Περίληψη: Με αφορμή την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Χωροχρόνου Λόγος», ο Σταύρος Βιτάλης αρθρογραφεί στο Public Blog και μιλά για τον επαναστατικό λόγο.
6 Οκτωβρίου , 2022 • 6 MINS READ
6 Οκτωβρίου , 2022 • 6 MINS READ
Περίληψη: Με αφορμή την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Χωροχρόνου Λόγος», ο Σταύρος Βιτάλης αρθρογραφεί στο Public Blog και μιλά για τον επαναστατικό λόγο.
Ο Σταύρος Βιτάλης, μέσα από την ανατρεπτική ποιητική συλλογή «Χωροχρόνου λόγος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Hilarion, φέρνει στην επιφάνεια ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Ανατρεπτικός είναι ο λόγος τους γιατί ανατρεπτικός είναι και ο ίδιος. Μάλιστα, τη Δευτέρα 10 Οκτωβρίου θα βρίσκεται στο Public Συντάγματος για να μας παρουσιάσει από κοντά τη νεότερη συλλογή. Πριν από την εκδήλωση, όμως, ο Σταύρος Βιτάλης αρθρογραφεί στο Public Blog. Μας μιλά για τη γραφή, τον λόγο, την ποίηση, την αλήθεια και την επανάσταση που κρύβουν μέσα τους. Αποκαλύπτει τις λογοτεχνικές συναντήσεις του με μεγάλους ποιητές, που από πολλούς έχουν χαρακτηριστεί «καταραμένοι». Τον ίδιο χαρακτηρισμό θα μπορούσε να προσδώσει κανείς και στα ποιήματα του Σταύρου Βιτάλη. Πώς να μην ταυτιστεί με το έργο ποιητών όπως ο Καβάφης και ο Καββαδίας λοιπόν; Ας διαβάσουμε όσα μας αφηγείται ο Σταύρος Βιτάλης.
Ακολουθεί το κείμενο του Σταύρου Βιτάλη
Κοιτώντας κανείς πίσω στη διαδρομή της ζωής του, να δει τα κεριά του Καβάφη να σβήνουν ένα-ένα, προσπαθεί καμιά φορά να ξεχωρίσει αυτά που έλαμψαν περισσότερο από τα άλλα. Όχι για κάποιον λόγο ιδιαίτερο υποθέτω, αλλά για να κρατήσει όσο μικρότερη απόσταση γίνεται, από τον χωροχρόνο και τις αναλαμπές του.
Κάπου το 1972, γνωρίστηκα με τον Κόλλια. Τον ποιητή της θάλασσας. Τον Νίκο Καββαδία. Έμεινα έκπληκτος από το ταξίδεμα, την αλμύρα, τη μοναξιά, τη νοσταλγία αλλά και τους ανεκπλήρωτους έρωτες του μοναχικού «μαρκόνι». Έμεινα έκπληκτος από τη γραφή του. Και μαζί με τη γραφή αυτή, τις γραφές όλων των «καταραμένων» μοναχικών γραφιάδων.
Ακόμη δεν καταλαβαίνω γιατί με έλκει σαν σε πτώση σε γκρεμό αδυσώπητο, ο Λόγος. Ιδιαίτερα αυτός που τον αποκαλούν «σκοτεινό». Ο αβυσσαλέος μυστικισμός του Ντοστογιέφσκυ, του Παπαδιαμάντη, της Ντίκινσον, του Ρεμπώ, του Μποντλέρ, του Καρυωτάκη, του Μαγιακόφσκυ, του Κ.Π. Καβάφη. Και κάθε φορά η απάντηση έρχεται σαν ηχώ, μέσα στους διαύλους του νου: Δεν είναι τα πρόσωπα που σου γνέφουν καλωσορίσματα. Είναι ο Λόγος τους που σε τραβάει, νεοδυμίου μαγνήτης. Γιατί εν αρχή ήτο ο λόγος, και ο λόγος αυτός εξήλθε μέσα από τα σπλάχνα του Όντος, από τη νομοτελειακή, ύστατη ανάγκη του να Υπάρξει. Και έτσι, γεννήθηκε το φως και η ζωή.
