21 Μαΐου , 2018 • 3 MINS READ
Βραβεία Βιβλίου Public: η αδημονία του νέου
Περίληψη: Τη δεκαετία του 1930 είχε ξεσπάσει και στην Ελλάδα μεγάλη οικονομική κρίση. Μία μίνι πτώχευση,...
Τη δεκαετία του 1930 είχε ξεσπάσει και στην Ελλάδα μεγάλη οικονομική κρίση. Μία μίνι πτώχευση, στην ουσία, που ήρθε το 1932 ως συνέπεια του Κραχ του 1929 και εσωτερικών οικονομικών προβλημάτων. Το βιβλίο, τότε, από οικονομική άποψη, είχε υποστεί καθίζηση. Μπορούσες να βρεις σχεδόν τζάμπα στα καλάθια όλους τους ακαδημαϊκούς της εποχής. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν γράφονταν καλά βιβλία. Το αντίθετο, μάλιστα, τόσο η δεκαετία του 1930 όσο και η επόμενη του πολέμου, αποδείχθηκαν πολύ σημαντικές στην ιστορία του ελληνικού βιβλίου, και οι θεματικές επιλογές των συγγραφέων δεν συμβάδιζαν, αναγκαστικά, με το περιβάλλον και τη δύσκολη επικαιρότητα.
Κάποιες αναλογίες με αυτή την εικόνα υπάρχουν και σήμερα. Η κρίση έφερε νέες συνθήκες στην αγορά του βιβλίου. Τα πρώτα χρόνια της κρίσης οι πωλήσεις των καινούργιων βιβλίων έπεσαν στα τάρταρα. Εμφανίστηκε το φαινόμενο οι ίδιοι οι εκδότες να προβαίνουν σε νέες, πολύ φτηνές εκδόσεις βιβλίων τριών, τεσσάρων χρόνων των καλύτερων συγγραφέων τους. Επίσης άνθησαν οι πάγκοι, τα παζάρια και τα ειδικά σταντ ακόμα και μεγάλων βιβλιοπωλείων που πωλούσαν το στοκ των εκδοτών με ένα και δύο ευρώ.
Σε τέτοιες συνθήκες η παραγωγή ελληνικού βιβλίου αριθμητικά έπεσε αισθητά και εκείνο που συνέβη, είναι ότι οι εκδότες έπαιρναν όλο και πιο δύσκολα την απόφαση να επενδύσουν σε ένα νέο και άγνωστο συγγραφέα. Η αμυντική πολιτική που έκαναν επέβαλλε τη σιγουριά ενός καθιερωμένου ονόματος, ελληνικού ή ξένου. Επομένως οι νέοι συγγραφείς δύσκολα έβρισκαν στέγη και, αν το κατάφερναν, αυτό δεν ήταν σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους.
Ήταν είτε επί πληρωμή σε κάποιους εκδότες είτε σε μικρούς, πειραματικούς εκδοτικούς οίκους, που θέλησαν, ανάποδα, να κάνουν επιθετική πολιτική επένδυσης σε νέα ονόματα με την ελπίδα, έστω και αν αυτό είχε μικρές πιθανότητες, να πιάσουν τζακ ποτ ή, εν πάση περιπτώσει, να καταφέρουν να μην κλείσουν και, αργότερα, όταν ενδεχομένως τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα, να διαθέτουν μια ομάδα ελπιδοφόρων νέων συγγραφέων.Σε αυτές τις συνθήκες η ύπαρξη ενός βραβείου πρωτοεμφανιζόμενου Έλληνα συγγραφέα αποκτά πολύ μεγάλη αξία. Τα Public έπραξαν άριστα με το να συμπεριλάβουν και αυτή την κατηγορία στα ετήσια βραβεία τους, καθώς δίνουν έτσι ευκαιρία αναγνώρισης στους νέους συγγραφείς και κίνητρο σε παλιούς και νέους εκδότες, να τολμήσουν εκδοτικά και να ποντάρουν στους νέους.
Καθώς μάλιστα βρισκόμαστε σε εποχή μετάβασης για την Ελλάδα, όπου μια εποχή τελειώνει και μια νέα αναπόφευκτα ξεκινάει, χωρίς ακόμα να γνωρίζουμε προς τα πού κατευθύνεται, δεν μπορεί παρά να υπάρξει ανακατάταξη δυνάμεων και στη λογοτεχνία, όπως πάντα γίνεται άλλωστε κάθε λίγες δεκαετίες. Κάποια ονόματα της παλιότερης γενιάς εδραιώνονται οριστικά και κλασικοποιούνται, κάποια άλλα σταδιακά αποδυναμώνονται και χάνονται.
Όπως και να ‘χει, είναι σημαντικό να υπάρξει το μπόλιασμα με νέες φωνές, που ανεξάρτητα από τις αδυναμίες τους θα λειτουργήσουν ως προπομποί ή ως αναμεταδότες της φωνής της εποχής τους, της δικής τους εποχής. Ακόμη περισσότερο που τις τελευταίες δύο δεκαετίες γίναμε μάρτυρες μιας παράξενης κατάστασης στη λογοτεχνία, όπου σπάνια έβγαινε και καθιερωνόταν ένα νέο όνομα κάτω των 40, ακόμη και των 50 ετών, και η λογοτεχνία ζούσε μόνο με τους καθιερωμένους της εκπροσώπους και, αναπόφευκτα, γερνούσε.Υπάρχει μάλιστα ένα ακόμα γεγονός που καθιστά τα Βραβεία Public αυτής της κατηγορίας σημαντικά. Είναι ότι στη λογοτεχνική Ελλάδα των τελευταίων χρόνων διαγράφεται όλο και πιο έντονο το φάσμα ενός ελλείμματος στην κριτική. Η κριτική δεν ανανεώθηκε και, κυρίως, έπαψε να διαβάζει συστηματικά τους πολύ νέους. Όχι άδικα, ίσως, αφού δεν υπάρχει πάντα η πρώτη κρησάρα του εκδότη και κανείς δεν είναι πια σίγουρος ποτέ αν ένα βιβλίο βγήκε λόγω της αξίας του ή πληρώθηκε για να κυκλοφορήσει. Οι κριτικοί διαβάζουν μερικούς τίτλους νέων συγγραφέων που εκδίδουν εκδότες που κατά κανόνα εμπιστεύονται, αλλά αυτό δεν αρκεί για να κριθεί μια ολόκληρη νέα γενιά. Το έλλειμμα αυτό ανέλαβαν να καλύψουν με το γνωστό τους, λειψό και μεροληπτικό τρόπο, τα κοινωνικά δίκτυα.
Επομένως, η γνώμη του κοινού για τους νέους συγγραφείς αποκτά σπουδαιότητα. Δεν είναι μόνο ότι δεν υπάρχει χώρος για τους νέους, είναι και ότι δεν διαμορφώνονται καν κριτήρια για την αξία τους και με αυτή την έννοια το κριτήριο του αναγνώστη είναι μια πρώτη ένδειξη αξίας που καλύπτει άλλα μεγάλα ελλείμματα.
Πολλά από τα ονόματα που προτείνονται στη λίστα των πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων έχουν απασχολήσει, έστω και σε ένα στενό κύκλο, το κοινό, άλλα πάλι όχι και μένουν να ανακαλυφθούν. Το κριτήριο της ψήφου του κοινού δεν πρέπει να είναι το μόνο, είναι όμως ήδη ένας οδοδείκτης. Ελλείψει δε άλλου, η αξία του μεγαλώνει και δημιουργεί συνθήκες περιέργειας και αδημονίας.