Ένας από τους στόχους των παραμυθιών μου είναι η
ανατροπή αναχρονιστικών στερεότυπων.
Αυτό επιδιώκω και στα δύο τελευταία μου βιβλία που κυκλοφορούν με τους τίτλους:
Η Κοκκινομπλουτζινίτσα και
Πλατς Μουτς!.
Η παραδοσιακή
Κοκκινοσκουφίτσα διαιωνίζει το στερεότυπο της
παθητικής ηρωίδας, η οποία, αντί να αντιμετωπίζει η ίδια τους κινδύνους που την απειλούν, περιμένει από έναν άνδρα, συνήθως κάποιον κυνηγό, ιππότη ή πρίγκιπα, να τη σώσει. Επιπλέον, το παραμύθι αυτό τελειώνει με τον
βίαιο σφαγιασμό του λύκου.
Στην
Κοκκινομπλουτζινίτσα η ηρωίδα
δεν σώζεται από κυνηγό. Προσποιείται ότι
εντυπωσιάζεται από την υποκριτική ικανότητα του λύκου να παριστάνει τη γιαγιά της και τον προτρέπει να ακολουθήσει καριέρα
ηθοποιού.
–
Δεν είμαι η γιαγιά σου! Λύκος είμαι!–
Τσ! Τσ! Τσ! Κα-τα-πλη-κτι-κό!!!–
Τι εννοείς «Τσ! Τσ! Τσ! Κα-τα-πλη-κτι-κό!»;–
Εσύ, παιδί μου, έχεις σπάνιο υποκριτικό ταλέντο. Χαραμίζεσαι να τρως γιαγιάδες. Ηθοποιός πρέπει να γίνεις! Παίζεις τον ρόλο της γιαγιάς άψογα. Αλήθεια, από ποια δραματική σχολή αποφοίτησες;–
Αυτοδίδακτος είμαι! Αλλά, βέβαια, δεν μπορώ να πω, έχω εμφανισθεί και στη σκηνή. Όταν ήμουνα λυκόπουλο, είχα παίξει τον Λυκούργο σε μια παράσταση στο λύκειο.
Στη συνέχεια ο λύκος, με τη βοήθεια της γιαγιάς, η οποία στα νιάτα της ήταν
χορεύτρια του καν καν στο Μουλέν Ρουζ, διαπρέπει στο Χόλιγουντ και καλεί την Κοκκινομπλουτζινίτσα στην τελετή απονομής του πρώτου του
Όσκαρ.
Στο
Πλατς Μουτς! πάλι, η πριγκίπισσα
Φλουρένια απαρνείται την ασφυκτική εξαιτίας της εθιμοτυπίας ζωή των ανακτόρων, όπου σκοπός της ανατροφής της είναι η
προετοιμασία για έναν γάμο με κάποιον πρίγκιπα και επιλέγει μέσα από μια αναπάντεχη μεταμόρφωση μια ελεύθερη ζωή κοντά στη φύση.
Η απόφαση της έκδοσης ανατρεπτικών παραμυθιών χρονολογείται από την εποχή που το ιατρικό περιοδικό
LANCET μου είχε ζητήσει να γράψω ένα άρθρο με θέμα την
κατάχρηση ψυχοφαρμάκων για τον έλεγχο των καταδίκων στις
αγγλικές φυλακές. Ο διευθυντής του
LANCET μου είχε στείλει διάφορες δημοσιεύσεις, μεταξύ των οποίων το φυλλάδιο μιας οργάνωσης Κουάκερων με τίτλο
THE FALSE DICHOTOMY, το οποίο ξεκινούσε με τη φράση: «Ένα από τα προβλήματα του σημερινού τρόπου προσέγγισης των κοινωνικών προβλημάτων είναι ότι προβαίνουμε σε μια λανθασμένη διάκριση όχι μεταξύ καλού και κακού, αλλά μεταξύ καλών και κακών ανθρώπων».
Τότε ήρθε στον νου μου ένα παραμύθι που είχα γράψει παλαιότερα και το οποίο
δεν είχε γίνει δεκτό ούτε από τον
ΚΕΔΡΟ, τον εκδοτικό οίκο με τον οποίο έβγαζα τα πρώτα μου βιβλία, ούτε από το παιδικό περιοδικό
Το Ρόδι με το οποίο συνεργαζόμουν, επειδή κατά τη γνώμη των υπευθύνων «αφού μπορώ και γράφω τόσο ωραίες δικές μου ιστορίες, δεν υπάρχει λόγος να αλλοιώνω ένα κλασικό παραμύθι».
