7 Απριλίου , 2014 • 5 MINS READ
Αποκλειστικό: Η Μαρίνα Λαμπράκη- Πλάκα μιλάει για το βιβλίο της Ρέας Βιτάλη!
Περίληψη: "Η Βέττα γεννήθηκε με ταλέντο ζωής, γράφει η Ρέα Βιτάλη μιλώντας για τη μητέρα της!...
"Η Βέττα γεννήθηκε με ταλέντο ζωής, γράφει η Ρέα Βιτάλη μιλώντας για τη μητέρα της! Το ίδιο θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι ισχύει και για την ίδια. Γιατί το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε ξεχειλίζει από ζωή στον υπερθετικό βαθμό. Η Ρέα Βιτάλη δεν διαθέτει μόνο ταλέντο ζωής αλλά και το σπάνιο χάρισμα να το διοχετεύει σαν ζωηφόρο χυμό στις λέξεις, στις περιγραφές, στις παρατηρήσεις της, να το μεταδίδει, να το μοιράζεται απλόχερα μαζί μας. Το βιβλίο της Ρέας ανήκει σ’ ένα είδος εξαντλημένο, κορεσμένο, υπονομευμένο από τη ματαιοδοξία, από το σύνδρομο του καθρέφτη που αποσιωπά, που εξιδανικεύει. Εφήμεροι αστέρες και κατασκευασμένες διασημότητες των μίντια έχουν ευτελίσει το είδος της αυτοβιογραφίας. Η Ρέα λοιπόν ριψοκινδύνευσε αποφασίζοντας να συγγράψει «κάποτε ένα βιβλίο». Βέβαια, την πένα της την είχε ακονίσει υπηρετώντας με αναγνωρισμένη πρωτοτυπία το δύσκολο είδος του χρονογραφήματος, με μια γραφή ευφάνταστη και στιλπνή που εντάσσεται αβίαστα στην καθαρή λογοτεχνία.Ήταν λοιπόν έτοιμη γι’ αυτό το εγχείρημα. Πρώτη ύλη της, η ιστορία μιας οικογένειας. Μια ιστορία αρχετυπική για την ταξική και χωροταξική κινητικότητα της ελληνικής κοινωνίας. Η μετεξέλιξη από την αγροτική οικονομία στο εμπόριο, από τον μικροέμπορα στον επιχειρηματία, από την επαρχία στην πρωτεύουσα. Από τον μικρό στον μεγαλοεπιχειρηματία. Το δαιμόνιο του Έλληνα. Και πλάι, τα πάθη των ανθρώπων, οι σχέσεις, οι χαρακτήρες, ο έρωτας, η ζωή, η αρρώστια, ο θάνατος.Όλα αυτά θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν μια πολύ βαρετή και κοινότοπη αφήγηση. Το βιβλίο της Ρέας, αντίθετα, μας αρπάζει από την πρώτη σελίδα και συντηρεί απτόητο τον αναγνωστικό μας οίστρο ως την τελευταία. Ποιο είναι λοιπόν το μυστικό αυτής της τόσο προσωπικής, της τόσο σαγηνευτικής γραφής, που μ’ έναν αδιόρατα μαγικό τρόπο μεταμορφώνει το ασήμαντο και αδιάφορο σε συναρπαστικό και αξιομνημόνευτο;Σε κάποιο σημείο του βιβλίου της η Ρέα ονομάζει «παράταιρη την παρατηρητικότητά» της (σ.65)· «υπερφυσική» θα ήταν πιο εύστοχη λέξη για να την χαρακτηρίσεις. Η Ρέα παρατηρεί, ρουφά τη ζωή γύρω της με χίλια μάτια, με όλες της τις αισθήσεις σε υπερδιέγερση, με τις κεραίες του εύστροφου μυαλού της αναπεπταμένες να δέχονται όλα τα μηνύματα των καιρών. Έτσι οι ήρωές της, και ας είναι πρόσωπα οικεία, προσφιλή, δεν ζούν περίκλειστα στον κόσμο τους, αλλά μέσα στην κοινωνία, μέσα στην ιστορία. Και καθώς οι ιστορίες που αφηγείται η Ρέα αποτελούν μνημονική ανάκληση, μνημονικό απόσταγμα, απορείς πώς αυτό το νεανικό μυαλό συγκράτησε, αποτύπωσε και κατάφερε να αναπλάσει, μέσα από μια σπαρταριστή πρόζα, στιγμιότυπα, φευγαλέες εκφράσεις, λόγια, παρατηρήσεις, συγκινήσεις που έχουν την ενάργεια του παρόντος, του εδώ και τώρα.