Στις 11 Μαΐου 1933 ο Γκαίμπελς έκαψε 20.000 «εβραϊκά» βιβλία στην Opernplatz του Βερολίνου, μπροστά στο πανεπιστήμιο Χούμπολτ. Σε περίοπτη θέση για το κάψιμό τους, μαζί με τα έργα των Μπρεχτ, Μαρξ, Κάουτσκι, Ρεμάρκ, Τσβάιχ, κ.ά., βρίσκονταν βέβαια και τα έργα του
Σίγκμουντ Φρόυντ. Ο ίδιος ο Φρόυντ, σχολίασε από τη Βιέννη όπου ζούσε: «Οποία πρόοδος! Τον Μεσαίωνα θα είχαν κάψει εμένα, σήμερα αρκούνται να κάψουν τα βιβλία μου!»
Αυτό από τον σημερινό θεατή, αν βρισκόμασταν σε θέατρο, θα μπορούσε να εκληφθεί μόνο ως τραγική ειρωνεία. Γιατί το κάψιμο των «εβραϊκών» βιβλίων ακολούθησε, πράγματι, το κάψιμο και εκατομμυρίων εβραίων.
Έλλειψη διορατικότητας
Ο Φρόυντ δεν στάθηκε αρκετά διορατικός ως προς αυτό, αντίθετα λ.χ. με τον ποιητή
Χάινριχ Χάινε (τον οποίο θαύμαζε και ο ίδιος), του οποίου η διάσημη ρήση «εκεί που καίνε βιβλία, κάποτε θα καίνε και ανθρώπους», είχε διατυπωθεί πολλά χρόνια πριν. Ο Σίγκμουντ Φρόυντ, όπως πολύ ωραία περιγράφεται από την
Ελιζαμπέτ Ρουντινεσκό, στη βιογραφία της «
Ο Σίγκμουντ Φρόυντ στην εποχή του και τη δική μας» (εκδ. Πατάκη) ήταν ένας άνθρωπος πολιτικά συντηρητικός αλλά επιστημονικά ρηξικέλευθος, ο οποίος όμως δεν μπόρεσε να διανοηθεί τι επρόκειτο να συμβεί. Απεχθανόταν τις δικτατορίες και ήταν μάλλον υπέρ μιας συνταγματικής μοναρχίας. Διαχώριζε ωστόσο τον κομμουνισμό από τον ναζισμό, στο μέτρο που στον πρώτο αναγνώριζε ένα
επαναστατικό ιδεώδες, ενώ στον δεύτερο δεν έβλεπε, και από τη δική του ψυχολογική θεώρηση, παρά μια μείζονα παλινδρόμηση προς τα φονικότερα ένστικτα της ανθρωπότητας.
Εντούτοις ποτέ δεν πίστεψε ότι οι ναζί θα έκαναν αυτά που έκαναν, είχε εμπιστοσύνη στις κατακτήσεις του πολιτισμού σε σχέση με τον
Μεσαίωνα που έριχνε στην πυρά ανθρώπους, έφτασε μάλιστα στο σημείο να δείχνει ανοχή σε έναν ακροδεξιό εθνικιστή καγκελάριο της Αυστρίας, τον Ένγκελμπερτ Ντόλφους, έστω και αν αυτός καταργούσε δικαιώματα και ασκούσε πολιτικές
διώξεις, θεωρώντας τον ανάχωμα στην άνοδο του ναζιστικού κόμματος. Τελικά, όμως, οι αυστριακοί ναζί τον δολοφόνησαν και αυτόν και σε συνεργασία με τον Χίτλερ πήραν την εξουσία.
Είναι εντυπωσιακό το πόσο
«τυφλός», όπως λέει η Ρουντινεσκό, υπήρξε σε αυτό το ζήτημα ο Φρόυντ, αφού σε πλείστα άλλα υπήρξε διορατικότατος. Λ.χ. προέβλεψε με ακρίβεια ότι η δημιουργία εβραϊκού κράτους στη «Γη της Επαγγελίας», μόνο προβλήματα θα δημιουργούσε, αφού μουσουλμάνοι και χριστιανοί δεν θα δέχονταν ποτέ να εμπιστευτούν τα ιερά τους στους Εβραίους και στο τέλος θα δημιουργούνταν, όπως και συνέβη, μια
ανεπίλυτη έριδα όχι μόνο ανάμεσα στους τρεις μονοθεϊσμούς, αλλά και ανάμεσα στους λαούς που ζουν εκεί.
