Αναφέρατε πως η Επανάσταση έχει να επιδείξει, εκ μέρους των συμμετεχόντων σε αυτήν, συμπεριφορές κάθε τύπου, καλές και κακές. Υπάρχουν κάποιες προσωπικότητες που εσάς σας συγκινούν ιδιαίτερα με το ήθος και την αφοσίωσή τους στον συνολικό εθνικό στόχο που είχε θέσει ο Αγώνας;
Όπως ήδη ελέχθη, η Επανάσταση τα είχε όλα, καλά και κακά. Ανάμεσα στις προσωπικότητες που ξεχωρίζω και με συγκινούν μελετώντας το ήθος και τα έργα τους, θα επέλεγα να αναφέρω τρεις – η καθεμία από άλλον τόπο και από άλλες κοινωνικές καταβολές, αλλά με το ίδιο φως στην ψυχή και τη δράση τους. Ο ένας είναι ο έμπορος και πλοιοκτήτης Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, προεπαναστατικά ο πλουσιότερος άνθρωπος της Πάτρας και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Με την έκρηξη της Επανάστασης μπήκε αμέσως στη φωτιά, πρωτοστάτησε την 21η Μαρτίου 1821 στην επανάσταση της πόλης του και είδε τα σπίτια του και τα υποστατικά του να γίνονται στάχτες από την εκδίκηση των Τούρκων. Σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα ήταν μέσα σε όλα όσα έπρεπε –στρατιωτικά και πολιτικά– την ώρα που έπρεπε, χωρίς να υπολογίζει τίποτα, χωρίς να ζητάει για τον εαυτό του τίποτα. Κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου, βρέθηκε στην πολιορκούμενη πόλη ως μέλος της τριμελούς επιτροπής που είχε σταλεί από την κυβέρνηση για τη διοίκηση των πραγμάτων της δυτικής Ελλάδας. Στάθηκε όρθιος σε όλες τις δοκιμασίες, μετέσχε σε όλες τις δράσεις πάνω στις τάπιες τις ιερές. Σκοτώθηκε ξημερώνοντας η 11η Απριλίου 1826, τη φοβερή νύκτα της Εξόδου, όρθιος, φωτεινός και αξιοπρεπής, όπως είχε ζήσει.
Με το Μεσολόγγι σχετίζεται η ζωή και του δευτέρου ατόμου, στο οποίο θέλω να αναφερθώ. Ο Χιώτης στην καταγωγή Μιχαήλ Κοκκίνης είχε σπουδάσει μαθηματικά και μηχανική στη Βιέννη και είχε χρηματίσει, για ένα διάστημα, καθηγητής στην Ηγεμονική Ακαδημία του Βουκουρεστίου, το θρυλικό αυτό ίδρυμα υψηλής ελληνικής παιδείας της Βλαχίας. Μετά τις δεινές εξελίξεις της Επανάστασης στο μέτωπο της Μολδοβλαχίας, ήλθε να μετάσχει στα επαναστατικά γεγονότα στον νότο της ελληνικής χερσονήσου. Έζησε την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου στο τέλος του 1822 και, παρ’ όλη τη νικηφόρα αντίσταση που προέβαλε η πόλη, παρατήρησε τις μεγάλες αδυναμίες που παρουσίαζε η άμυνά της. Συνειδητοποίησε ότι η ανάγκη δημιουργίας τείχους ήταν υψίστης προτεραιότητας και δόθηκε με όλη του την ψυχή στο έργο αυτό ούτως ώστε το τείχος να είναι έτοιμο πριν έλθει η επόμενη πολιορκία – που, δεδομένων των συνθηκών, δεν έμοιαζε καθόλου απίθανη. Συνεργαζόμενος με φιλέλληνες ειδικούς στο θέμα, σχεδίασε τα τείχη, κινητοποίησε, έπεισε και ενέπνευσε τους Μεσολογγίτες. Και, επί μήνες πολλούς, ρίχτηκαν όλοι μαζί ανιδιοτελώς στη δουλειά, χωρίς σταματημό κι ανάσα, με τον Κοκκίνη όρθιο να τρέχει στα εργοτάξια, να δίνει λύσεις τεχνικές, να υποδεικνύει εναλλακτικές, να σκίζει τα χέρια του από το τσαπί και την αξίνα. Ως κίνηση αλληλεγγύης στους αγώνες των λαών, ο Κοκκίνης ονόμασε τους προμαχώνες του επταγωνικού σχήματος τείχους όχι μόνο με ονόματα Ελλήνων ηρώων, αλλά και με ονόματα ξένων μαχητών της ελευθερίας της χώρας τους, όπως του Αμερικανού Βενιαμίν Φραγκλίνου, του Πολωνού Ταντέους Κοτζιούσκο, του Ούγγρου Τόκολι και άλλων.