Ο Λόγος λοιπόν, αυτός καθ’ εαυτός, είναι ο στυλοβάτης του νοήματος της υπόστασης. Γιατί αυτός ταυτόχρονα είναι και η αλήθεια. Η συμπαντική αλήθεια του Θεού, αυτήν που ολοένα ψαχουλεύει η διαλεκτική του μεγάλου μας Δασκάλου, αυτού που πότισαν με κώνειο. Που όπως το τόξο το ουράνιο, τρέχοντας νομίζεις πως θα φτάσεις στις βάσεις των άκρων του, που όμως ολοένα χάνεται. Χωρίς ωστόσο για κλάσμα δευτερολέπτου να μην σου καταδεικνύει και αποδεικνύει πως είναι Ην, Ον, κι Ερχόμενον. Πως τα χρώματά του είναι εκεί. Για να σου θυμίζουν πως ο Λόγος, είναι σαν και αυτό, γραμμένος στον Ουρανό. Χρώματα απίστευτα πολλαπλά, παιχνιδίζοντα, χαρούμενα, νεογέννητα, όπως και η ποίηση, που υπάρχει εκεί, γιατί πρέπει να υπάρχει. Γιατί η ποίηση είναι μια χαρακιά στον ουρανό.
Για να ξεχυθεί το φως μέσα από αυτήν, μετά το σκοτάδι της καταιγίδας. Και να θυμίσει πως ο Λόγος, ήταν, είναι και θα είναι εις τον αιώνα των αιώνων, η ανώτατη κλίμακα, το κορυφαίο πλατύσκαλο των δυνατοτήτων του πεπερασμένου επεξεργαστή/εγκεφάλου του homo sapiens, πάνω στο οποίο μπορεί να σταθεί το πρωτεύον θηλαστικό. Μόνο που για να ανοίξει η χαραμάδα, χρειάζεται χειρουργικό εργαλείο: Την Ποίηση. Που πονάει καθώς τέμνει το σκοτεινό δέρμα του Όντος. Κι έτσι, ακόμη κι αν φαίνεται πικρόχολη, σκοτεινή, καταραμένη, ή ακόμη και αναζητούσα καινά δαιμόνια, είναι η πεμπτουσία της ίδιας της αγωνίας του ανολοκλήρωτου πνεύματο-υλικού όντος: Του ανθρώπου.
Ούσα η ανώτατη μορφή έκφρασης του πνεύματος η ποίηση, και από τη στιγμή που επιλέγει κανείς την αγωνιώδη της μορφή, πρέπει να αποδεχθεί το ανύπαρκτο βάρος της υλικής του υπόστασης. Υπ’ αυτήν την έννοια, άνω θρώσκει σε προσευχή ατέρμονα, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να είναι ως έτοιμη από καιρό, να βρεθεί στην καρδιά του κυκλώνα. Και ως φτερό που είναι, να χαθεί μέσα στην αγριότητα της ανύψωσης, στη στρατόσφαιρα κι’ επέκεινα στα βάθη του χωροχρόνου.
«Η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε», έγραψε ο Κώστας Καρυωτάκης. Ωστόσο ο ποιητής στην τελευταία πριν την αυτοχειρία επιστολή του στοιχειοθετεί την αντίφαση: «Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι».
Πώς ερμηνεύεται η αντίφαση αυτή; Θα υποστήριζα πως είναι το συναμφότερον. Είναι μια σχέση διαρκούς παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο και την ίδια ώρα, απαρνησάσθω εαυτόν και όδευε στις ατραπούς προς την κορυφή του όρους, κρατώντας γερά στους ώμους σου, στη σκέψη σου τον Λόγο, την Ποίηση.
Αξίζει τελικά τον κόπο να αγωνίζεται κανείς, με δεδομένη την θέση του Καρυωτάκη, πως η «ζωή είναι παιχνίδι χωρίς ουσία;». Τι απαντάει ο ποιητής στον Λεωνίδα; Στον Καραϊσκάκη; Στον Νικηταρά; Αυτούς που ο άλλος «καταραμένος», Κ.Π. Καβάφης, τους τιμά; «Τιμή σε αυτούς που τη ζωή τους όρισαν να φυλάνε Θερμοπύλες;». Είναι τελικά η αλήθεια επαναστατική; Είναι η αλήθεια ωφέλιμη για τους Λαούς του κόσμου; Είναι τελικά η αλήθεια απελευθερωτική;
Ο Ποιητικός Λόγος, αυτός καθ’ εαυτός, είναι αληθινός. Ή τουλάχιστον, αφού αναζητά την αλήθεια ανασκαλεύοντας τον σύμπαντα κόσμο, και ανοίγοντας με την ποίηση ρωγμές και χαρακιές στους ουρανούς, θα πρέπει να είναι αληθινός. Υπ’ αυτήν την προσέγγιση, η ποίηση, ως ανώτατη μορφή έκφρασης του Λόγου, είναι αυτομάτως και ανώτατη μορφή έκφρασης της αλήθειας και κατά συνέπεια ανώτατη μορφή έκφρασης της διαρκούς Επανάστασης, της διαρκούς απελευθέρωσης. Για να δούμε μερικές σχετικές αναφορές:
Είναι ιδιαίτερα εύκολο θα έλεγα να ανατρέψει κανείς τον σκοτεινό λόγο του καταραμένου ποιητή και να διαπιστώσει πως η πλέον ατσάλινη τοποθέτηση σαφούς αντίστασης, απέναντι στη σκλαβιά των Λαών από τα εκάστοτε συστήματα, είναι δική του. Αναφέρομαι και πάλι στον Καρυωτάκη:
Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
Λευτεριά λευτεριά θα σ’ αγοράσουν,
έμποροι και κονσόρτσια…
Θα μπορούσα να φέρω πολλά παρόμοια παραδείγματα από τους καταραμένους φίλους μου. Παραδείγματα που δείχνουν, πως κινούνται μεταξύ ερέβους και φωτός. Πως το ανολοκλήρωτο, είναι ταυτόχρονα και ο δρόμος για την Ιθάκη, η οποία όμως «δεν σε γέλασε γιατί σου πρόσφερε το ωραίο ταξίδι».