Ίσως αυτή η «τύφλωση», συμπεραίνει κανείς πίσω από τις γραμμές, να οφείλεται σε κάτι συγκεκριμένο: στην επιμονή του Φρόυντ σε μια πολιτική
ουδετεροφιλία της Ψυχανάλυσης, προκειμένου να μπορέσει να θεμελιωθεί αυτό που ο ίδιος θεωρούσε σκοπό ζωής, ο επιστημονικός της χαρακτήρας. Αν η
Ψυχανάλυση είναι επιστήμη τότε είναι ουδέτερη, όπως όλες οι επιστήμες. Και στην αγωνία του να κατοχυρώσει την ιδιότητα της επιστήμης στην Ψυχανάλυση, της θετικής μάλιστα επιστήμης, δεν είδε αυτό που προφανώς είδαν ακόμα και οι
ναζί: ότι εκείνο που πρότεινε ο Φρόυντ ήταν στην πραγματικότητα και ένα πολιτικό σχέδιο: στο έργο του «
Δυσφορία μέσα στον πολιτισμό», που έμελλε να γίνει ίσως και το μεγαλύτερο μπεστ σέλερ του, ο Φρόυντ εξηγούσε ότι η ενόρμηση καταστροφής (και αυτοκαταστροφής) είναι μια φυσική κατάσταση στον άνθρωπο και ότι ο μόνος τρόπος να τιθασευτεί είναι μέσω του πολιτισμού. Αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε να επενδυθεί η λίμπιντο σε ανώτερες μορφές δημιουργικότητας, όπως ο έρωτας, η τέχνη και η επιστήμη αλλά και στη στράτευση στην ικανότητα να ζει κανείς σε κοινωνία και στην επιδίωξη της ευημερίας όλων.
Αυτά προϋποθέτουν, κατά τον Φρόυντ, την ύπαρξη της οικογένειας ως κοινωνικού κυττάρου και την
ανάπτυξη του λόγου: «Πραγματικός θεμελιωτής του πολιτισμού», έλεγε, «είναι ο πρώτος εκείνος άνθρωπος που πέταξε μια βρισιά στο κεφάλι του εχθρού του, αντί να του πετάξει ακόντιο». Ταυτόχρονα σημείωνε ότι ο πολιτισμός είναι πηγή απογοήτευσης γιατί ακριβώς απαιτεί την παραίτηση από τις ενορμήσεις καταστροφής και ότι όμως χρειάζεται προσοχή να μην καταπιέζονται υπέρμετρα η σεξουαλικότητα και η επιθετικότητα, υπαρκτές και απαραίτητες σε κάθε μορφή ζωής.
Ο Φρόυντ
απέρριπτε εξίσου τον κομμουνισμό και τον άκρατο οικονομικό φιλελευθερισμό, τον American way of life. Για τον πρώτο έλεγε ότι καταπίεζε ένα μείζον κίνητρο των ανθρώπινων ενορμήσεων, την επιθυμία κατοχής πλούτου, για τον δεύτερο όμως ήταν εξίσου ή και περισσότερο αυστηρός, θεωρώντας ότι ο άκρατος ατομικισμός οδηγεί σε οικονομική καταστροφή. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που δεν «έβλεπε» τον ναζισμό ως κίνδυνο, γιατί τον έβλεπε
απαξιωτικά και τον υποτιμούσε, την ώρα που η κριτική του ήταν στραμμένη στον αμερικανικό τρόπο ζωής.
Το ίδιο κριτικός ήταν και προς τη (χριστιανική και όχι μόνο) θρησκεία θεωρώντας πως η αγάπη προς το πλησίον, στην οποία είναι θεμελιωμένη, παραγνωρίζει τη γοητεία που ασκεί στον άνθρωπο η καταστροφή. Ο ίδιος εντέλει, προέκρινε μια ιδέα εμπνευσμένη από το
πλατωνικό «Συμπόσιο»: έναν ανώτατο άρχοντα που θα μεριμνά για το κοινό καλό συμβουλευόμενος μια διεθνή πολιτεία σοφών, μια κοινότητα εκλεκτών. Με αυτή την έννοια, όσο καταδίκαζε τις δικτατορίες άλλο τόσο καταδίκαζε και τις ανατροπές «από τα κάτω», παραγνωρίζοντας, βέβαια, το ζήτημα των κοινωνικών ανισοτήτων.
Η σχέση του με τα αρχαία ελληνικά κείμενα αποδείχθηκε άλλωστε καθοριστική για το έργο του. Τον βοήθησε να ξεφύγει από τα δεσμά της νευρολογίας στην οποία ήταν προσδεδεμένος αρχικά και, μέσω της
τραγωδίας, τον έκανε να εντρυφήσει στο ασυνείδητο και να γράψει εντέλει το πρώτο μεγάλο του βιβλίο: την «
Ερμηνεία των Ονείρων», όπου θεμελίωσε και το περίφημο «οιδιπόδειο σύμπλεγμα».
Το εξακοσίων, πυκνογραμμένων σελίδων, συναρπαστικό βιβλίο της Ρουντινεσκό έχει, βέβαια, τα πάντα για τη ζωή και το έργο του Σίγκμουντ Φρόυντ, εμείς αναπόφευκτα εστιάσαμε σε ένα μικρό μέρος του. Το σημαντικό είναι ότι συνδέει εξαιρετικά μια
πλήρη βιογραφία με τα δεδομένα της εποχής του αλλά και με την πρόσληψη που έχει το έργο του Φρόυντ σήμερα, καθώς η ίδια είναι
Ιστορικός της Ψυχανάλυσης και ξέρει περίπου τα πάντα για αυτόν και για την επιστήμη που ίδρυσε. Έγραψε ένα καταπληκτικό βιβλίο, εξαιρετικά καλογραμμένο και διαφωτιστικό, ίσως και γιατί τήρησε τη συμβουλή που της έδωσε ο διάσημος -μακαρίτης πια- Γάλλος ιστορικός Ζακ Λε Γκοφ: να εξετάσει πώς ο Φρόυντ δημιουργεί την εποχή του, όντας ταυτόχρονα δικό της δημιούργημα.