Κατά τη δεύτερη μακρά και ηρωική πολιορκία της πόλης, από τον Απρίλιο του 1825 έως τον Απρίλιο του 1826 και την Έξοδο, ο Κοκκίνης ήταν πάντα εκεί, σε πλήρη δράση και εγρήγορση. Ανήσυχος από τις εξελίξεις, δόθηκε στην κατασκευή και δεύτερης γραμμής εσωτερικού τείχους, στην οποία και πάλι πρωτοστάτησε με άκρα εργατικότητα και αφοσίωση, μέσα σε ορυμαγδό κανονιοβολισμών και βλημάτων. Σκοτώθηκε κι αυτός, «ο πλείστον συντελέσας εις την
άμυναν μηχανικός», κατά τη μεγάλη νύκτα της Εξόδου. Συχνά, όταν μελετώ τα του Κοκκίνη, σκέπτομαι πως κάποιο πολυτεχνείο, κάποια ανώτερη ή ανώτατη τεχνική σχολή της χώρας μας θα έπρεπε να ονομασθεί προς τιμήν αυτού του παλικαριού. Αυτού του ανιδιοτελούς, ακάματου, ξεχωριστού Έλληνα μηχανικού.
Σχετιζόμενο με τις κατασκευές και την τεχνική είναι το τρίτο πρόσωπο που θα ήθελα να μνημονεύσω, ο Κώστας Λαγουμιτζής ή Χορμοβίτης ή Αργυροκαστρίτης. Αυτός, επειδή κέρδισε τον απέραντο σεβασμό των συναγωνιστών του, αναφέρεται συχνά στα κείμενα της Επανάστασης ως Κωστάκης – με το τιμητικό, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, -άκης στο τέλος του βαπτιστικού του ονόματος, όπως έγινε και με τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος, μετά τη νίκη του στα Δερβενάκια, προσφωνούνταν τιμητικά πλέον απ’ όλους Θεοδωράκης. Ο Λαγουμιτζής καταγόταν από το Αργυρόκαστρο της Ηπείρου και, όπως δείχνει και το όνομά του, ήταν εμπειρικός λαγουμιτζής, υπονομοποιός δηλαδή. Με την έκρηξη της Επανάστασης, μπήκε στον χορό του πολέμου και έκανε θαύματα με άκρα ανιδιοτέλεια και εγρήγορση, καθώς έσπευδε σε κάθε κρίσιμη πολιορκία του Αγώνα και έσωζε καταστάσεις ακυρώνοντας, με αντιλαγούμια, απόπειρες των Τούρκων να υπονομεύσουν με εκρηκτικά πόλεις και τείχη των Ελλήνων.
