Ξαναδιαβάζοντας για το 1821 / Aποσπάσματα από το βιβλίο «Ρίζες και θεμέλια»

Περίληψη: Με αφορμή την εθνική επέτειο ανατρέχουμε σε βιβλία κατατοπιστικά: Ανάμεσά τους το «Ρίζες και θεμέλια» των Μαρίας Ευθυμίου και Μάκη Προβατά. Διαβάστε μερικά ενδιαφέροντα αποσπάσματα σχετικά με την Επανάσταση του Γένους.

Φέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης και την αρχή για την εδραίωση του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Ο ελληνισμός, όμως, μπορεί να χαρτογραφήσει την ιστορία του στις περιοχές των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας και των παραλίων της Μεσογείου πολλές χιλιάδες χρόνια πίσω. Ένα από τα καλύτερα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας, για να ιχνηλατήσουμε την ιστορία της περιοχής, είναι η ελληνική γλώσσα, η οποία για σχεδόν 4.000 χρόνια συνδέει τους Έλληνες του χθες με τους Έλληνες του σήμερα. Αυτή είναι και η βάση της πολύ ενδιαφέρουσας ιστορικής έρευνας «Ρίζες και θεμέλια» των Μαρία Ευθυμίου και Μάκη Προβατά, η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

«Ρίζες και θεμέλια» - Λίγα λόγια για το βιβλίο


Με όχημα την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας ανά τους αιώνες η Μαρία Ευθυμίου κάνει ένα οδοιπορικό στην ιστορία της Ελλάδας. Η συνεχόμενη χρήση της ίδιας γλώσσας για σχεδός 4.000 χρόνια δίνει τη δυνατότητα στη συγγραφέα να ξεκινήσει την έρευνά της από πολύ παλιά. Η Γραμμική Β’ είναι η πρώτη γλώσσα που μπορούμε με σιγουριά να αναγνωρίσουμε ως ελληνική, πριν ακόμα δημιουργηθεί το ελληνικό αλφάβητο που γνωρίζουμε. Η Γραμμική Β’ χρησιμοποιήθηκε από το 1.400 π.Χ. και έπειτα αλλά από διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα γνωρίζουμε ότι στον ελληνικό χώρο χρησιμοποιούνταν διαφορετικές μορφές γλωσσών από το 2.000 π.Χ. Αυτό που κάνει τη Γραμμική Β’ ξεχωριστή είναι ότι μπορούμε να την συνδέσουμε άμεσα με την προσπάθεια δημιουργίας μιας κοινής γλώσσας και εθνικής ταυτότητας για τους κατοίκους της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου.

Με τη δημιουργία των ελληνικών που αναγνωρίζουμε έως και σήμερα, η κοινή ταυτότητα των Ελλήνων εδραιώθηκε πλήρως. Η νέα γλώσσα, η οποία είναι ζωντανή μέχρι σήμερα με μικρές αλλαγές, βοήθησε στο να θεμελιωθεί ένας από τους σημαντικότερους πολιτισμούς της ιστορίας, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτική, τη θρησκεία, τη επιστήμη και σε πολλούς ακόμα τομείς της ιστορίας της Ευρώπης. Η επίδρασή της παρέμεινε μεγάλη ακόμα και κατά την κυριαρχία νέων αυτοκρατοριών, όπως ήταν η ρωμαϊκή. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η ελληνική γλώσσα ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά που κράτησε αναλλοίωτο το ελληνικό πνεύμα και βοήθησε στη διατήρηση της συνοχής των Ελλήνων. Μετά την απελευθέρωση, τα ελληνικά συνέχισαν την ιστορία τους ως η επίσημη πλέον γλώσσα του νεοσύστατου κράτους.

Τα ελληνικά είναι μία από τις τρεις μόνο γλώσσες που υπάρχουν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η ιστορική σημασία τους είναι τεράστια και φέτος, που συμπληρώνονται 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, αξίζει να κάνεις μια βαθύτερη αναδρομή στην ιστορία της γλώσσας. Σε αυτό θα σε βοηθήσει το βιβλίο «Ρίζες και θεμέλια», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Διάβασε μερικά ενδιαφέροντα αποσπάσματα του βιβλίου παρακάτω και απόκτησέ το άμεσα στο public.gr!

