Η συγγραφέας του Χάρυ Πότερ επιστρέφει!

Περίληψη: Αποκλειστικά στο Public Blog, διαβάστε τα 2 πρώτα κεφάλαια του "Μεταξοσκώληκα".  Με το ψευδώνυμο Ρόμπερτ Γκάλμπρεϊθ...

Αποκλειστικά στο Public Blog, διαβάστε τα 2 πρώτα κεφάλαια του "Μεταξοσκώληκα". Με το ψευδώνυμο Ρόμπερτ Γκάλμπρεϊθ απελευθέρωσε το εντυπωσιακό συγγραφικό δαιμόνιό της! Το αστυνομικό μυθιστόρημα «The Cuckoo's Calling» συγκέντρωσε διθυραμβικές κριτικές ενώ όλοι οι κριτικοί βιβλίου έλεγαν τα καλύτερα γι' αυτόν τον πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα, πρώην μπαρουτοκαπνισμένο στρατιωτικό, που με το συγγραφικό ντεμπούτο του προκάλεσε αίσθηση.Τελικά, όπως αποκάλυψαν οι «Τάιμς» του Λονδίνου πίσω από το ψευδώνυμο βρισκόταν η συγγραφέας των βιβλίων του Χάρυ Πότερ,  η Τζ.Κ. Ρόουλινγκ! Το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα με τίτλο "Μεταξοσκώληκας" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός στις 20 Νοεμβρίου και το Public Blog εξασφάλισε αποκλειστικά και προδημοσιεύει τα 2 πρώτα κεφάλαια του συναρπαστικού βιβλίου! Με λίγα λόγια πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο συγγραφέας Όουεν Κουίν ο οποίος όταν εξαφανίζεται η σύζυγός του απευθύνεται στον ντετέκτιβ Κόρμοραν Στράικ. Ο συγγραφέας έχει μόλις ολοκληρώσει ένα μυθιστόρημα στο οποίο περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα σχεδόν όλους τους γνωστούς του. Αν εκδοθεί, το μυθιστόρημα αυτό μπορεί να καταστρέψει ζωές. Οπότε, είναι πολλοί αυτοί που θέλουν τη σιωπή του...Πάρτε μια γεύση από τα δύο πρώτα κεφάλαια του συναρπαστικού μυθιστορήματος παρακάτω:

 Κεφάλαιο 1                

ΕΡΩΤΗΣΗΜε τι τρέφεσαι εσύ;ΑΠΑΝΤΗΣΗΜε τσακισμένο ύπνο.Τόμας Ντέκερ, Ο Ευγενής Ισπανός Στρατιώτης «Το καλό που σου θέλω, Στράικ», είπε η τραχιά φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής, «να έχει πεθάνει κάποιος πολύ διάσημος».Ο μεγαλόσωμος, αξύριστος άντρας που προχωρούσε με βαρύ βήμα στο σκοτάδι πριν την αυγή, με το τηλέφωνο κολλημένο στο αυτί του, χαμογέλασε πλατιά.«Κάτι τέτοιο».«Είναι έξι το πρωί, την τύχη μου μέσα!»«Έξι και μισή, όμως αν θες αυτό που έχω, πρέπει να έρθεις για να το πάρεις», είπε ο Κόρμοραν Στράικ. «Είμαι σχετικά κοντά στο σπίτι σου. Είναι μια…»«Πώς ξέρεις πού ζω;» ρώτησε επιτακτικά η φωνή.«Εσύ μου το είπες», απάντησε ο Στράικ, πνίγοντας ένα χασμουρητό. «Έχεις βάλει πωλητήριο στο διαμέρισμά σου».«Α», έκανε ο άλλος, κατευνασμένος. «Έχεις καλό μνημονικό».«Είναι μια καφετέρια που μένει ανοιχτή εικοσιτέσσερις…»«Χέσε μας με την καφετέρια. Πέρνα από το γραφείο αργότερα…»«Κάλπεπερ, έχω κι άλλο πελάτη σήμερα το πρωί, πληρώνει καλύτερα από σένα κι είμαι άυπνος όλη νύχτα. Τη χρειάζεσαι τώρα αυτή την πληροφορία, αν είναι να τη χρησιμοποιήσεις».