Η εικόνα του ήταν οικεία στους αγωνιστές, μια και, επί ώρες και ώρες, άγρυπνος νύκτες ολόκληρες, έβαζε το αυτί του στο χώμα, εντόπιζε υπόγειες δράσεις των υπονομοποιών του εχθρού και άρχιζε αμέσως το δικό του έργο. Έκανε τη διαφορά σε κρίσιμες πολιορκίες, όπως αυτή του Μεσολογγίου το 1825-1826 και της Ακρόπολης των Αθηνών το 1826-1827, με τον Μακρυγιάννη να γράφει για αυτόν τον «αθάνατον, περίφημο, γενναίο και τίμιο πατριώτη»: «Εις το Μισολόγγι και παντού αυτός ο γενναίος άντρας θάματα έχει κάμη. Πατρίδα, του χρωστάς πολύ αυτεινού του αγωνιστή. Θησαυρούς τού δίνει ο Κιτάγιας [: ο Κιουταχής, ο στρατάρχης των Τούρκων] να γυρίση [: να δουλέψει για τους Τούρκους]· διά σένα, πατρίδα, όλα τα καταφρονεί» (1 Στρατηγός Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, εκδ. Μπάυρον, σ. 255). Μπορεί να είμαι νεραϊδοχτυπημένη, αλλά πρέπει να πω ότι, από σεβασμό στα πρόσωπα που σας ανέφερα, όταν στην Αθήνα όπου ζω συμβαίνει να περνώ τη λεωφόρο Λαγουμιτζή ή την οδό Παπαδιαμαντοπούλου, έχω την επιθυμία να κατεβώ από το λεωφορείο και να προσκυνήσω το κράσπεδο του δρόμου. Για να αποτίσω φόρο τιμής στο ήθος, την αφοσίωση, την ανιδιοτέλεια, το δόσιμο αυτών των ανθρώπων. Που ήταν εκεί όπου έπρεπε, όπως έπρεπε, οποτεδήποτε έπρεπε. Χωρίς μεγαλοστομίες και χωρίς επίδειξη. Απλά επειδή ήταν αποφασισμένοι να υπηρετήσουν, με κάθε κόστος, τον μεγάλο κοινό στόχο στον οποίο πίστευαν.
Υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό που συνέβη στη διάρκεια της Επανάστασης και του οποίου τη σημασία δεν έχουμε αξιολογήσει σωστά;
Θα μπορούσα να αναφέρω μία καίρια επιλογή της Επανάστασης που μας ακολουθεί μέχρι σήμερα και είναι η αποκοπή της Εκκλησίας του επαναστατημένου ελληνικού χώρου από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Τούτο δρομολογήθηκε από την πρώτη κιόλας στιγμή της έκρηξης του Αγώνα, καθώς η Επανάσταση, στις εθνοσυνελεύσεις της, ανέθεσε τα της διοικήσεως των ιερωμένων του επαναστατημένου χώρου σε Μινιστέριον, δηλαδή σε Υπουργείο. Με τον τρόπο αυτό μετέτρεψε την Ελληνική Εκκλησία σε εθνική, υποτάσσοντάς την διοικητικά στο κράτος – στο ελληνικό κράτος εν προκειμένω. Το πράγμα πορεύθηκε έτσι μέχρι και το τέλος των επαναστατικών γεγονότων και την περίοδο του Καποδίστρια, για να λυθεί, τελικά, οριστικά κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας και του Όθωνα. Τότε, το 1850, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με «Συνοδικό Τόμο», αποδέχθηκε τη δημιουργία της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, επικεφαλής της οποίας ορίστηκε να είναι ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.
Το γεγονός πυροδότησε παρόμοιες εξελίξεις και σε άλλους λαούς της Βαλκανικής, με πρώτους τους Σέρβους, που είχαν ενωρίτερα εξεγερθεί κατά των Οθωμανών σε μία περίπλοκη και μακρόσυρτη σύγκρουση που περιελάμβανε –και αυτή– τη διοικητική αποστασιοποίηση της Εκκλησίας τους από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Σταδιακά, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο οι Εκκλησίες των Βουλγάρων και των Ρουμάνων, με αποτέλεσμα ένα νέο εκκλησιαστικό τοπίο σε ολόκληρη τη Βαλκανική.
Που σηματοδοτεί νέες εποχές και καινοφανή προτάγματα που ανατρέπουν κατεστημένες ισορροπίες αιώνων. Με τους Έλληνες να σέρνουν τον χορό, παρότι το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ήταν, από το βάθος των αιώνων, ελληνόφωνo... Έχουμε δηλαδή, στο πεδίο αυτό, την ουσία της λέξης «επανάσταση». Στους καιρούς του Εθνισμού.