Ο ποιητικός λόγος υπήρξε πάντοτε, ακόμη και στην σκοτεινή ή καταραμένη του διάσταση, διαχρονικά και ιστορικά επαναστατικός. Και αυτό γιατί ως εργαλείο διαλεκτικής, αναζήτησης δηλαδή της αλήθειας, λειτούργησε ως βάθρο επαναστατικής ανάτασης. Και δεν αναφέρομαι φυσικά σε κατ’ εξοχήν επαναστάτες/ποιητές όπως ο Ρήγας Φεραίος, ο Χρίστο Μπότεφ, ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκυ, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος, κ.λπ. κ.λπ., αλλά στους «σκοτεινούς» ή «καταραμένους» ποιητές. Και προς μία ακόμη στήριξη της προσέγγισής μου, να δώσω ένα ακόμη παράδειγμα αντιστασιακού μεγαλείου, ενός ποιητή του ανολοκλήρωτου, με ένα – άγνωστο στο πλατύ κοινό - ποίημα του Νίκου Καββαδία:
Κι’ απέ Δεκέμβρη στην Αθήνα και Φωτιά.
Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι.
Λικνίζει κάτου από το Δρύ και την Ιτιά
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη…
Ως η γραφή του ανολοκλήρωτου, η ποίηση - που για κάποιους λόγους που δεν κατάλαβα ποτέ, αποκαλείται «σκοτεινή», «καταραμένη» κ.λπ. – δεν μπορεί παρά να αναζητά την ολοκλήρωση. Να απλώνει το χέρι προς τη λύτρωση, προς πέρα και μακριά από τα στρώματα της μίζερης – για τον ποιητή – πραγματικότητας. Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται με σαφής όρους η ταυτοσημία του ποιητή, με τον επαναστάτη. Αμφότεροι αναζητούν το πλέον ολοκληρωμένο. Μπορεί και το τέλειο. Μπορεί και τον παράδεισο.
Στην διαδρομή της περιπλανώμενης υπόστασής μου, γνώρισα καλά την America Latina. Αναζητώντας διαδρόμους ανάτασης, απελευθέρωσης κι επανάστασης, έπεσα πάνω σε έναν ποιητή. Έναν κατ’ εξοχή επαναστάτη, σύμβολο μάλιστα της παγκόσμιας κοινότητας των επαναστατημένων ανθρώπων. Τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Και δεν τον γνώρισα – τουλάχιστον κατ’ αρχάς - από την επαναστατική του διαδρομή, αλλά από την ποίησή του. Μ’ αυτήν κλείνω την αναφορά μου αυτή, για τον ποιητή που αενάως κι επιμόνως αντιστέκεται, που δεν μπορεί παρά να είναι επαναστάτης, για τον επαναστάτη που δεν μπορεί παρά να είναι ποιητής.
Πάμε λοιπόν, φλογερέ προφήτη της αυγής
για τα κρυφά αποκομμένα μονοπάτια
Πάμε να ελευθερώσουμε
αυτόν τον πράσινο αλιγάτορα που τόσο αγαπάς.
Κι άμα το δρόμο μας το σίδερο θα κόψει,
το μόνο που ζητάμε είν’ ένα σάβανο απ’ τα δάκρυα της Κούβας
για να σκεπάζει τ’ αντάρτικα κουφάρια μας,
καθώς θα διασχίζουν την αμερικάνικη ιστορία.
Τίποτ’ άλλο.