Ένα βογκητό. Ο Στράικ άκουσε το θρόισμα των σεντονιών.«Ε, ρε, έτσι και δεν έχεις λαυράκι…»«Στο Σμίθφιλντ Καφέ, στη Λονγκ Λέιν», είπε ο Στράικ και έκλεισε το τηλέφωνο.Η ελαφριά ανισότητα στο βάδισμά του έγινε πιο έντονη καθώς κατηφόριζε το δρόμο που οδηγούσε στην Αγορά Σμίθφιλντ που διαγραφόταν σαν μονόλιθος στο χειμωνιάτικο σκοτάδι, ένας αχανής, παραλληλόγραμμος Βικτωριανός ναός του κρέατος, όπου, από τις τέσσερις το πρωί κάθε εργάσιμης ημέρας, ξεφορτώνονταν κρέατα ζώων, ακριβώς όπως συνέβαινε εδώ και αιώνες, κόβονταν, πακετάρονταν και πωλούνταν σε χασάπηδες και εστιατόρια σε ολόκληρο το Λονδίνο. Ο Στράικ μπορούσε να διακρίνει φωνές μέσα στο σκοτάδι, τραχιές οδηγίες ανάμεικτες με το βρυχηθμό των κινητήρων και τον προειδοποιητικό βόμβο των φορτηγών που κινούνταν με την όπισθεν για να ξεφορτώσουν τα κουφάρια. Φτάνοντας στη Λονγκ Λέιν, μετατράπηκε απλά σε έναν από τους πολλούς βαριοντυμένους άντρες που έπιαναν δουλειά χωρίς χασομέρια, πρωί Δευτέρας.Μια παρέα από μεταφορείς, ντυμένοι με φωσφορίζοντα γιλέκα, κρατούσαν κούπες με καφέ στα γαντοφορεμένα χέρια τους, συγκεντρωμένοι κάτω από έναν πέτρινο γρυπαετό που έστεκε ακοίμητος φρουρός στη γωνία του κτιρίου της κρεαταγοράς. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, φωτεινό σαν ακάλυπτο τζάκι, μέσα στο σκοτάδι που το περιτριγύριζε, έστεκε το Σμίθφιλντ Καφέ, ανοιχτό είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, μια εστία ζεστασιάς και λιπαρού φαγητού, σε μέγεθος ντουλάπας.Το καφέ δε διέθετε τουαλέτα, όμως είχε βολευτεί με το γραφείο στοιχημάτων λίγο παρακάτω. Το γραφείο δε θα άνοιγε για ακόμη τρεις ώρες, οπότε ο Στράικ έκανε μια παράκαμψη, ακολουθώντας το δρομάκι εκεί κάτω και χώθηκε σε ένα σκοτεινό κατώφλι, για να ανακουφίσει την κύστη του που κόντευε να σπάσει από τον καφέ της κακιάς ώρας που είχε πιει στη διάρκεια της νυχτερινής δουλειάς του. Κατάκοπος και πεινασμένος, πέρασε επιτέλους, βιώνοντας την απόλαυση που μονάχα ένας άνθρωπος ο οποίος έσπρωξε τον εαυτό του πέρα από τις αντοχές του σώματός του μπορεί να καταλάβει, στο λιπαρό κόσμο των τηγανητών αυγών με μπέικον.Δύο άντρες ντυμένοι με παχιά μπουφάν και αδιάβροχα, είχαν μόλις σηκωθεί από ένα τραπέζι. Ο Στράικ μανουβράρισε το ογκώδες κορμί του στο λιγοστό χώρο και κάθισε βαρύς, με ένα βογκητό ικανοποίησης, στην ξύλινη και μεταλλική καρέκλα. Πριν προλάβει σχεδόν να το ζητήσει, ο Ιταλός ιδιοκτήτης του μαγαζιού απόθεσε μπροστά του μια ψηλή, άσπρη κούπα γεμάτη τσάι, την οποία συνόδευαν τριγωνάκια από λευκό, βουτυρωμένο ψωμί. Μέσα σε πέντε λεπτά, ένα πλήρες Αγγλικό πρωινό απλωνόταν μπροστά του, πάνω σε ένα μεγάλο, οβάλ πιάτο.