There is no fiction like crime fiction

Περίληψη: Γιατί μου αρέσει τόσο η αστυνομική λογοτεχνία; Γιατί πρακτικά το crime fiction είναι μια μοναδική πλατφόρμα κοινωνικής, ιστορικής και ανθρωπολογικής καταγραφής

Νοέμβριος, μήνας αστυνομικής λογοτεχνίας στα Public, και ευκαιρία να γράψει κανείς ένα κείμενο που να εξηγεί γιατί αγαπάει τόσο αυτό το είδος. Φυσικά, ο μόνος που θα περίμενε εξηγήσεις για αυτή την προτίμηση, θα ήταν κάποιος που δεν μοιράζεται το ίδιο πάθος. Και, όπως συχνά και εύστοχα λένε..., αν δεν σου αρέσει η αστυνομική λογοτεχνία, μάλλον έχεις διαβάσει τα λάθος βιβλία.

Ομολογώ ότι δεν γνωρίζω καμία άλλη «κατηγορία», εκτός ίσως από τα... Άρλεκιν και, ίσως, τα non fiction βιβλία ιστορίας, που να συγκεντρώνουν τόσο φανατικούς και πιστούς αναγνώστες – σίγουρα καμία άλλη δεν έχει τόσο πολλούς αριθμητικά, ειδικά τα τελευταία χρόνια. Υπάρχουν αμέτρητες λέσχες, facebook groups, instagram accounts, έντυπα & περιοδικά ενώ, κάθε fan που σέβεται τον εαυτό του δεν είναι εγγεγραμμένος ποτέ μόνον σε ένα εξειδικευμένο forum!

Γνωρίζω, προσωπικά και επαγγελματικά, αμέτρητους που διαβάζουν αποκλειστικά και μόνον οτιδήποτε είναι άμεσα ή έστω περιφερειακά «αστυνομικό». Εκδότες που ειδικεύονται στο είδος. Βιβλιοπωλεία που διαθέτουν μόνον τέτοια βιβλία. Μεταφραστές που αρνούνται να εργαστούν σε άλλη κατηγορία. Και το ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι κάτω από την ομπρέλα «αστυνομική λογοτεχνία» συναντά κανείς πάρα πολλές υποκατηγορίες, άλλες αυτοεπεξηγηματικές, όπως πχ το «μεσογειακό νουάρ» και άλλες όχι τόσο άμεσα κατανοητές στο μέσο αναγνώστη, όπως π.χ. το «hard boiled».

Καθόλου άσχημος απολογισμός για ένα είδος που, μέχρι και λιγότερο από έναν αιώνα πριν, δεν λογιζόταν καν «σοβαρή» λογοτεχνία και ανέπνεε κυρίως μέσα από τις σελίδες των λεγόμενων πολτοπεριοδικών. Αλλά περισσότερες λεπτομέρειες για τις απαρχές του είδους, τις υποκατηγορίες και την εξέλιξή του μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα είναι προτιμότερο να αναζητήσει κανείς στον πληρέστερο (και μοναδικό στην ελληνική γλώσσα) οδηγό του είδους, το περίφημο Pulp Fiction, που είναι διαθέσιμο στα βιβλιοπωλεία, χάρη στο έργο ζωής του ανθρώπου που γνωρίζει το genre καλύτερα από κάθε άλλον, τον πατριάρχη του νουάρ στη χώρα μας, Τζίμμυ Κορίνη.