Φτάνοντας στην Επανάσταση του Γένους, ποιες κρίσιμες συνθήκες συναντήθηκαν ώστε να την κάνουν αναπόφευκτη; Άλλωστε κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο να συμβεί σε κάθε μεγάλη επανάσταση στην Ιστορία του κόσμου.

Η επανανάδυση και η σταδιακή χαλύβδωση των τριών πυλώνων που διαχρονικά στηρίζουν τα θεμέλια του Ελληνισμού –δηλαδή η γλώσσα και η παιδεία, η ναυτιλία και το εμπόριο, η διασπορά και η επανατροφοδότηση– ήταν εκείνες που επέτρεψαν στο Έθνος, κυρίως κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας, να αντλήσει δυνάμεις και να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του και τους στόχους του.

Η εξωστρέφεια των Ελλήνων εμπόρων και ναυτικών και η δημιουργία πολυάριθμων δυναμικών μικρών και μεγάλων ελληνικών παροικιών τόσο στην Ιταλική Χερσόνησο, τη δυτική, κεντρική και ανατολική Ευρώπη, όσο και στη Ρωσία και τη Μαύρη Θάλασσα, έπαιξαν ρόλο στην ενίσχυση και αναβάθμιση της παιδείας τους, αλλά και στην αυτογνωσία και την αυτοπεποίθησή τους. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι την αναγέννηση του Έθνους την οραματίστηκαν και την επεχείρησαν, οργανώνοντας το 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας τη Φιλική Εταιρεία, άτομα σχετιζόμενα με τον κύκλο του εμπορίου της Μαύρης Θάλασσας και της νότιας Ρωσίας. Άτομα, δηλαδή, που είχαν γνώση τόσο των εσωτερικών παραμέτρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και των διεθνών ισορροπιών, σε μιαν εποχή έντονων ανακατατάξεων πολιτικών, οικονομικών και ιδεολογικών. Και που είχαν την πεποίθηση ότι, μπαίνοντας στη φωτιά, μπορούσαν να τα καταφέρουν κι ας είχε ο αντίπαλος την υπεροπλία.

Γιατί –μέσω της οικονομικής δράσης, της παιδείας και των διεθνών επαφών τους– οι Έλληνες αυτοί είχαν κατακτήσει αυτοπεποίθηση και εθνική υπερηφάνεια, σε μία Οθωμανική Αυτοκρατορία, που έφθινε και κλυδωνιζόταν. Η νέα αυτοπεποίθηση των Ελλήνων σχετίζεται με πολλά, αλλά κυρίως με μία παλαιότερη ανατροπή παγκόσμιας σημασίας, στην οποία έχουμε αναφερθεί και που, παραδόξως, επηρέαζε τους Έλληνες από πολλαπλούς δρόμους – και μάλιστα πολύ. Η ανατροπή αφορά τη δυτική Ευρώπη, αυτή που μέχρι το 1000 περίπου βρισκόταν πολιτισμικά πίσω από τον Ελληνισμό και το Βυζάντιο, αλλά, έκτοτε, μπήκε σε τροχιά ανάκαμψης, όπως ήδη έχουμε πει. Η τροχιά αυτή θα φέρει την αποφασιστική ανατροπή εκεί γύρω στο 1400, όταν το Βυζάντιο βρίσκεται κοντά στο τέλος του, την ώρα που η Δύση αναδύεται ισχυρή πρώτα με την Αναγέννηση και, στη συνέχεια, με τις θαλασσινές εξερευνήσεις, την Επιστημονική Επανάσταση, τον Διαφωτισμό και τη Βιομηχανική Επανάσταση. Και κατακτά τη γη. Για την εκτίναξή της αυτή, η Δύση στηρίχθηκε, ανάμεσα στ’ άλλα, σε δύο πολιτισμικές κληρονομιές του παρελθόντος: στην ελληνική και στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, τις οποίες θαύμασε, μελέτησε εις βάθος, έκανε παράδειγμα των επιλογών και των δράσεών της, ενσωμάτωσε στην εκπαίδευση των νέων της και των στελεχών της.