Ο Στράικ ταίριαζε μια χαρά με τους χειροδύναμους άντρες που μπαινόβγαιναν άγαρμπα στο καφέ. Ήταν μεγαλόσωμος και μελαχρινός, με πυκνά, κοντά, σγουρά μαλλιά, τα οποία είχαν αρχίσει να υποχωρούν από το ψηλό, θολωτό μέτωπο που απλωνόταν πάνω από μια μύτη πυγμάχου και δυο πυκνά, ξινισμένα βλέφαρα. Το πηγούνι του έμοιαζε λερό από την αξυρισιά, ενώ οι μπλάβες σκιές που κύκλωναν τα σκούρα μάτια του τα έκαναν να φαντάζουν μεγαλύτερα. Έτρωγε χαζεύοντας την κρεαταγορά στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Η πλησιέστερη τοξωτή είσοδος, με τον αριθμό δύο, είχε αρχίσει να αποκτά υπόσταση, καθώς το σκοτάδι διαλυόταν: ένα αυστηρό, πέτρινο πρόσωπο, παμπάλαιο και γενειοφόρο, τον ατένιζε βλοσυρό πάνω από την καμάρα. Άραγε, υπήρχε κάποτε θεός των κουφαριών;Μόλις είχε αρχίσει να αναμετριέται με τα λουκάνικά μπροστά του, όταν εμφανίστηκε ο Ντόμινικ Κάλπεπερ. Ο δημοσιογράφος έφτανε σχεδόν στο μπόι το Στράικ, όμως ήταν λεπτός, με όψη που έφερνε σε παπαδοπαίδι. Ήταν μια αλλόκοτη ασυμμετρία, λες και κάποιος είχε τρίψει τελευταία στιγμή το πρόσωπό του ανάποδα, εμποδίζοντάς τον να αποκτήσει μια κοριτσίστική γοητεία.«Το καλό που σου θέλω να έχεις κάτι καλό να μου πεις», γκρίνιαξε ο Κάλπεπερ όπως καθόταν στο τραπέζι, έβγαζε τα γάντια του κι έριχνε μια σχεδόν καχύποπτη ματιά ολόγυρα στο μαγαζί.«Θες κάτι να φας;» ρώτησε ο Στράικ, με το στόμα μπουκωμένο με λουκάνικο.«Όχι», είπε κοφτά ο Κάλπεπερ.«Προτιμάς να ξεκινήσεις τη μέρα σου με ένα κρουασάν;» ρώτησε ο Στράικ, χαμογελώντας πλατιά.«Άντε γαμήσου, Στράικ».Ήταν σχεδόν θλιβερά εύκολο να κουρδίζει τον άλλοτε οικότροφο ιδιωτικού σχολείου, ο οποίος παράγγειλε τσάι με υπεροπτικό ύφος, αποκαλώντας τον αδιάφορο σερβιτόρο (όπως παρατήρησε μειδιώντας ο Στράικ), «φίλε».«Λοιπόν;» ρώτησε επιτακτικά ο Κάλπεπερ, κρατώντας την καυτή κούπα στις μακριές, ωχρές παλάμες του.Ο Στράικ έψαξε στην τσέπη του πανωφοριού του, τσίμπησε από μέσα ένα φάκελο και τον πέρασε πάνω στο τραπέζι. Ο Κάλπεπερ έβγαλε τα περιεχόμενα και άρχισε να διαβάζει.«Θα μου φύγει το καφάσι», είπε σιγανά, πετά από λίγο. Φυλλομετρούσε ξαναμμένος τα διάφορα χαρτιά, ορισμένα από τα οποία καλύπτονταν από το γραφικό χαρακτήρα του ίδιου του Στράικ. «Πού κέρατο τα βρήκες όλα αυτά;»Ο Στράικ, με το στόμα τίγκα στο λουκάνικο, έδειξε ένα από τα χαρτιά, πάνω στο οποίο υπήρχε προχειρογραμμένη μια διεύθυνση γραφείου.