Αποφάσισα να το
μεταφράσω στα αγγλικά και το έστειλα στον εκδοτικό οίκο
ΗΕΙΝΕΜΑΝΝ όπου έγινε δεκτό. Την εικονογράφηση ανέλαβε η καταξιωμένη εικονογράφος
Helen Oxenbury, χρησιμοποιώντας το αγαπημένο της λυκόσκυλο ονόματι Stanley ως μοντέλο για την απεικόνιση των τριών κεντρικών ηρώων.
Το βιβλίο αυτό είχε τον τίτλο "
Τα τρία μικρά λυκάκια" και ήταν μια ανατροπή του κλασικού παραμυθιού "
Τα τρία μικρά γουρουνάκια".
Αντιστρέφοντας τους ρόλους των «καλών» και των «κακών», "
Τα τρία μικρά λυκάκια" μεταδίδουν το μήνυμα ότι
δεν υπάρχουν καλά και κακά πρόσωπα ή κατηγορίες προσώπων. Υπάρχουν μόνο καλές και κακές
πράξεις, ενέργειες και αποφάσεις.
Χάρη, μεταξύ άλλων, στην κριτική του περιοδικού
Economist, το οποίο έγραψε ότι «μόνο οι πλέον ταλαντούχοι από τους συγγραφείς έχουν την ικανότητα, επεμβαίνοντας σε ένα κλασικό παραμύθι, να δημιουργούν κάτι σχεδόν εξίσου διασκεδαστικό και άξιο προβληματισμού με το πρωτότυπο» και ότι «το βιβλίο
επιτυγχάνει το σχεδόν ακατόρθωτο», καθώς και στην κριτική της εφημερίδας
New York Times που το συνιστούσε ως «μια αλληγορία της σύγχρονης αμερικανικής κοινωνίας, όπου
οι καλοί φυλακίζονται στα σπίτια τους από τον φόβο των κακών», το βιβλίο αυτό έγινε παγκόσμιο μπεστ σέλερ.
Προκάλεσε, όμως, και ποικίλες αντιδράσεις. Η Ελβετίδα εκπαιδευτικός Joyce Wakenshaw (Director of the United Nations Nursery School Pregny-Rigot) για παράδειγμα έγραψε: «Για γενεές ολόκληρες ο λύκος είχε χρησιμοποιηθεί σε παιδικές ιστορίες για να εκπροσωπεί το κακό και να προξενεί τον φόβο και γιατί όχι; - αν το παιδί ακούει την ιστορία σε ένα ασφαλές περιβάλλον, θα μπορέσει να αποδεχθεί τον φόβο του.
Γιατί, λοιπόν, ο Τριβιζάς δεν αφήνει τον λύκο
να εξακολουθεί να εκπροσωπεί τα κακά αυτού του κόσμου;» Ο Άγγλος κοινωνιολόγος William Thompson απάντησε ότι τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν να αξιολογούν τις πράξεις των άλλων καθ’ εαυτές, όχι επί τη βάσει του χρώματος, της εθνικότητας, της εμφάνισης, της καταγωγής ή άλλων χαρακτηριστικών τους, ότι
το καλό και το κακό ενυπάρχει στον καθένα και ότι οι καλοί μπορούν να γίνουν κακοί και τανάπαλιν.
Όταν, αντί να αξιολογούμε πράξεις, καταφεύγουμε σε
στερεότυπα, οδηγούμαστε σε επικίνδυνα μονοπάτια. Με αφορμή τη βράβευση του βιβλίου από μια Ένωση Βιβλιοθηκαρίων στην Αμερική είχα δώσει στην Αριζόνα μια διάλεξη με θέμα τους
κινδύνους που η χρήση
στερεότυπων του καλού και του κακού μπορεί να προκαλέσει.