Aν δεν σου αρέσει η αστυνομική λογοτεχνία, μάλλον έχεις διαβάσει τα λάθος βιβλία

Σκοπός αυτού του κειμένου, άλλωστε, δεν είναι να πάρει θέση στο ποιο ήταν το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα στην ιστορία (η Φεγγαρόπετρα του Ουίλκυ Κόλλινς; Μήπως το παλαιότερο Οι Φόνοι Στην Οδό Μοργκ του Έντγκαρ Άλαν Πόου; Ή μήπως το ακόμα πιο… παλιό Οιδίπους Τύραννος;), ούτε να καλύψει σε μερικές εκατοντάδες λέξεις όλα όσα αφορούν την απήχηση του είδους στη χώρα μας. Υπάρχουν πολλοί, με το γυναικείο κοινό να συνιστά πλειοψηφία, που λατρεύουν τη σκανδιναβική σχολή. Υπάρχουν όμως και αρκετοί που την... απεχθάνονται και δηλώνουν οπαδοί της αμερικανικής, σκληρής γραφής. Οι πιο... ανήσυχοι κάνουν λόγο για τους γιαπωνέζους συγγραφείς, άλλοι κοιτάνε μονίμως προς τη Λατινική Αμερική και ίσως οι πιο απόλυτοι όλων είναι εκείνοι που πίνουν νερό στο όνομα του γαλλικού νέο-πολάρ. Το μόνο στο οποίο συμφωνούν (σχεδόν) όλοι αυτοί είναι ότι στη χώρα μας, ειδικά την τελευταία δεκαετία, το είδος παρουσιάζει άνθιση. Και... όσο ξενομανής και να είναι κάποιος, είναι αδύνατον να μην έχει τουλάχιστον έναν Έλληνα συγγραφέα στις προτιμήσεις του. Δεν θα αναφέρω ονόματα, καθώς όλα λίγο πολύ μνημονεύονται σε άλλα, τοπικά ή πανελλαδικά events και αφιερώματα τον τρέχοντα μήνα, θα ξεχωρίσω όμως τις εξής προσπάθειες:

  • Τις Εκδόσεις Άγρα, τον πρώτο εκδότη που τόλμησε να επενδύσει στο crime fiction, παίρνοντας το είδος από τα περίπτερα και αναβαθμίζοντάς το ως λογοτεχνική και αισθητική πρόταση. Το μόνο εκδότη που συμπεριφέρθηκε με σεβασμό στο έργο του Raymond Chandler, με δύο εξαιρετικές κυκλοφορίες, το Ψηλό Παράθυρο και το Αντίο, Γλυκιά Μου, τα οποία δυστυχώς είναι, ελπίζουμε προσωρινά, εξαντλημένα. Και τον οραματιστή εκδότη που ανέτρεξε σε κιτρινισμένα αρχεία και μας χάρισε πολλά «νέα» βιβλία του Γιάννη Μαρή, εκεί που χιλιάδες θαυμαστές του νόμιζαν ότι τα είχαν διαβάσει όλα! Τέλος, τον καινοτόμο εκδότη που έριξε στην αγορά δύο βιβλία που λάνσαραν ένα μέχρι πρότινος ανήκουστο είδος: το βυζαντινό crime fiction του Παναγιώτη Αγαπητού!
  • Την Ευτυχία Γιαννάκη (παρόλο που είπα ότι θα αποφύγω τα μεμονωμένα ονόματα), καθώς, εκτός των άλλων (ποιος ξεχνάει το θρίαμβο στα Βραβεία Βιβλίου Public 2017 για το «Στο Πίσω Κάθισμα»;) έχει γράψει ένα απολαυστικό… παιδικό αστυνομικό, το Πιτσιμπουίνοι: Μυστήριο Στη Λίμνη Λαμπίκο, που θα παραδεχόμουν ότι έχει διαβαστεί πολλάκις από το γιο μου, αν δεν το είχα διαβάσει εγώ κρυφά ακόμα περισσότερες φορές!
  • Τους Έλληνες αναγνώστες: όχι μόνον τους «πελάτες» μας στα Public, αλλά οποιονδήποτε στηρίζει το είδος, όχι μόνον με τις αγορές του αλλά και με το ενδιαφέρον του: τα σχόλια στο Public bookfriends facebook page, τις κριτικές σε sites & blogs, τα Instagram posts, τις συμμετοχές σε εκδηλώσεις, το χώρο που έχουν διαθέσει στα σπίτια τους για να συγκεντρώσουν τα βιβλία που διάβασαν και δεν πρόκειται να αποχωριστούν ποτέ...

Στα πιο ωραία αστυνομικά μυθιστορήματα, το έγκλημα είναι απλώς η αφορμή για τη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς: ποιος το διέπραξε και γιατί; Ποιος είναι ο τιμωρός και ποια τα δικά του κίνητρα; Ποιες θα είναι τελικά οι συνέπειες;

Και όλα αυτά για ένα είδος που, καλώς ή κακώς, ονομάζεται «αστυνομική λογοτεχνία», ενώ συχνά δεν εμφανίζεται κανένας αστυνομικός στις σελίδες του, ή, όταν το κάνει, έχει δεύτερο και τρίτο ρόλο. Αλλά είπαμε, οι όροι είναι για να συνεννοούμαστε, όχι για να είμαστε εγκυκλοπαιδικά ακριβείς.

