Ο Ζορζ Σιμενόν τριάντα χρόνια μετά

Περίληψη: Αυτό που λέγεται πια για τον Ζορζ Σιμενόν, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του,...

Αυτό που λέγεται πια για τον Ζορζ Σιμενόν, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του, είναι ότι η πρωτοφανής επιτυχία των μυθιστορημάτων του και μάλιστα των αστυνομικών, δεν οφείλεται τόσο στην πλοκή τους, την οποία ποτέ δεν θέλησε να κάνει ιδιαίτερα πολυδαίδαλη, όπως κάνουν αρκετοί σημερινοί συγγραφείς. Οφείλεται περισσότερο στους πολύ έντονους χαρακτήρες του, τους ανθρώπινους τύπους που τους ξεψαχνίζει εσωτερικά, φιλοτεχνώντας το ψυχολογικό τους πορτρέτο ώστε να βρει και τις ρίζες των κινήτρων τους. Οφείλεται επίσης στις περιγραφές τοπίων και τόπων, περιγραφές ολόκληρων κοινωνιών, είτε πρόκειται για τους κατοίκους μιας συνοικίας σε μεγάλη πόλη, με τη ζωηρή περιγραφή της καθημερινότητας, είτε πρόκειται –αρκετά συχνά- για μικρές πόλεις της επαρχίας, όπου αποκαλύπτει την ωμότητα των ηθών απλών ανθρώπων ή τα μυστικά, τις ίντριγκες και τις μικροπρεπείς συμπεριφορές μιας επαρχιακής μπουρζουαζίας, που θέλει να λογίζεται ως κάτι το σημαντικό και σπουδαίο. Ο Ζορζ Σιμενόν μπορούσε, όπως έλεγε και ο ίδιος, να γράψει ένα μυθιστόρημα μέσα σε έντεκα μόλις μέρες. Το ζήτημα, ωστόσο, είναι ότι υπήρξε ένας βαθύς γνώστης της ζωής, της ζωής μάλιστα του περιθωρίου, του πεζοδρομίου, της πορνείας και γενικά της νύχτας στην οποία εντρύφησε από τα πολύ νεανικά του χρόνια. Γεννημένος στο Βέλγιο, στη Λιέγη, παράτησε το σχολείο στα δεκαπέντε του και μετά από κάποιες μικροδουλειές (λ.χ. βοηθός ζαχαροπλάστη) έγινε από τα 16 του ρεπόρτερ. Δημοσιογράφησε σε μια πολύ συντηρητική εφημερίδα όπου, πάντως, έμαθε να γράφει γρήγορα και περιεκτικά. [gallery columns="1" size="full" ids="59104"] Η γνωστή συγγραφέας και δημοσιογράφος Κολέτ θα τον σπρώξει αργότερα στη λαϊκή λογοτεχνία, ωθώντας τον να αφήσει τις όποιες βλέψεις του για πιο mainstream συγγραφική καριέρα. Η τριβή με τους καθημερινούς ανθρώπους και ιδίως με τους ανθρώπους της νύχτας τον είχε οπλίσει με τεράστια εμπειρία και γνώση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, άρα η ταχύτητα με την οποία έγραφε οφειλόταν και σε ένα απόθεμα εντυπώσεων, βιωμάτων, εικόνων που είχε συσσωρεύσει και μάλιστα με απίστευτη ταχύτητα, πολύ πριν συμπληρώσει τα τριάντα του χρόνια. Άρχισε να γράφει κοντά στα είκοσι και ο πρώτος του Μαιγκρέ εμφανίστηκε όταν ήταν είκοσι πέντε ετών. Ταξίδεψε επίσης πολύ, έμεινε σε πύργους, έχτισε παλάτια, τα εγκατέλειψε, ξαναγύρισε σε πιο λαϊκές γειτονιές.Παντρεύτηκε αρκετές φορές αλλά, ούτως ή άλλως, αυτό ήταν αποσυνδεδεμένο από τη σεξουαλική του ζωή καθώς, αν πιστέψουμε τα όσα ο ίδιος έχει γράψει, είχε πάει με πολλές χιλιάδες γυναίκες, ανάμεσα στις οποίες και με χιλιάδες εκδιδόμενες. Επίσης είχε ταξιδέψει πολύ και, είναι χαρακτηριστικό, ότι στα έργα του περιγράφονται περί τις 1800 τοποθεσίες. Ο Σιμενόν ήταν, άλλωστε, πρωταθλητής των αριθμών: εκτός από τα βιβλία του με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Μαιγκρέ (75 μυθιστορήματα και 28 διηγήματα) έγραψε 193 ακόμα μυθιστορήματα και 158 διηγήματα καθώς και πολλά αυτοβιογραφικά αφηγήματα με το όνομά του, καθώς και 176 μυθιστορήματα και δεκάδες διηγήματα με είκοσι επτά διαφορετικά ψευδώνυμα! Είναι ο πιο πολυδιαβασμένος Βέλγος συγγραφέας και τα βιβλία του υπολογίζεται ότι έχουν τυπωθεί σε 550 εκατομμύρια αντίτυπα. Επίσης είναι ο τρίτος πιο πολυμεταφρασμένος γαλλόφωνος συγγραφέας μετά τον Ιούλιο Βερν και τον Αλέξανδρο Δουμά. Εξάλλου γυρίστηκαν 187 ταινίες βασισμένες σε έργα του. Στην Ελλάδα οι εκδόσεις