Βιετναμέζικη γλύκα και αντικέρ της καρδιάς

Περίληψη: "Η Λένα Διβάνη έχει μια κολλητή φίλη. Τη λένε Ντίνα και γνωρίστηκαν στα 15 τους,...

Λένα Διβάνη έχει μια κολλητή φίλη. Τη λένε Ντίνα και γνωρίστηκαν στα 15 τους, όταν η Ντίνα κάθισε πρώτη σε ένα θρανίο και σχεδόν διέταξε τη Λένα, που περνούσε από το διάδρομο, να κάτσει δίπλα της. Η Λένα Διβάνη το περιγράφει ως εξής: «Από τότε ήξερα πως θα γινόταν η πρώτη καλύτερή μου φίλη. Από τότε κατάλαβα επίσης πως θα ένιωθα ακατανίκητη έλξη για όλα τα ανάποδα πλάσματα που θα συναντούσα στην πορεία της ζωής μου, που θα ήταν κι αυτή ανάποδη. Κάτι σωτήρες τύπου Τζίζας Κράιστ, κάτι παλαβούς σαν τον Μπελμοντό στο «Με κομμένη την ανάσα», κάτι υπερτίμιους που οι άλλοι αποκαλούν βλάκες, κάτι κινητές εγκυκλοπαίδειες μπριτάνικες, κάτι τύπους που αποφασίζουν να μη ζουν στον έξω κόσμο αλλά στον κόσμο της όπερας, κάτι γέρους που είναι κατά βάθος μωρά και κάτι μωρά που είναι κατά βάθος γέροι, κάτι αλλοπρόσαλλους φαντασιόπληκτους που βοσκούσαν στα λιβάδια της λογοτεχνίας αντί να κοιτάξουν να βγάλουν φράγκα. Εν ολίγοις: μη δω λοξή ματιά, θα κοιτάξω προς το μέρος της αυτομάτως. Η Ντίνα λοιπόν εγκαταστάθηκε για τα καλά στη (σχολική, τότε) ζωή μου. Ο βασικός της ρόλος ήταν να βαθμολογεί τα φλερτ μου με κάτι εντελώς ανορθόδοξα κριτήρια – βαθμολογούσε, λόγου χάρη, πάντα τον παλιό καλύτερα από τον καινούριο, σαν αντικέρ της καρδιάς». Αυτός ο αντικέρ της καρδιάς έγινε γιατρός νευρολόγος και δεινή ορειβάτισσα. Η Λένα Διβάνη σνόμπαρε τη δεύτερη ιδιότητά της, λέγοντας ότι εκείνη ήταν της θάλασσας. Άλλωστε κάπνιζε πολύ για να ανεβαίνει βουνά. Όλα αυτά άλλαξαν, όμως, όταν το 2002 η Ντίνα έπαθε μια κρίση άγχους, μπήκε στο νοσοκομείο με διάφορα συμπτώματα και η γνωστή πια ήδη ως συγγραφέας και ιστορικός, Διβάνη, πήγε να την επισκεφτεί. Και παρορμητικά, αντιλαμβανόμενη ότι το άγχος της Ντίνας ήταν ένα δύσκολο βουνό στην Ελβετία και, κυρίως, ένα τούνελ που συνδέει τη βόρεια με τη νότια Ελβετία και που της προκαλούσε κλειστοφοβία, αποφάσισε ότι θα πάει μαζί της. Η Ντίνα ενθουσιάστηκε, έγινε περδίκι, αλλά μετά άρχισε η Λένα Διβάνη να έχει τεράστια άγχη. Πώς είναι δυνατόν να αναρριχηθεί εκείνη στους γκρεμούς; Την πρώτη εκείνη φορά δεν αναρριχήθηκε και πολύ, πήγε όμως μέχρις ενός σημείου. Και ήταν μόνο η αρχή.