Γιατί, λοιπόν, μου αρέσει τόσο η, εχμ, αστυνομική λογοτεχνία; Θα μπορούσα να απαριθμήσω δεκάδες λόγους, αλλά αυτό που απαντάω πιο συχνά όταν με ρωτάνε είναι πως πρακτικά το crime fiction είναι μια μοναδική πλατφόρμα κοινωνικής, ιστορικής και ανθρωπολογικής καταγραφής. Στα πιο ωραία αστυνομικά μυθιστορήματα, το έγκλημα είναι απλώς η αφορμή για τη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς: ποιος διέπραξε το έγκλημα και γιατί; Ποιος είναι ο τιμωρός και ποια τα δικά του κίνητρα; Ποιες θα είναι τελικά οι συνέπειες; Τι συμβαίνει παράλληλα με την αναζήτηση του ενόχου; Για ποιο λόγο στοχοποιείται ως ύποπτος κάποιος που θεωρητικά είναι αθώος; Τι θα έκανε ο καθένας μας σε κάθε μία από αυτές τις θέσεις; Γιατί αυτό που συνέβη, συνέβη τη δεδομένη χρονική στιγμή στο συγκεκριμένο γεωγραφικό περιβάλλον; Τι εξελίσσεται στις ζωές των ηρώων μέχρι να φθάσουμε στο φινάλε; Πώς είναι οι σχέσεις τους με τους φίλους, την οικογένεια, το περιβάλλον τους; Πώς γίνεται και οι παραλλαγές του ίδιους θέματος μοιάζουν, μερικές φορές, τόσο ρηξικέλευθες;

Ή, για να δανειστώ την απορία ενός φίλου που διαβάζει αποκλειστικά non fiction, «γιατί εσείς του αστυνομικού δεν βαριόσαστε να διαβάζετε κάτι που μοιάζει τόσο με κάτι άλλο που έχετε ήδη διαβάσει;» Απάντηση: είναι σαν να ρωτάς κάποιον που του αρέσει πολύ το whiskey, γιατί δεν πίνει αποκλειστικά και μόνον συνέχεια το ίδιο single malt. Γιατί ναι, οι 20 κανόνες για τη συγγραφή του detective story, όπως δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό The American Magazine το 1938, παραμένουν, ως επί το πλείστον, διαχρονικοί, αλλά όσα ενώνουν τον Αμερικανό James Ellroy με τον Νορβηγό Jo Nesbo, το Γάλλο Jean Patrick Manchette με τον Τζαμαϊκανό Marlon James, τον Σκοτσέζο Ian Rankin με τον Κουβανό Leonardo Padura αλλά ακόμα και τον Πέτρο Μάρκαρη με το Μάρκο Κρητικό είναι ίσως… λιγότερα από αυτά που τους χωρίζουν!

Τέλος, καθώς μου ζητήθηκε να γράψω ένα βιωματικό κείμενο σε πρώτο ενικό... αντί επιλόγου, μερικές εξομολογήσεις:

  • Η τηλεοπτική σειρά THE WIRE, όπως μπορείτε να διαβάσετε και στο Μαύρο Καρέ,  εκτός του ότι άλλαξε την τηλεόραση για πάντα, επηρέασε καταλυτικά και το crime fiction, αποενοχοποιώντας τον κλισέ διαχωρισμό σε «καλούς» και «κακούς». Για να παραφράσω τον Raymond Chandler (οποία ιεροσυλία), οι καλοί πρέπει να είναι τόσο καλοί ώστε να κάνουν τον κόσμο μας καλύτερο, αλλά και αρκετά... κακοί, ώστε να μην τον κάνουν βαρετό!
  • Ο πιο παραγνωρισμένος στη χώρα μας συγγραφέας αστυνομικής (κυριολεκτικά) λογοτεχνίας, είναι ο πολύς Joseph Wambaugh. Δεν έχει μεταφραστεί ποτέ στα ελληνικά και αυτό ναι, είναι έγκλημα που θα έπρεπε να διώκεται ποινικά!
  • Το noir είναι, συνήθως, crime fiction, αλλά το crime fiction δεν είναι, συνήθως, noir.

Περισσότερα, όμως, γι' αυτή την τελευταία φράση, σε ένα άλλο κείμενο, με μια άλλη αφορμή. Μέχρι τότε, κάντε μια χάρη στον εαυτό σας και αποκτήστε ένα καινούριο αστυνομικό μυθιστόρημα, κι ας έχετε ήδη μια ντουζίνα αδιάβαστα στην άκρη! Είναι ωραία αίσθηση, δεν είναι;