Άγρα έχουν κυκλοφορήσει πάνω από είκοσι βιβλία του Σιμενόν, όλα σε μετάφραση της Αργυρώς Μακάρωφ. [gallery size="full" ids="59096,59092,59097"] Τα οκτώ είναι της σειράς του Μαιγκρέ και τα υπόλοιπα από το λεγόμενο «σκληρό» έργο του, που παρότι επισκιασμένο, δεν είναι λιγότερο σημαντικό – αρκεί να θυμηθούμε τίτλους όπως «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» και «45 βαθμοί υπό σκιάν». Οι δύο πιο πρόσφατες κυκλοφορίες έργων του στα ελληνικά είναι για διαφορετικούς λόγους εξίσου σημαντικές. Το μυθιστόρημα «Ο Μαιγκρέ φοβάται» που γράφτηκε το 1958 και κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2015, είναι προϊόν της παραμονής του για αρκετά χρόνια στη Λα Ροσέλ, στον Ατλαντικό (δυτική Γαλλία). Εκεί πέρασε όλη την Κατοχή (έμεινε από το 1938 μέχρι το 1945) και στο συγκεκριμένο βιβλίο περιγράφει με μελανά χρώματα την τοπική αριστοκρατία. Αυτό ωστόσο δεν εμπόδισε τη δημοτική αρχή να δώσει το όνομά του, ενόσω μάλιστα εκείνος βρισκόταν εν ζωή, σε μια μεγάλη αποβάθρα στην οποία ελλιμενίζονταν ακριβά γιοτ. Όπως δεν εμπόδισε και αρκετούς να του ασκήσουν αυστηρή κριτική για τη συμπεριφορά του στη διάρκεια του πολέμου: κάποιοι έφτασαν να του προσάψουν συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής (κάτι όμως που δεν φαίνεται να τεκμαίρεται), ενώ άλλοι του προσήψαν τρυφηλή ζωή σε εποχή συσσιτίων. Όπως και να 'χει, το μεταπολεμικό κλίμα δεν φαίνεται να τον σήκωνε εκεί με αποτέλεσμα να πάρει την απόφαση να φύγει για τον Καναδά και από εκεί για τις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να βρεθεί και πιο κοντά στο χολιγουντιανό όνειρο το οποίο, όμως, παρά την πολλά υποσχόμενη υποδοχή, δεν ευοδώθηκε εντέλει. [gallery columns="1" size="full" ids="59093"] Όσο για το βιβλίο του «Πεντιγκρή», που κυκλοφόρησε στα ελληνικά μόλις προ ολίγων μηνών, έχει και αυτό ιδιαίτερη θέση στο έργο του Σιμενόν. Πρόκειται για πολυσέλιδο έργο που συχνά οι Γάλλοι αποκαλούν μυθιστόρημα ενώ στην ελληνική έκδοση έχει τον υπότιτλο «Μυθιστορηματική αφήγηση των νεανικών χρόνων». Ο Σιμενόν το ολοκλήρωσε το 1943 και το δημοσίευσε το 1945. Είχε προηγηθεί μία λάθος διάγνωση γιατρού το 1941 που έλεγε ότι ο Σιμενόν είχε μόνο δύο χρόνια ζωής – τελικά πέθανε το 1989, σε ηλικία 86 ετών. Οι μελετητές του έργου του μεγάλου Βέλγου συγγραφέα μιλούν για «το σημαντικότερο μυθιστόρημα που ενέπνευσε ποτέ η Λιέγη». Και, πράγματι, το «Πεντιγκρή» αποτελεί όχι μόνο αφήγηση της πρώτης νεότητας του συγγραφέα αλλά και μια ολόκληρη κοινωνιολογική τοιχογραφία της γενέθλιας πόλης του. Ίσως αυτή η διάγνωση να βρίσκεται και πίσω από τη μεγάλη του παραγωγικότητα στα χρόνια του πολέμου – όχι, βέβαια, πως θα μας εξέπληττε αν την είχε και χωρίς τη διάγνωση. Έγραψε πάντως είκοσι μυθιστορήματα εκείνα τα χρόνια, ανάμεσά τους μάλιστα και μερικά από τα καλύτερά του. Και αν δεν υπήρξε συνεργάτης (όπως ο αδελφός του που πήγε εθελοντικά στα SS), πάντως αρνήθηκε βοήθεια σε εβραίους Βέλγους πρόσφυγες και δεν αρνήθηκε δημοσιεύσεις σε γερμανικά έντυπα. Η πολιτική, ούτως ή άλλως, τουλάχιστον στην καθημερινή της εκδοχή, φαίνεται να είναι εκτός του ραντάρ των ενδιαφερόντων του. Εκείνος ενδιαφέρεται πιο πολύ για τη μυθοπλασία παρά για την πραγματικότητα. Και όπως έλεγε όταν ήταν στις ΗΠΑ, ευτυχώς εκεί «δεν υπάρχουν λογοτεχνικά καφενεία όπου διανοούμενοι αφηγούνται μυθιστορήματα που ποτέ δεν θα γράψουν». Αν μη τι άλλο, ο Σιμενόν έγραφε. Συνέχεια. Και παρά τις κάποιες λογοτεχνικές αστοχίες λόγω ποσότητας, έγραφε κατά κανόνα και πάρα πολύ καλά.

Βιβλιοφάγος

Δείτε εδώ όλα τα βιβλία του Ζορζ Σιμενόν που φιλοξενούν τα Public.