Η Σόφη Θεοδωρίδου και τα αγκάθια του ασπάλαθου

Περίληψη: Oι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως με ασπάλαθους τιμωρούσαν τους τυράννους στον Άδη. 

Oι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως με ασπάλαθους τιμωρούσαν τους τυράννους στον Άδη. 

Μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα του 1939, η Κασσιανή κρυφοκοιτάζει πίσω απ’ την κουρτίνα της κάμαράς της το άγνωστο παλικάρι που σιγοπίνει τον καφέ του στην αυλή των γειτόνων τους, δίχως να υποψιάζεται ότι είναι ο άντρας που θα σφραγίσει τη ζωή της. 

cover

Με φόντο μια επαρχιακή πόλη απ’ τη μεταξική Ελλάδα μέχρι τη μετεμφυλιακή της δεκαετίας του ’50 και πρωταγωνιστές ένα ζευγάρι παρασυρμένο απ’ τις μπόρες των καιρών το βιβλίο Στεφάνι από Ασπάλαθο της Σόφης Θεοδωρίδου αναμένεται να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός αύριο 5 Μαρτίου και θα το βρείτε εδώ. Με αφορμή την έκδοση του νέου της βιβλίου, η Σόφη Θεοδωρίδου έγραψε αποκλειστικά για το Public Blog για το πως τα σκληρά αγκάθια του ασπαλάθου και το ποίημα του Σεφέρη της έδωσαν έμπνευση.

"Ασπάλαθος, σπαλάχτρι, σπαλάθρι, ασφάλαθος. Μικρός πολυετής θάμνος που φύεται σε ξηρές περιοχές με χαμηλό υψόμετρο, συνήθως παραθαλάσσιες. Την άνοιξη γεμίζει μικρά κίτρινα άνθη και είναι πανέμορφος, αργότερα όμως, όταν οι βλαστοί του ξεραθούν πια, απομένουν μόνο σκληρά αγκάθια, τα οποία στο παρελθόν συλλέγονταν και χρησιμοποιούνταν από αγρότες ως φράχτης αγκαθωτός στο πάνω μέρος των τοίχων από ξερολιθιά ή κι ως προσάναμμα σε τζάκια και σε στόφες.

Έρχεται από την αρχαιότητα το όνομα του ασπάλαθου, από τις δοξασίες των αρχαίων Ελλήνων. Τον μύθο του Αρδιαίου θα επινοήσει κι ο Πλάτωνας, για να μας πει δια στόματος Σωκράτη στην Πολιτεία ότι ο δίκαιος άνθρωπος επιβραβεύεται κατά τη διάρκεια της ζωής του κι ότι η θεία δίκη αναλαμβάνει να τιμωρήσει συχνά αργότερα όσους αδίκησαν, κι ας φαίνεται ότι ξεγλιστράνε πρόσκαιρα απ' το χέρι του νόμου. Ο συγκεκριμένος μύθος εμπνέει και τον Σεφέρη να γράψει το 1971 το ποίημά του «Επί ασπαλάθων».

Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού

πάλι με την άνοιξη.

Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες

το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι

δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια

και τους κίτρινους ανθούς.

Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη ...

Γαλήνη.

- Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;

Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ' αυλάκια•

τ' όνομα του κίτρινου θάμνου

δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.

Το βράδυ βρήκα την περικοπή:

«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει

«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν

τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν

απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους

και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του

ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.

 

Τα σκληρά αγκάθια του ασπάλαθου ήταν που προκάλεσαν και τη δική μου φαντασία κι έδωσα τον τίτλο Στεφάνι από ασπάλαθο στο νέο μου μυθιστόρημα, το οποίο «ακουμπά» και σε αληθινή ιστορία. Η απόλυτη αντίθεση ανάμεσα στην ανοιξιάτικη ομορφιά του ασπάλαθου και στην άγρια, ακανθώδη κατάληξή του με οδήγησαν να παρομοιάσω το στεφάνι της ηρωίδας μου, που υποχρεώνεται να φορέσει στα δεκαπέντε της μόλις χρόνια, με στεφάνι από ασπάλαθο. Όμορφο μοιάζει πρόσκαιρα αυτό το αναπάντεχο στεφάνι και τη γεμίζει ελπίδα για το μέλλον, παρά το γεγονός πως σπρώχνει σε διαφορετικά μονοπάτια τη ζωή της, πολύ σύντομα όμως αισθάνεται τ’ αγκάθια του. Αρχικά, την επομένη κιόλας του γάμου της, τη γρατζουνούν μονάχα, αργότερα μπήγονται στην ψυχή της βαθιά και την τραυματίζουν.

Ευθύνονται μόνο τα δύσκολα χρόνια γι’ αυτό το τελευταίο; Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος έχουν τη δική τους ευθύνη ασφαλώς για όσα της συμβαίνουν, για τις πληγές που πολλαπλασιάζονται όσο περνά ο καιρός, για τον έρωτα που είναι πάντα ελλειπτικός, για όλα τα βάρη που φορτώνεται ακούσια και για τα οποία η ίδια δεν έχει ευθύνη. Θεωρεί αντίθετα πως έχει ευθύνες ο άντρας που της φόρεσε τούτο το στεφάνι, καθώς καλείται να «σταυρωθεί» για τα δικά του λάθη. Φόβος και αγωνία, ελπίδα κι απελπισία, μοναξιά και απόρριψη είναι κάποια μονάχα από τα συναισθήματα που την κατακλύζουν, καθένα να μοιάζει και με ξεχωριστό αγκάθι, καθώς παλεύει να επιβιώσει με την κόρη της στη ματωμένη μετεμφυλιακή Ελλάδα του 1950.   Τίποτε όμως δε θα έχει τελειώσει, μέχρι τη μέρα που τούτο το γεμάτο αγκάθια στεφάνι δεν αφαιρεθεί απ’ το εικονοστάσι του σπιτιού να συνοδέψει εκείνον σε μονοπάτια που για άλλη μια φορά θα έχει επιλέξει ερήμην της".

Σόφη Θεοδωρίδου