Έτσι, οι Έλληνες έμποροι και ναυτικοί που βρέθηκαν σε δυτικοευρωπαϊκό περιβάλλον άκουσαν εκεί για τους προγόνους τους και τα επιτεύγματά τους και τους θαύμασαν και οι ίδιοι· κολακεύτηκαν από το γεγονός ότι η δυτική Ευρώπη, η πιο προχωρημένη περιοχή του κόσμου σε κάθε πεδίο του ανθρώπινου πολιτισμού, περίμενε από αυτούς πολλά, ακριβώς γιατί ήταν απόγονοι τόσο αξιοθαύμαστων προγόνων· πείσμωσαν από την επιθυμία να γίνουν αντάξιοι των προσδοκιών αυτών – πράγμα που προϋπέθετε την απελευθέρωσή τους από την τουρκική κυριαρχία.

Μέσα στις παραπάνω συγκυρίες και αισθήματα, κυο­φορήθηκαν σημαντικές αλλαγές ανοιχτές στα κελεύσματα του Εθνισμού, του μεγάλου κινήματος της εποχής που ζητούσε από τους λαούς να διεκδικήσουν, με κάθε κόστος, την ανεξαρτησία τους και την εθνική τους φυσιογνωμία συγκρουόμενοι με τις αυτοκρατορίες που, μέχρι τότε, τους εξουσίαζαν.

Η Επανάσταση των Ελλήνων πλησίαζε. Στο βαρύ αυτό καθήκον τούς «καλούσαν» πια –μέσω των Δυτικοευρωπαίων με τους οποίους οι Έλληνες συγχρωτίζονταν στις παροικίες, στις αγορές και στα λιμάνια– «οι ίδιοι οι ένδοξοι πρόγονοί τους».

Πώς, λοιπόν, και μέσα από ποιους δρόμους έγινε η μεγάλη ανατροπή; Ποιες ήταν οι διαδρομές ολοκλήρωσής της;

Το «προοδεύον δεσποζόμενον» πήρε τη δύναμη να επαναστατήσει κατά του «στασίμου δεσπόζοντος» το 1821. Η σύγκρουση διήρκησε οκτώ σχεδόν χρόνια, από το 1821 έως το 1829, για να λήξει με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου τον Φεβρουάριο του 1830, οπότε οι τρεις δυνάμεις, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία, επικύρωσαν τη δημιουρ­γία ανεξάρτητου εθνικού κράτους με το όνομα «Ελλάς». Τα σύνορα που προβλέπονταν στο Πρωτόκολλο αυτό επρόκειτο να αναθεωρηθούν δύο χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 1832, με τη Συνθήκη του Λονδίνου, και να τοποθετηθούν βορειότερα, προς όφελος της Ελλάδας, στη γραμμή Αμβρακικού- Παγασητικού. Η Ελλάδα ήταν το πρώτο ανεξάρτητο εθνικό κράτος που δημιουργούνταν μετά από επανάσταση στην Ευρώπη του 19ου αιώνα. Ήταν, επίσης, το πρώτο εθνικό ανεξάρτητο κράτος που δημιουργούνταν αποκοπτόμενο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Και μόνο τα παραπάνω καταδεικνύουν τη σημασία του μεγάλου αυτού Αγώνα. Ενός Αγώνα αμφίρροπου, με νίκες, ήττες, εμφυλίους, ηρωισμό, μικροψυχία, αξιοπρέπεια, απληστία, ανιδιοτέλεια, παραδοπιστία, ιδιοτέλεια, μεγαθυμία, δοτικότητα, μικρότητα, περηφάνια, εγωισμό, κενοδοξία, ακεραιότητα, διαφθορά, ωμότητα, αυτοθυσία, ατομικισμό, αλαζονεία, εντιμότητα, δειλία, γενναιοδωρία, ευγένεια, υστεροβουλία. Που κινδύνευσε να χαθεί ολότελα το 1826-1827, αλλά διασώθηκε χάρις στην επέμβαση του ενωμένου στόλου Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας στο Ναυαρίνο, τον Οκτώβριο του 1827. Για να σταθεί και πάλι όρθιος και να συνεχίσει μέχρι το φθινόπωρο του 1829, οπότε και, το 1830, το Πρωτόκολλο του Λονδίνου έδωσε νικηφόρο τέλος, όπως είδαμε, σ’ αυτήν την επίπονη προσπάθεια.

