12 Σεπτεμβρίου , 2016 • 4 MINS READ
Ο Ορχάν Παμούκ και ο αγώνας για την ελευθερία του λόγου.
Περίληψη: Σε μια συνέντευξή του το 2005, σε ελβετική εφημερίδα, ο Ορχάν Παμούκ είχε πει: «ένα εκατομμύριο...
Σε μια συνέντευξή του το 2005, σε ελβετική εφημερίδα, ο Ορχάν Παμούκ είχε πει: «ένα εκατομμύριο Αρμένιοι και τριάντα χιλιάδες Κούρδοι φονεύθηκαν στα χώματα της Τουρκίας, αλλά κανείς άλλος εκτός από μένα δεν τολμά να το πει». Δικαίως, κατά κάποιο τρόπο, γιατί υπήρχε φόβος. Ο ίδιος ο Παμούκ, μετά τη δήλωση αυτή δέχθηκε απειλές κατά της ζωής του ενώ σύρθηκε και στα δικαστήρια, με την κατηγορία της συνειδητής εξύβρισης της τουρκικής ταυτότητας. Εκείνος είπε τότε ότι αν η χώρα θέλει να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που ο ίδιος ολόψυχα επιθυμεί, θα πρέπει να ξεπεράσει αυτό το ταμπού.Παρόλο που κυνηγήθηκε πολύ, δεν σταμάτησε να παίρνει ανοιχτά θέση σε ό,τι θεωρούσε αντίθετο με τις πεποιθήσεις του, όπως έκανε άλλωστε και σε όλη του τη συγγραφική καριέρα, από τότε που ο λόγος του απέκτησε ισχύ. Ήταν ο πρώτος συγγραφέας στο μουσουλμανικό κόσμο που καταδίκασε τον φετφά κατά του Σάλμαν Ρούσντι το 1989, ενώ υπέγραψε πολύ αργότερα κείμενο υποστήριξης του Ρομπέρτο Σαβιάνο και καταδίκης της ιταλικής μαφίας που τον κυνηγούσε, μαζί με πέντε ακόμα νομπελίστες. Το 2013 υποστήριξε ανοιχτά τους διαδηλωτές της πλατείας Τακσίμ και φέτος, το 2016, υποστήριξε τον συγγραφέα Μουράτ Μπελγκέ που παραπέμφθηκε σε δίκη για εξύβριση του Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν προσέχει.Σε προ μηνών εκδήλωση προς τιμήν του στην Αθήνα, δεν έκανε ιδιαίτερα πολιτικά σχόλια, ενώ και τώρα για το πραξικόπημα και τη συμπεριφορά της κυβέρνησης Ερντογάν δεν έχει εκδηλωθεί. Έχει οπωσδήποτε βαρεθεί να τον κυνηγούν, χωρίς να υποτιμάται και η πιθανότητα βίαιων ενεργειών εναντίον του. Το 2006, όταν του απονεμήθηκε το Νόμπελ, ένα τουρκικό ακροδεξιό κόμμα είπε ότι θα… μηνύσει τη Σουηδική Ακαδημία για την επιλογή της ενώ αμέσως μετά του ζητήθηκε επίμονα να τοποθετηθεί στο θέμα της αναγνώρισης, από το γαλλικό κοινοβούλιο, των γεγονότων του 1915 ως γενοκτονίας.Αν μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι ο Παμούκ έχει κάποια στράτευση ως διανοούμενος, αυτή είναι στον τομέα της ελευθερίας της έκφρασης και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Όπου στα δικαιώματα του ανθρώπου συμπεριλαμβάνει και τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Είναι άλλωστε νοσταλγός του πολυπολιτισμικού παρελθόντος της Πόλης, όταν αρμένιοι, Εβραίοι, έλληνες συνυπήρχαν ειρηνικά με τους τούρκους, δίνοντας κοσμοπολίτικο αέρα στην πρωτεύουσα των αυτοκρατοριών.Είναι ενδιαφέρον, πάντως, να δει κανείς πώς, όλα αυτά, περνούν αδιόρατα αλλά καίρια στα έργα του, χωρίς ποτέ να αποτελούν βασικό τους θέμα. Στο μυθιστόρημά του «Κάτι παράξενο στο νου μου» που βγήκε πριν από μερικούς μήνες στα ελληνικά (από τις εκδόσεις Ωκεανίδα, σε μετάφραση, όπως πάντα, της Στέλλας Βρετού) μπορεί να δει κανείς με ευχέρεια τις προτεραιότητές του. Θέλοντας να αποτυπώσει τις φρενήρεις αλλαγές στο πρόσωπο της Κωνσταντινούπολης