Every day should be a... Record Store Day!

Περίληψη: Record Store Day, 2008. Την πρώτη χρονιά, όταν ακόμα το βινύλιο ήταν όντως a...

Record Store Day, 2008. Την πρώτη χρονιά, όταν ακόμα το βινύλιο ήταν όντως a thing from the past, δεν έγινε αισθητό στη χώρα μας. Ambassadors τότε ήταν, λέει, οι Metallica, αλλά δεν το θυμάται κανείς. Γενικά, ήταν αμερικανικό φαινόμενο και στην Ευρώπη δεν ασχοληθήκαμε ιδιαίτερα. Ήταν μια εποχή που ο κόσμος ακόμα αγόραζε cd. Βγήκαν 10 περίπου rsd δίσκοι και συμμετείχαν λιγότερα από 300 καταστήματα σε ολόκληρες τις Η.Π.Α.

Record Store Day, 2019. Σήμερα, συμμετέχουν χιλιάδες μαγαζιά σε όλο τον κόσμο. 249 στο Ηνωμένο Βασίλειο. 31 στη χώρα μας, σύμφωνα με το επίσημο site recordstoreday.com. Στην πράξη είναι σίγουρα πολύ περισσότερα. Ειδικά αν κάποιος δεν μετρήσει το Public ως μονάδα αλλά ως αλυσίδα καταστημάτων, ίσως τη μοναδική στον κόσμο που συμμετέχει στη συγκεκριμένη γιορτή, καθώς τα πάντα σχετικά με το record store day είναι δομημένα για να υποστηρίξουν τα μικρά ανεξάρτητα δισκοπωλεία, ό,τι και αν σημαίνει αυτό λίγο πριν την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα.

Ambassadors είναι, λέει, οι Pearl Jam. Συνεπείς. Ακόμα και στα 90s, όταν το cd μεσουρανούσε, απαιτούσαν οι δίσκοι τους να κυκλοφορούν μία εβδομάδα νωρίτερα πρώτα σε βινύλιο. Θα αισθάνονται σίγουρα δικαιωμένοι.

Γιατί το Public συμμετέχει; Για ένα απλό λόγο: επειδή αγαπάει τη μουσική. Και από όλα τα format στα οποία η μουσική είναι διαθέσιμη, το βινύλιο είναι το πιο εντυπωσιακό. Για κάποιους επειδή έχει τον καλύτερο ήχο (υπάρχουν, βέβαια, και επίσημες ενστάσεις σε αυτό). Για κάποιους άλλους επειδή «με αυτό μεγαλώσαμε». Για κάποιους τρίτους, επειδή μόνον στις δώδεκα ίντσες μπορείς να απολαύσεις το artwork του εξωφύλλου. Για μερικούς πιο ψυχαναγκαστικούς, επειδή μόνον το βινύλιο ικανοποιεί την αίσθηση της κτήσης.

Αλλά… μισό λεπτό: όλα αυτά τα χρόνια, στο record store day έχουν κυκλοφορήσει και επίσημα συλλεκτικά… cd αλλά και κασέτες! Μήπως λοιπόν το Σάββατο 13 Απριλίου δεν γιορτάζουμε ακριβώς το format με τη μεγαλύτερη αντοχή στο χρόνο, αλλά την ίδια τη μουσική; Και μήπως ακόμα περισσότερο τις μικρές εστίες πολιτισμού που ονομάζουμε δισκάδικα; Αυτές που από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 συγκέντρωναν όλο τον πλούτο της ηχογραφημένης μουσικής, είτε μιλούσαμε για field recordings είτε για blues του μεσοπολέμου είτε για ρεσιτάλ όπερας, είτε για rock n roll επτάιντσα, είτε για DIY punk ep’s είτε για χορευτικά white labels και συγκέντρωναν μονομανείς συλλέκτες, εθισμένους στις αγορές ακροατές και δισκοπώλες, που σίγουρα δεν μπορούσες να φανταστείς να κάνουν καμία απολύτως άλλη δουλειά στη ζωή τους;

Δεν έχει καμία σημασία αν το δισκοπωλείο που αγάπησε ή αγαπάει κάποιος ήταν το υπόγειο του Λαμπρόπουλου (καμία συγγένεια με τον υπογράφοντα) στην Ομόνοια ή ο δεύτερος όροφος του Μινιόν στην Πατησίων. Τα συνοικιακά δισκάδικα που βασίλευαν τη δεκαετία του ’80 ή τα θρυλικά Pop Eleven και Jazz Rock. Τα πληρέστατα Metropolis της δεκαετίας του ’90 ή τα ανεξάρτητα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης ή των Εξαρχείων (Rollin’ Under & Art Nouveau αντίστοιχα) που έβγαζαν και fanzine αλλά και επτάιντσα. Ή το Vinyl Microstore, όταν ακόμα είχε έδρα το Μαρούσι προτού κατηφορίσει προς τη Διδότου όπου παλαιότερα μεσουρανούσε το Pilgrim. Ή το Rock n Roll Circus όταν ακόμα λεγόταν Playback ή το Σόλωνος & Μασσαλίας που λεγόταν έτσι επειδή βρισκόταν σε ένα υπόγειο στη συμβολή Σόλωνος και, ερμ, Μασσαλίας, μέχρι που μεταφέρθηκε στον πεζόδρομο της Καπλανών, αλλά ακόμα όλοι λένε «θα πάω Σόλωνος & Μασσαλίας»; Ή το Record House στη Νέα Σμύρνη με τη γάτα να γουργουρίζει ανάμεσα στα σινγκλάκια. Ή η υπαίθρια αγορά στο Μοναστηράκι με τις χαρτόκουτες στο δρόμο τα πρωινά της Κυριακής ή το Public στο Mall ή στο Σύνταγμα ή στη Γλυφάδα ή στον Αγ. Δημήτριο ή στην Τσιμισκή ή στο Βόλο και τα Ιωάννινα.