Η Επανάσταση του 1821 ήταν μεγάλη στιγμή του Γένους, που, με τα θετικά και τα αρνητικά της, μας καθορίζει μέχρι σήμερα.

Αυτό που λέτε έχει ενδιαφέρον, γιατί μάλλον δεν είναι ξεκάθαρο στο μυαλό εμάς των νεότερων Ελλήνων. Ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά που θα υπογραμμίζατε για την περίοδο του ’21, και κυρίως πώς επηρέασαν τη μετέπειτα ζωή της Ελλάδας;

Στα θετικά θα κατέτασσα την ετοιμότητα των στελεχών του Έθνους, λογίων, προυχόντων, εμπόρων, καραβοκύρηδων, κληρικών, ενόπλων, να μετάσχουν σ’ αυτό το δύσκολο και απαιτητικό εγχείρημα, μέχρι την τελική έκβαση. Κυρίως, όμως, θα απέτια φόρο τιμής στη βουβή καρτερία των απλών καθημερινών ανθρώπων που άντεξαν οκτώ χρόνια σκληρού και βίαιου πολέμου, οκτώ χρόνια καταστροφών, σφαγών και δηώσεων, προκειμένου να δουν να διαμορφώνεται ένα νέο, φωτεινότερο μέλλον γι’ αυτούς και την κοινωνία τους.

Στα αρνητικά θα κατέτασσα την εγωιστική και κοντόθωρη προσέγγιση που χαρακτήριζε πολλές από τις εσωτερικές συγκρούσεις του Αγώνα, αυτές που στη βιβλιογραφία σχηματικά περιγράφονται ως συγκρούσεις μεταξύ «πολιτικών» και «στρατιωτικών», αλλά και μεταξύ «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων». Οι συγκρούσεις αυτές είχαν μεγάλο ρόλο στους δύο βαρείς κύκλους του καταστροφικού εμφυλίου του 1824, ο οποίος, με τη σειρά του, άνοιξε τον δρόμο στα στρατεύματα του Ιμπραήμ και στις σαρωτικές επιτυχίες που οι δυνάμεις του αντιπάλου παρουσίασαν κατά των Ελλήνων, από το 1825 έως το 1827.

Τα αποτυπώματα που άφησαν οι συγκρούσεις αυτές επηρέασαν και επηρεάζουν τη ζωή του τόπου μέχρι σήμερα. Κυρίως γιατί, μέσα από περίπλοκες ιδεολογικές και πολιτικές διαδρομές, στο συνολικό υποσυνείδητο αγιοποιήθηκαν συλλήβδην οι «στρατιωτικοί» του Αγώνα, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ή ο Οδυσσέας Αντρούτσος και οι άλλοι ένοπλοι, ενώ δαιμονοποιήθηκαν, επίσης συλλήβδην, οι «πολιτικοί» του Αγώνα, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ή ο Ιωάννης Κωλέττης και τα άλλα στελέχη της κυβερνητικής, διπλωματικής και διοικητικής μηχανής του Αγώνα. Μέσα από το χονδροειδές αυτό ιδεολογικό δίπολο, διαμορφώθηκε μία καίρια παράμετρος της νεοελληνικής κοινωνίας: αυτή που απορρίπτει εκ προοιμίου το πολιτικό της προσωπικό, τις επιλογές και τις προτάσεις του, χρησιμοποιώ­ντας τη στάση αυτή ως νομιμοποιητική βάση για την άρνηση κάθε αλλαγής, αλλά και για την πρόταξη προσωπικών, αντί συλλογικών, οραμάτων και επιδιώ­ξεων.

Για την πρόταξη, δηλαδή, του «εγώ» αντί του «εμείς» – με τα τόσο αρνητικά αποτελέσματα που αυτό, συχνά, συνεπιφέρει στην κοινωνία μας.