Η Ρέα έχει τη δύναμη να μεταβάλει τον αναγνώστη σε αυτόπτη μάρτυρα των σκηνών που περιγράφει. Μια ολόκληρη εποχή ζωντανεύει μέσα από τις σελίδες αυτού του μικρού βιβλίου. Όπως την έζησε μια έφηβη. Μια Ελλάδα που βγαίνει από τον εφιάλτη του Εμφυλίου, ζει ένα εφήμερο ξέφωτο χαράς, για να βυθιστεί ξανά στον εφιάλτη της δικτατορίας. Ακολουθεί το έπος του Πολυτεχνείου και η φρενήρης εποχή της μεταπολίτευσης. Η Ρέα «σκιτσάρει» τις εποχές με οξυδέρκεια, ευθυκρισία, κριτική απόσταση, αυτοσαρκασμό, περνώντας από τη μικροϊστορία των ανθρώπινων σχέσεων στη μακροϊστορία, χωρίς να χάνει το νήμα της αφήγησης, αλλάζοντας προοπτική και φωτισμούς, καθώς αλλάζει το σημείο θέασης αδιάκοπα . Δύσκολα μπορώ να φανταστώ ένα άλλο βιβλίο που μπόρεσε μέσα στις 238 σελίδες του να μας δώσει τόσο γλαφυρά, τόσο ζωντανά, με τόσο ανάλαφρο μπρίο τις ταχύτατες μεταλλάξεις μιας κοινωνίας από την αγροτική οικονομία και τη φτώχεια στον εξαστισμό και στην οικονομική άνεση. Από την υποκριτική σεμνοτυφία του ’60 στην απελευθέρωση των ηθών της μεταπολίτευσης. Με σπαρταριστά στιγμιότυπα, με ευθύβολες περιγραφές και πάντα μέσα από την έγχρωμη διάθλαση του προσωπικού βιώματος.Oι ήρωές της σκιαγραφούνται με λιγοστές γραμμές, με καίριες παρατηρήσεις στον λόγο, τον χαρακτήρα, την συμπεριφορά. Έτσι που μας τους φέρνει ολοζώντανους μπροστά μας. Παππούδες, γιαγιάδες και κυρίως οι πρωταγωνιστές ή καλύτερα ο πρωταγωνιστής, ο πατέρας, ο αρχετυπικός Έλληνας, που έφυγε νωρίς, πριν καλά-καλά συμπληρώσει τα 40 του, αφού κατάφερε να δημιουργήσει μια μικρή αυτοκρατορία στο εμπόριο. Η Ρέα αναπολεί με άπειρο θαυμασμό και τρυφερότητα τον μεγάλο απόντα και τον ανασταίνει όπως κάθε αληθινή τέχνη με συγκινητική μέθεξη, με λατρεία αλλά και με νηφαλιότητα. Καθόλου και πουθενά μελόδραμα. Η Ρέα ξέρει να καθαίρει τον λόγο της μ’ ένα λυτρωτικό χιούμορ, που φέρνει συχνά το χαμόγελο στα χείλη και του αναγνώστη. Άλλωστε, ο χρόνος έχει μεταβάλει τον πόνο του πρόωρου χαμού σε νοσταλγική μνήμη.Η παρατηρητικότητα, η οξυδέρκεια, η ανακλητική δύναμη μιας αμάραντης μνήμης δεν θα έφταναν να εξηγήσουν το θαύμα αυτού του σπαρταριστού αναγνώσματος. Η Ρέα έχει τη δική της γραφή, το δικό της ύφος. Γραφή συγκοπτόμενη, στακάτη, ασθμαίνουσα, χτισμένη με προτάσεις μικρές, εύστοχες, με λεξιλόγιο πλούσιο, ευθύβολο. Ύφος λιτό, χωρίς πολλά επίθετα. Μόνο με ουσιαστικά, όλο ψiχα, όλο ουσία. Λόγος κυρίως ρηματικός, δραστικός και ευρηματικός. Ποιητικός. Συχνά μεταφορικός. Οι μεταφορές, πρωτότυπες, απρόβλεπτες, αιφνιδιαστικές, κάνουν τον λόγο της υποδόρια ποιητικό, χωρίς να τον βαραίνουν: «Ο πατέρας, μια παρουσία προστατευτική σαν κατευναστική περισπωμένη». σ. 115: «Και ήταν οι παπαρούνες, και μια άνοιξη που μαστίγωνε» σ. 102: «Η μεταπολίτευση ήταν χείμαρρος ζωής. Ο αέρας της μεταπολίτευσης είχε μποφόρ. Πολλά. Αταξίδευτα». «Η ταινία της ζωής έπαιξε στο γρήγορο», σ. 102 «Η Μεταπολίτευση έτρεξε την εικόνα, δυνάμωσε τον ήχο και παρήγαγε ήρωες και αντιστασιακούς». σ. 99.Θα μπορούσα να μιλώ ώρες για το βιβλίο της Ρέας, για την τόλμη της γραφής, για το πλούσιο, μοντέρνο και χωρίς καμιά σεμνοτυφία λεξιλόγιο. Ένα λεξιλόγιο καθημερινό, χωρίς εκζήτηση, άμεσο, που σε καλεί να βυθιστείς στην αληθινή ζωή χωρίς αναστολές αλλά πάντα με ευπρέπεια. Πουθενά δεν αισθάνεσαι ότι ο συγγραφέας θέλει να σε ξιπάσει, να επιδείξει γνώσεις που υπερβαίνουν τον ορίζοντα του αναγνώστη. Γιατί τηρεί-ίσως από ένστικτο- έναν θεμελιώδη κανόνα κάθε καλού βιβλίου. Ο αναγνώστης δεν πρέπει να αισθάνεται κατώτερος από τον συγγραφέα. Για ν’ ανοίξεις διάλογο με τον συνομιλητή σου, οφείλεις να τον κάνεις να αισθάνεται ισάξιος, αντάξιος, αν όχι πιο έξυπνος από εσένα".Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Το παραπάνω αποτελεί απόσπασμα από την ομιλία της Μ. Λαμπράκη- Πλάκα σε παρουσίαση του βιβλίου "Κάποτε θα γράψω ένα βιβλίο" της Ρέας Βιτάλη! Το βιβλίο παρουσιάζεται την Τρίτη 8 Απριλίου στο PUBLIC της Τσιμισκή. Δείτε εδώ λεπτομέρειες.