από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι το 2012, ο Ορχάν Παμούκ παρακολουθεί τη ζωή ενός φτωχού ανθρώπου από την Ανατολία, του Μεβλούτ Καράτας, που αφήνει την οικογένεια πίσω για να εργαστεί στα σοκάκια της Ισταμπούλ, ως γιαουρτσής και μποζατζής. Κουβαλούσε και πουλούσε δηλαδή στο δρόμο γιαούρτι και μποζά, ένα πηχτό ασιατικό ρόφημα από βρασμένο κεχρί, που μυρίζει ωραία και περιέχει λίγο αλκοόλ. Μέσα από τα μάτια του και τα μάτια των δικών του μαθαίνουμε πολλά για την Κωνσταντινούπολη και για τις συνήθειες των τούρκων, ενός λαού που έχει συνηθίσει να ζει, δεκαετίες τώρα, με πολιτικές αναταραχές. Μαθαίνουμε λ.χ. ότι οι δεξιοί είναι συνήθως πολύ θρησκευόμενοι και οι αριστεροί είναι συνήθως πολύ εθνικιστές. Ο Μεβλούτ και οι συγγενείς του κατοικούν σε δύο λόφους που ήταν χέρσοι, κρατική γη, και οι οποίοι γέμισαν αυθαίρετα μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Και καθώς παρακολουθούμε τις δύσκολες ζωές των ανθρώπων αυτών – ο Παμούκ επιλέγει να δείξει πώς ζει η φτωχολογιά και όχι η αριστοκρατία – παρακολουθούμε ταυτόχρονα και τα πολιτικά γεγονότα που τις σημαδεύουν. Μαζί με αυτά και την τύχη των μειονοτήτων. Ο Παμούκ δεν μασάει τα λόγια του. Λέει λ.χ. ότι στον έναν από τους δύο λόφους, τον Κιούλτεπε, κατοικούσαν Κούρδοι αλλά όταν έφτασαν εκεί, στις αρχές του ’70, η λέξη «Κούρδος» ήταν απαγορευμένη – δεν τη χρησιμοποιούσαν δημόσια ούτε οι ίδιοι οι Κούρδοι, λέει ο Παμούκ. Δεν έχει απολύτως κανένα πρόβλημα να καταδικάσει ρητά στο βιβλίο, τα γεγονότα του ’55 και του ’65, όταν οι Έλληνες, αλλά και άλλες μειονότητες, κυνηγήθηκαν και εκδιώχθηκαν από την Πόλη. Ακόμη και την εισβολή στην Κύπρο, για την οποία είναι πιο προσεκτικός, την περιγράφει σε δύο σελίδες του βιβλίου μέσα από τη στάση ανθρώπων που πανηγύριζαν για το γεγονός, αλλά ο τρόπος που το κάνει είναι τέτοιος που διαφαίνεται μέσα από τις γραμμές ότι ο ίδιος δεν συμμερίζεται ιδιαίτερα το πανηγυρικό κλίμα της εποχής.Ο Ορχάν Παμούκ είναι από εκείνους τους διανοούμενους που τραβάνε το δυσκίνητο τουρκικό καράβι προς την Ευρώπη, υπερασπιζόμενος ταυτόχρονα με σθένος τη διπλή της ταυτότητα, ως ανατολικής και δυτικής χώρας. Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς ότι η στράτευση στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας του λόγου, είναι κάτι μάλλον αυτονόητο, σχεδόν προφανές και εν πάση περιπτώσει λιγότερο περίπλοκο από την επιλογή πολιτικού στρατοπέδου, όπως αυτή ήταν σχεδόν υποχρεωτική για τους συγγραφείς στις μεγάλες ιδεολογικές διαμάχες του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Παρόλα αυτά δεν είναι πάντα εύκολη μια τέτοιου είδους στράτευση. Το γνωρίζουν όσοι έχουν συμμετάσχει ενεργά σε αγώνες για την ελευθερία και τη δημοκρατία με μεγάλες προσωπικές συνέπειες. Ειδικά όμως στην περίπτωση της Τουρκίας, η γειτνίασή της με καθεστώτα απολύτως δεσποτικά, καθιστά την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της ελευθερίας της έκφρασης, το αποφασιστικό εκείνο πεδίο της μάχης όπου κρίνεται το προς τα πού θα γείρει η πλάστιγγα. Ακόμη περισσότερο, όταν οι πολλοί, όπως πάντα, είναι άτολμοι."Βιβλιοφάγος