Video Duration
93:44


Αναφέρατε πως η Επανάσταση έχει να επιδείξει, εκ μέρους των συμμετεχόντων σε αυτήν, συμπεριφορές κάθε τύπου, καλές και κακές. Υπάρχουν κάποιες προσωπικότητες που εσάς σας συγκινούν ιδιαίτερα με το ήθος και την αφοσίωσή τους στον συνολικό εθνικό στόχο που είχε θέσει ο Αγώνας;

Όπως ήδη ελέχθη, η Επανάσταση τα είχε όλα, καλά και κακά. Ανάμεσα στις προσωπικότητες που ξεχωρίζω και με συγκινούν μελετώντας το ήθος και τα έργα τους, θα επέλεγα να αναφέρω τρεις – η καθεμία από άλλον τόπο και από άλλες κοινωνικές καταβολές, αλλά με το ίδιο φως στην ψυχή και τη δράση τους. Ο ένας είναι ο έμπορος και πλοιοκτήτης Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, προεπαναστατικά ο πλουσιότερος άνθρωπος της Πάτρας και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Με την έκρηξη της Επανάστασης μπήκε αμέσως στη φωτιά, πρωτοστάτησε την 21η Μαρτίου 1821 στην επανάσταση της πόλης του και είδε τα σπίτια του και τα υποστατικά του να γίνονται στάχτες από την εκδίκηση των Τούρκων. Σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα ήταν μέσα σε όλα όσα έπρεπε –στρατιωτικά και πολιτικά– την ώρα που έπρεπε, χωρίς να υπολογίζει τίποτα, χωρίς να ζητάει για τον εαυτό του τίποτα. Κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου, βρέθηκε στην πολιορκούμενη πόλη ως μέλος της τριμελούς επιτροπής που είχε σταλεί από την κυβέρνηση για τη διοίκηση των πραγμάτων της δυτικής Ελλάδας. Στάθηκε όρθιος σε όλες τις δοκιμασίες, μετέσχε σε όλες τις δράσεις πάνω στις τάπιες τις ιερές. Σκοτώθηκε ξημερώνοντας η 11η Απριλίου 1826, τη φοβερή νύκτα της Εξόδου, όρθιος, φωτεινός και αξιο­πρεπής, όπως είχε ζήσει.

Με το Μεσολόγγι σχετίζεται η ζωή και του δευτέρου ατόμου, στο οποίο θέλω να αναφερθώ. Ο Χιώτης στην καταγωγή Μιχαήλ Κοκκίνης είχε σπουδάσει μαθηματικά και μηχανική στη Βιέννη και είχε χρηματίσει, για ένα διάστημα, καθηγητής στην Ηγεμονική Ακαδημία του Βουκουρεστίου, το θρυλικό αυτό ίδρυμα υψηλής ελληνικής παιδείας της Βλαχίας. Μετά τις δεινές εξελίξεις της Επανάστασης στο μέτωπο της Μολδοβλαχίας, ήλθε να μετάσχει στα επαναστατικά γεγονότα στον νότο της ελληνικής χερσονήσου. Έζησε την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου στο τέλος του 1822 και, παρ’ όλη τη νικηφόρα αντίσταση που προέβαλε η πόλη, παρατήρησε τις μεγάλες αδυναμίες που παρουσίαζε η άμυνά της. Συνειδητοποίησε ότι η ανάγκη δημιουργίας τείχους ήταν υψίστης προτεραιότητας και δόθηκε με όλη του την ψυχή στο έργο αυτό ούτως ώστε το τείχος να είναι έτοιμο πριν έλθει η επόμενη πολιορκία – που, δεδομένων των συνθηκών, δεν έμοιαζε καθόλου απίθανη. Συνεργαζόμενος με φιλέλληνες ειδικούς στο θέμα, σχεδίασε τα τείχη, κινητοποίησε, έπεισε και ενέπνευσε τους Μεσολογγίτες. Και, επί μήνες πολλούς, ρίχτηκαν όλοι μαζί ανιδιοτελώς στη δουλειά, χωρίς σταματημό κι ανάσα, με τον Κοκκίνη όρθιο να τρέχει στα εργοτάξια, να δίνει λύσεις τεχνικές, να υποδεικνύει εναλλακτικές, να σκίζει τα χέρια του από το τσαπί και την αξίνα. Ως κίνηση αλληλεγ­γύης στους αγώνες των λαών, ο Κοκκίνης ονόμασε τους προμαχώνες του επταγωνικού σχήματος τείχους όχι μόνο με ονόματα Ελλήνων ηρώων, αλλά και με ονόματα ξένων μαχητών της ελευθερίας της χώρας τους, όπως του Αμερικανού Βενιαμίν Φραγκλίνου, του Πολωνού Ταντέους Κοτζιούσκο, του Ούγγρου Τόκολι και άλλων.