«Από την διαολισμένη προσωπική γραμματέα του», απάντησε, όταν κατάφερε με τα πολλά να καταπιεί. «Την πηδούσε την κυρία, ταυτόχρονα με τις άλλες δύο που ξέρεις. Αυτή, όμως, τώρα συνειδητοποίησε πως δεν πρόκειται να γίνει η επόμενη Λαίδη Πάρκερ».«Και αυτό, πώς το έμαθες, δηλαδή;» ρώτησε ο Κάλπεπερ, γυρνώντας για να κοιτάξει το Στράικ πάνω από τα χαρτιά που έτρεμαν όπως τα κρατούσε στα ενθουσιασμένα χέρια του.«Ντετέκτιβ είμαι, έψαξα κι έμαθα», είπε ο Στράικ, όπως μασούσε ένα ακόμη κομμάτι λουκάνικου. «Ασχολούταν και το σινάφι σου με αυτή τη δουλειά, προτού αρχίσετε να τη φορτώνετε σε εμάς, ναι; Πάντως, η κυρία έχει να σκεφτεί και το επαγγελματικό της μέλλον, Κάλπεπερ, οπότε δε θέλει να διαβάσει το όνομά της στο ρεπορτάζ, εντάξει;»Ο Κάλπεπερ ρουθούνισε.«Αυτό ας το σκεφτόταν προτού πάει να βουτήξει…»Με μια σβέλτη κίνηση, ο Στράικ άρπαξε τα χαρτιά μέσα από τα δάχτυλα του δημοσιογράφου.«Τίποτε δε βούτηξε. Εκείνος την έβαλε να εκτυπώσει όλα τα χαρτιά για λογαριασμό του, χτες το απόγευμα. Το μόνο κακό που έκανε αυτή, ήταν να τα δείξει σε μένα. Όμως, αν σκοπεύεις να κάνεις την προσωπική της ζωή θέαμα στις εφημερίδες, Κάλπεπερ, τα παίρνω πίσω αυτή τη στιγμή».«Κοφ’ το, ρε», είπε ο Κάλπεπερ, όπως προσπάθησε να βουτήξει τα αποδεικτικά στοιχεία μιας καραμπινάτης υπόθεσης φοροδιαφυγής που κρατούσε στο τριχωτό του χέρι ο Στράικ. «Εντάξει, δε θα γράψουμε λέξη για την κυρία. Μη νομίζεις, όμως, πως ο δικός σου δε θα καταλάβει από πού βρήκαμε τις πληροφορίες. Δεν είναι τελείως ηλίθιος».«Και τι θα κάνει, θα τη σύρει στα δικαστήρια, για να της δώσει την ευκαιρία να ξεράσει και ό,τι άλλο ξέρει για κάθε ατιμία που υπέπεσε στην αντίληψή της τα τελευταία πέντε χρόνια;»«Καλά, εντάξει», αναστέναξε ο Κάλπεπερ, αφού το σκέφτηκε λίγο. «Δωσ’ τα πίσω. Δε θα τη μπλέξω στην υπόθεση, όμως θα χρειαστεί να της μιλήσω, σωστά δε λέω; Να βεβαιωθώ πως είναι εντάξει».«Αυτά είναι εντάξει. Δεν χρειάζεται να της μιλήσεις», είπε ο Στράικ, αποφασιστικά.Η αναστατωμένη, ξεμυαλισμένη, πικρά προδομένη γυναίκα με την οποία συζητούσε μέχρι και πριν από λίγη ώρα, δε θα ήταν ασφαλής αν έμενε μόνη με τον Κάλπεπερ. Παρασυρμένη από τη λυσσώδη επιθυμία της να εκδικηθεί τον άντρα που της είχε τάξει γάμο και οικογένεια, θα προκαλούσε ανήκεστη βλάβη στον εαυτό της και τις προοπτικές της. Ο Στράικ δεν είχε χρειαστεί πολύ χρόνο προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη της. Η γυναίκα ήταν σχεδόν σαράντα δύο χρονών· νόμιζε πως θα έφερνε στον κόσμο τα παιδιά του Λόρδου Πάρκερ και τώρα έμοιαζε παραδομένη στη μανία της. Ο Στράικ είχε καθίσει μαζί της εφτά ώρες, καθώς την άκουγε να διηγείται πώς ξελογιάστηκε, παρακολουθώντας τη να βηματίζει κλαίγοντας στο καθιστικό της, να γέρνει μπρος-πίσω στον καναπέ τις, όπως έτριβε στις σφιγμένες γροθιές πάνω στο μέτωπό της. Τελικά, η γυναίκα είχε συμφωνήσει να το κάνει, να προχωρήσει σε μια προδοσία που ισοδυναμούσε με την κηδεία όλων των ελπίδων της.