Από κει και πέρα ξεκίνησε για τη συγγραφέα μια μεγάλη περιπέτεια, που τώρα έγινε και βιβλίο. Το βιβλίο λέγεται «Τι έμαθα περπατώντας στον κόσμο», κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Καστανιώτη και περιέχει απίστευτες περιγραφές από την Ελβετία, τη Νέα Ζηλανδία, την Αιθιοπία, την Κούβα, το Βιετνάμ, τη Βενεζουέλα, την Ινδία και την Παταγονία. Ο αναγνώστης θα βρει στο ίδιο βιβλίο ένα πλήρες εγχειρίδιο ορειβασίας και μία εξίσου δυνατή ταξιδιωτική λογοτεχνία γραμμένη με τρόπο συχνά σπαρταριστό, που περιλαμβάνει περιγραφές πόλεων και τοπίων, περιγραφές επίσης τοπικών συνηθειών, εθίμων και ανθρώπινων συμπεριφορών, αλλά και πολιτικών καταστάσεων όπως και της ιστορίας ενός τόπου. Και αυτό με το βλέμμα ενός επαγγελματία συγγραφέα που έχει αφεθεί να εκπλήσσεται από το καινούριο σαν να είναι παιδί. Που πηγαίνει κάπου όχι για να δείξει ο ίδιος τι σπουδαίος είναι, αλλά για να μάθει από τους άλλους. Κάπως έτσι προκύπτουν κείμενα όπως αυτό του Βιετνάμ, όπου η αποστολή έφτασε αξημέρωτα στο όμορφο Ανόι, το «Παρίσι της Ανατολής», με σκοπό να αναχωρήσει για το Φανζιπάν, το βουνό στα σύνορα Βιετνάμ και Κίνας. Το Ανόι κολυμπάει στο νερό, έχει παντού ποτάμια, λίμνες, βάλτους. Οι Βιετναμέζοι, που σύμφωνα με την Λένα Διβάνη είναι γλυκύτατοι και «δεν σου γεμίζουν το μάτι για πολεμισταράδες», περηφανεύονται ότι νίκησαν παλιά τους Κινέζους που τους είχαν καθίσει στο σβέρκο για χίλια χρόνια, μετά τους Μογγόλους, μετά απαλλάχτηκαν και από τους Γάλλους που ήταν, λέει, οι χειρότεροι κατακτητές (αλλά έφτιαξαν και το Ανόι) και, φυσικά δεν ξεχνούν να πουν με αμέτρητη περηφάνια, ότι κέρδισαν και τους Αμερικανούς το 1975! Ενώ έχουν και ωραίο καφέ. Γράφει η συγγραφέας: «Πήγαμε με τη φίλη συνορειβάτισσα Μίλκα να πιούμε έναν καφέ σε μια τρύπα δίπλα στο ξενοδοχείο μας. Είχαμε μόλις ανακαλύψει το απίστευτο άρωμα του βιετναμέζικου καφέ. Ειδικά στο Νταλάτ του Νότιου Βιετνάμ, λόγω του υψομέτρου των 1.400 μέτρων και του ήπιου κλίματος, με θερμοκρασία που κυμαίνεται από 18 έως 25 βαθμούς Κελσίου, ο καφές είναι τέλειος, από τους καλύτερους στον κόσμο. Έχουν μάλιστα και ειδικό τρόπο: τον σερβίρουν συνήθως με ένα παχύ λευκό στρώμα κρέμας, κάτι μεταξύ ζαχαρούχου γάλακτος και σαντιγί. Γύρω γύρω από το φτωχικό καφέ, εργατικά σπιτάκια και πολυκατοικίες μυρμήγκιαζαν από ανθρώπους. Οι χρωματιστές μπουγάδες τους ανέμιζαν σε συρματόσχοινα πάνω απ’ το κεφάλι μας. Περισσότερο τις φτωχογειτονιές της Νάπολης σου θύμιζε παρά Παρίσι. Το καφεδάκι ήρθε σε μικρά πλαστικά κυπελάκια σκέτο, χωρίς γάλα. Το δοκίμασα. Ήταν πολύ αρωματικό αλλά θεόπικρο. “Δεν μου βάλατε ζάχαρη”, παραπονέθηκα στον μικρόσωμο καφετζή. “Αχ, συγγνώμη, ξεχνάω καμιά φορά”, είπε αυτός με τη γλύκα που σου μιλούσαν όλοι οι Βιετναμέζοι. “Βέβαια…” “Ξέρω”, του λέω. “Βέβαια νικήσατε τους Αμερικάνους!”Το καλό για τη Λένα Διβάνη είναι ότι, πράγματι, έμαθε πολλά από τα ταξίδια της. Το ακόμα καλύτερο, για μας αυτή τη φορά, είναι ότι δεν τα κράτησε για τον εαυτό της."

Βιβλιοφάγος