Κατά τη δεύτερη μακρά και ηρωική πολιορκία της πόλης, από τον Απρίλιο του 1825 έως τον Απρίλιο του 1826 και την Έξοδο, ο Κοκκίνης ήταν πάντα εκεί, σε πλήρη δράση και εγρήγορση. Ανήσυχος από τις εξελίξεις, δόθηκε στην κατασκευή και δεύτερης γραμμής εσωτερικού τείχους, στην οποία και πάλι πρωτοστάτησε με άκρα εργατικότητα και αφοσίωση, μέσα σε ορυμαγδό κανονιοβολισμών και βλημάτων. Σκοτώθηκε κι αυτός, «ο πλείστον συντελέσας εις την
άμυναν μηχανικός», κατά τη μεγάλη νύκτα της Εξόδου. Συχνά, όταν μελετώ τα του Κοκκίνη, σκέπτομαι πως κάποιο πολυτεχνείο, κάποια ανώτερη ή ανώτατη τεχνική σχολή της χώρας μας θα έπρεπε να ονομασθεί προς τιμήν αυτού του παλικαριού. Αυτού του ανιδιοτελούς, ακάματου, ξεχωριστού Έλληνα μηχανικού.

Σχετιζόμενο με τις κατασκευές και την τεχνική είναι το τρίτο πρόσωπο που θα ήθελα να μνημονεύσω, ο Κώστας Λαγουμιτζής ή Χορμοβίτης ή Αργυροκαστρίτης. Αυτός, επειδή κέρδισε τον απέραντο σεβασμό των συναγωνιστών του, αναφέρεται συχνά στα κείμενα της Επανάστασης ως Κωστάκης – με το τιμητικό, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, -άκης στο τέλος του βαπτιστικού του ονόματος, όπως έγινε και με τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος, μετά τη νίκη του στα Δερβενάκια, προσφωνούνταν τιμητικά πλέον απ’ όλους Θεοδωράκης. Ο Λαγουμιτζής καταγόταν από το Αργυρόκαστρο της Ηπείρου και, όπως δείχνει και το όνομά του, ήταν εμπειρικός λαγουμιτζής, υπονομοποιός δηλαδή. Με την έκρηξη της Επανάστασης, μπήκε στον χορό του πολέμου και έκανε θαύματα με άκρα ανιδιοτέλεια και εγρήγορση, καθώς έσπευδε σε κάθε κρίσιμη πολιορκία του Αγώνα και έσωζε καταστάσεις ακυρώνοντας, με αντιλαγούμια, απόπειρες των Τούρκων να υπονομεύσουν με εκρηκτικά πόλεις και τείχη των Ελλήνων.