Δεν έχει σημασία αν κάποιος κάνει οικονομία για να ταξιδέψει μέχρι το Λονδίνο και να αφήσει δυο μηνιάτικα στο Rough Trade και το Sister Ray. Αν πρόλαβε την εποχή που στο Camden Town του Λονδίνου υπήρχαν δισκοπωλεία εξειδικευμένα στο gothic ή στα επτάιντσα ή στο παραθαλάσσιο Brighton ένας γεράκος ισχυριζόταν πως διέθετε όλα ανεξαιρέτως τα σάουντρακ που είχαν κυκλοφορήσει ποτέ. Αν είχε την τύχη να μπει στο μεγαλύτερο τριώροφο δισκάδικα στην Ευρώπη στο Croydon της Αγγλίας, το περίφημο Beanos, που πουλούσε από μπίρες Prodigy μέχρι το πρώτο σινγκλάκι των Associates 35.000 δραχμές, την εποχή της δραχμής. Αν έχει κάνει… δισκοτουρισμό στο Τόκυο, στο Άμστερνταμ, στο Παρίσι ή την Πράγα. Aν έχει πάρει πτήση έντεκα ωρών και έχει μείνει σχεδόν… άλλες τόσες κολλημένος στην κίνηση του Λος Άντζελες ή του Σαν Φρανσίσκο για να χαθεί για μέρες στους αχανείς διαδρόμους του Amoeba.

Σημασία έχει μόνον ότι όσο και αν το streaming παρέχει ανέσεις, όσο και αν οι playlists του Spotify είναι διασκεδαστικές, η μαγεία των δισκοπωλείων δεν είναι μόνον οι δίσκοι που μπορείς να αγγίξεις (στο Public υπάρχουν, as we speak, 140.000 διαφορετικοί τίτλοι μουσικής εκ των οποίων 25.000 σε βινύλιο αλλά ακόμα και τα διπλάσιοι να ήταν, πάλι θα ήταν λιγότεροι από αυτούς που βρίσκονται στην ψηφιακή database του spotify). Τα δισκοπωλεία αξίζουν για τους ανθρώπους: για εκείνους που εργάζονται εκεί επειδή πολύ απλά… αυτό θέλουν να κάνουν και για εκείνους που συχνάζουν εκεί επειδή πολύ απλά… αυτό θέλουν να κάνουν επίσης!

Και θέλουν όλοι να το κάνουν, διότι εκεί θα επικοινωνήσουν, θα μιλήσουν, θα ενημερωθούν, θα ψάξουν, θα απογοητευτούν που δεν πρόλαβαν «το τελευταίο αντίτυπο», θα ενθουσιαστούν επειδή πέτυχαν τυχαία μία προσφορά ή μία σπάνια κυκλοφορία και θα γυρίσουν σπίτι έχοντας την προσμονή, μόλις φτάσουν, να πετάξουν το μπουφάν κάτω, να τρέξουν στο πικάπ και να ακούσουν τα… νέα εισερχόμενα. Όπως έκαναν όταν ακόμα πήγαιναν σχολείο. Όπως έκαναν και αργότερα με τα πρώτα δικά τους χρήματα. Και, όπως, πιθανότατα, θα συνεχίσουν να κάνουν για πάντα, σαν το βινύλιο που τελειώνει αλλά συνεχίζει να γυρίζει, μέχρι να σηκωθεί ο ακροατής να βάλει το flip side…

Το Public έχει κάνει πολλά με αφορμή τη record store day εδώ και μία δεκαετία περίπου. Έβγαλε αποκλειστικές συλλογές με τις κορυφαίες εγχώριες ανεξάρτητες ετικέτες (Inner Ear, Klik Records, Puzzlemusik, Undo). Έφερε χιλιάδες αποκλειστικά releases από Αμερική, Αγγλία, Ολλανδία. Είχε ραδιοφωνικούς σταθμούς να κάνουν live εκπομπές μέσα από τα μαγαζιά. Και, φέτος, είπε να κάνει κάτι ακόμα πιο δημιουργικό: αναζήτησε δίσκους υψηλής αξίας από την ελληνική δισκογραφία που εδώ και χρόνια δεν είναι διαθέσιμα σε βινύλιο.

Μίλησε με εταιρείες, έκλεισε συμφωνίες, έδωσε προβλέψεις, έκανε υπολογισμούς και προυπολογισμούς, έκανε αγώνα δρόμου και… τα κατάφερε: 10+1 δίσκοι που δεν ήταν διαθέσιμοι από αυτό το Σάββατο, 13 Απριλίου, πλέον θα είναι προσιτοί σε όλους. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι στους τίτλους που επιλέξαμε και για τους οποίους μπορείτε να διαβάσετε σχετικά σε άλλο άρθρο του blog… there’s something for everyone!

Y.Γ.: Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλη την εμπορική ομάδα του Public και πρωτίστως στο Γιώργο Παπαγεωργίου, που κυνήγησε από προσωπικό μεράκι όλες αυτές τις επανεκδόσεις, τον Αλέξανδρο Δρόσο, την Κέλλυ Νικλήτσα και όλους τους συναδέλφους στα 55 καταστήματα Public σε Ελλάδα & Κύπρο που τακτοποιούν βινύλια αυτές και όλες τις υπόλοιπες ημέρες!