλύτερο κέρδος στη ζωή ενός εκδότη;
Το οικονομικό όφελος είναι έννοια σχετική. Όμως το κέρδος είναι ότι, όπως το’χω πει πολλές φορές, παίζεις με τα ακριβότερα παιχνίδια της βιτρίνας. Σου έρχονται στα χέρια, για να τα σχεδιάσεις και να τα επιμεληθείς, κείμενα και βιβλία που σου έχουν σημαδέψει τη ζωή, ή νέα βιβλία που σε ταρακουνούν. Κι έχεις εσύ ευθύνη απέναντι σε αυτά και στο αναγνωστικό κοινό για να τους δώσεις μορφή. Παίζεις με χρυσάφι. Κι εκεί που παραλαμβάνεις ένα τελειωμένο βιβλίο απ’το βιβλιοδετείο, κάποιο άλλο είναι στα μισά, κι ένα άλλο μόλις ξεκινάει, και κάποιο άλλο είναι στις συζητήσεις με τους φίλους και τους συνεργάτες. Δεν βαριέσαι ποτέ. Δουλεύεις πολύ, οι χρηματικές απολαβές είναι μικρές, αλλά κάνεις αυτό που πάντα ήθελες και σου προσφέρει χαρά.