Ο πρώτος από αυτούς είναι
ο κίνδυνος της αυτοπραγματοποιούμενης προφητείας. Η αυτογνωσία είναι συχνά αποτέλεσμα κοινωνικής διεργασίας. Ο τρόπος με τον οποίο ορίζουμε τους εαυτούς μας και βάσει του οποίου ενεργούμε, εξαρτάται από τον τρόπο που οι άλλοι στο περιβάλλον μας μας ορίζουν και μας αντιμετωπίζουν. Όταν οι άλλοι
μας θεωρούν κακούς,
ανόητους,
τεμπέληδες ή οτιδήποτε άλλο αρνητικό και
μας φέρονται ανάλογα, αργά ή γρήγορα
αρχίζουμε να προσλαμβάνουμε και
να ορίζουμε και εμείς με τον ίδιο τρόπο τους εαυτούς μας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να είμαστε
προσεκτικοί στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Όταν ένα παιδί για παράδειγμα κάνει κάτι το μεμπτό, πρέπει να αποφεύγουμε να του λέμε «
είσαι βλάκας» ή «
είσαι κακός», αλλά «έκανες μια βλακεία» ή «αυτό που έκανες δεν ήταν σωστό». Να επικεντρώνουμε, δηλαδή, την απαξίωση στην
πράξη, να μην αποδίδουμε χαρακτηρισμό.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι τα στερεότυπα
αυξάνουν τους κινδύνους θυματοποίησης, ιδίως των παιδιών. Για παράδειγμα, όσον αφορά το έγκλημα της κακοποίησης,
τα παιδιά κινδυνεύουν περισσότερο από άτομα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος παρά από αγνώστους και ξένους. Εκατοντάδες παιδιά έχουν υποστεί σιωπηλά κακοποίηση, επειδή ήταν
αδύνατον να παραδεχτούν τα ίδια ή να πείσουν τους άλλους ότι οι υποτιθέμενοι «καλοί» γονείς και άλλα πρόσωπα εμπιστοσύνης
τα κακοποιούσαν. Όλοι βασίζονταν στο στερεότυπο του καλού και του κακού – ότι δηλαδή
τα μέλη της οικογένειας είναι οι «καλοί», «οι ακίνδυνοι», ότι «κακοί» και
«επικίνδυνοι» είναι οι ξένοι, ότι είναι κανείς ασφαλής με την οικογένειά του στο σπίτι ή στην εκκλησία, ενώ κινδυνεύει από αγνώστους στον δρόμο.
Αυτή η προσέγγιση σε ορισμένες περιπτώσεις θέτει ακόμα
σε μεγαλύτερο κίνδυνο τα παιδιά. Καλοπροαίρετοι ενήλικες
διστάζουν να πλησιάσουν παιδιά σε δημόσιους χώρους, όπως συνέβη στην υπόθεση του δίχρονου James Bulger που δολοφονήθηκε από δύο άλλα παιδιά. Ενήλικες που
αντελήφθησαν τους ενδεκάχρονους δράστες να σύρουν το θύμα στον τόπο του εγκλήματος δεν επενέβησαν επειδή επρόκειτο για παιδιά και φοβήθηκαν ότι τα κίνητρά τους
θα μπορούσαν να παρεξηγηθούν.
Τέλος, όταν τα στερεότυπα του καλού και του κακού συνδυάζονται με
εθνικά στερεότυπα δημιουργείται ένα
ιδιαίτερα εκρηκτικό μείγμα. Όταν ένα πρόσωπο, μια χώρα ή μια εθνότητα θεωρείται ότι ενσαρκώνει το καλό και ο αντίπαλος το κακό, ανοίγει ο δρόμος για κάθε λογής βαρβαρότητα.
Θα τελειώσω με την παρατήρηση ενός παιδιού. Μετά από μια διάλεξή μου στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, στη Μινεάπολη, για το ίδιο θέμα ακολούθησε συζήτηση την οποία συντόνιζε ο θεωρητικός της παιδικής λογοτεχνίας Jack Zipes. Είχαν ακουστεί απόψεις που προσέγγιζαν το θέμα από νομικής, θεολογικής και φιλοσοφικής πλευράς, όταν
ένα παιδί που βρισκόταν στο αμφιθέατρο, μεταξύ των ενηλίκων,
ζήτησε τον λόγο και απευθύνθηκε σε μένα:
–
Δεν έχετε δίκιο, είπε. Εγώ ξέρω γιατί οι λύκοι είναι πραγματικά κακοί. Είναι κακοί επειδή τρώνε τα γουρουνάκια.–
Σωστό αυτό που λες, του απάντησα, αλλά και εμείς οι άνθρωποι τρώμε γουρουνάκια. Είμαστε όλοι κακοί;Το παιδί έμεινε για λίγο σιωπηλό.
–
Όχι, απάντησε μετά από λίγες στιγμές σκέψης. Όχι, δεν είμαστε όλοι κακοί.Ευγένιος Τριβιζάς