Η εικόνα του ήταν οικεία στους αγωνιστές, μια και, επί ώρες και ώρες, άγρυπνος νύκτες ολόκληρες, έβαζε το αυτί του στο χώμα, εντόπιζε υπόγειες δράσεις των υπονομοποιών του εχθρού και άρχιζε αμέσως το δικό του έργο. Έκανε τη διαφορά σε κρίσιμες πολιορκίες, όπως αυτή του Μεσολογγίου το 1825-1826 και της Ακρόπολης των Αθηνών το 1826-1827, με τον Μακρυγιάννη να γράφει για αυτόν τον «αθάνατον, περίφημο, γενναίο και τίμιο πατριώτη»: «Εις το Μισολόγγι και παντού αυτός ο γενναίος άντρας θάματα έχει κάμη. Πατρίδα, του χρωστάς πολύ αυτεινού του αγωνιστή. Θησαυρούς τού δίνει ο Κιτάγιας [: ο Κιουταχής, ο στρατάρχης των Τούρκων] να γυρίση [: να δουλέψει για τους Τούρκους]· διά σένα, πατρίδα, όλα τα καταφρονεί» (1 Στρατηγός Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, εκδ. Μπάυρον, σ. 255). Μπορεί να είμαι νεραϊδοχτυπημένη, αλλά πρέπει να πω ότι, από σεβασμό στα πρόσωπα που σας ανέφερα, όταν στην Αθήνα όπου ζω συμβαίνει να περνώ τη λεωφόρο Λαγουμιτζή ή την οδό Παπαδιαμαντοπούλου, έχω την επιθυμία να κατεβώ από το λεωφορείο και να προσκυνήσω το κράσπεδο του δρόμου. Για να αποτίσω φόρο τιμής στο ήθος, την αφοσίωση, την ανιδιοτέλεια, το δόσιμο αυτών των ανθρώπων. Που ήταν εκεί όπου έπρεπε, όπως έπρεπε, οποτεδήποτε έπρεπε. Χωρίς μεγαλοστομίες και χωρίς επίδειξη. Απλά επειδή ήταν αποφασισμένοι να υπηρετήσουν, με κάθε κόστος, τον μεγάλο κοινό στόχο στον οποίο πίστευαν.

Υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό που συνέβη στη διάρ­κεια της Επανάστασης και του οποίου τη σημασία δεν έχουμε αξιολογήσει σωστά;

Θα μπορούσα να αναφέρω μία καίρια επιλογή της Επανάστασης που μας ακολουθεί μέχρι σήμερα και είναι η αποκοπή της Εκκλησίας του επαναστατημένου ελληνικού χώρου από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Τούτο δρομολογήθηκε από την πρώτη κιόλας στιγμή της έκρηξης του Αγώνα, καθώς η Επανάσταση, στις εθνοσυνελεύσεις της, ανέθεσε τα της διοικήσεως των ιερωμένων του επαναστατημένου χώρου σε Μινιστέριον, δηλαδή σε Υπουργείο. Με τον τρόπο αυτό μετέτρεψε την Ελληνική Εκκλησία σε εθνική, υποτάσσοντάς την διοικητικά στο κράτος – στο ελληνικό κράτος εν προκειμένω. Το πράγμα πορεύθηκε έτσι μέχρι και το τέλος των επαναστατικών γεγονότων και την περίοδο του Καποδίστρια, για να λυθεί, τελικά, οριστικά κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας και του Όθωνα. Τότε, το 1850, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με «Συνοδικό Τόμο», αποδέχθηκε τη δημιουργία της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, επικεφαλής της οποίας ορίστηκε να είναι ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.

Το γεγονός πυροδότησε παρόμοιες εξελίξεις και σε άλλους λαούς της Βαλκανικής, με πρώτους τους Σέρβους, που είχαν ενωρίτερα εξεγερθεί κατά των Οθωμανών σε μία περίπλοκη και μακρόσυρτη σύγκρουση που περιελάμβανε –και αυτή– τη διοικητική αποστασιο­ποίηση της Εκκλησίας τους από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Σταδιακά, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο οι Εκκλησίες των Βουλγάρων και των Ρουμάνων, με αποτέλεσμα ένα νέο εκκλησιαστικό τοπίο σε ολόκληρη τη Βαλκανική.

Που σηματοδοτεί νέες εποχές και καινοφανή προτάγματα που ανατρέπουν κατεστημένες ισορροπίες αιώνων. Με τους Έλληνες να σέρνουν τον χορό, παρότι το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ήταν, από το βάθος των αιώνων, ελληνόφωνo... Έχουμε δηλαδή, στο πεδίο αυτό, την ουσία της λέξης «επανάσταση». Στους καιρούς του Εθνισμού.