«Θα την αφήσεις έξω από αυτή την ιστορία», είπε ο Στράικ, κρατώντας γερά τα χαρτιά σε μια γροθιά που είχε σχεδόν το διπλάσιο μέγεθος από εκείνη του Κάλπεπερ. «Συνεννοηθήκαμε; Η υπόθεση θα κάνει πάταγο και χωρίς αυτή».Μετά από ένα σύντομο δισταγμό, μορφάζοντας, ο Κάλπεπερ υποχώρησε.«Καλά, εντάξει. Δώσε τα χαρτιά».Ο δημοσιογράφος παράχωσε τα ντοκουμέντα σε μια εσωτερική τσέπη, ήπιε βιαστικά το τσάι του και ο εκνευρισμός του με το Στράικ φάνηκε να περνά, καθώς ερχόταν αντιμέτωπος με τη λαμπρή προοπτική να καταστρέψει τη φήμη ενός Βρετανού ευγενή.«Λόρδε Πάρκερ του Πένιγουελ», μουρμούρισε πανευτυχής, «ετοιμάσου να φας ξεγυρισμένο αγγούρι, φιλαράκο μου».«Φαντάζομαι ο εργοδότης σου θα το καλύψει αυτό, ναι;» ρώτησε ο Στράικ, καθώς ο λογαριασμός είχε έρθει και βρισκόταν ανάμεσά τους.«Καλά, καλά…»Ο Κάλπεπερ άφησε ένα χαρτονόμισμα των δέκα λιρών στο τραπέζι και οι δύο άντρες έφυγαν από το καφέ μαζί. Ο Στράικ άναψε τσιγάρο με το που έκλεισε η πόρτα πίσω τους.«Πώς την κατάφερες να μιλήσει;» ρώτησε ο Κάλπεπερ, όπως άρχιζαν να προχωρούν μαζί στο κρύο, δίπλα από μηχανάκια και φορτηγά που εξακολουθούσαν να πηγαινοέρχονται στην κρεαταγορά.«Την άκουσα», είπε ο Στράικ.Ο Κάλπεπερ του έριξε μια λοξή ματιά.«Όλοι οι άλλοι ντετέκτιβ που χρησιμοποιώ περνάνε την ώρα τους υποκλέπτοντας μηνύματα από τα κινητά».«Παράνομο», είπε ο Στράικ, φυσώντας τον καπνό του προς το σκοτάδι που σκόρπιζε.«Και τότε, πώς…;»«Κοίτα εσύ να προστατέψεις τις πηγές σου, κι εγώ θα προστατέψω τις δικές μου».Περπάτησαν κάπου πενήντα μέτρα, αμίλητοι, με το Στράικ να κουτσαίνει όλο και πιο αισθητά σε κάθε βήμα.«Μιλάμε, θα προκαλέσει πάταγο αυτή η ιστορία. Πάταγο», είπε πανευτυχής ο Κάλπεπερ. «Αυτός ο υποκριτής βρωμόγερος μας τα είχε κάνει τσουρέκια με τις ηθικολογίες του για ανάλγητες πολυεθνικές, κι αυτός είχε είκοσι μύρια κρυμμένα στα Νησιά Κέιμαν…»«Χαίρομαι που έμεινες ευχαριστημένος», είπε ο Στράικ. «Ετοιμάζω το τιμολόγιο και το στέλνω».Ο Κάλπεπερ του έριξε ξανά μια λοξή ματιά.«Είδες τον γιο του Τομ Τζόουνς στην εφημερίδα, την περασμένη εβδομάδα;» ρώτησε.«Ποιος Τομ Τζόουνς;»«Ο Ουαλός τραγουδιστής», είπε ο Κάλπεπερ.«Α, αυτός», έκανε ο Στράικ, αδιάφορα. «Ήξερα έναν Τομ Τζόουνς στον στρατό».«Τέλος πάντων, το διάβασες το ρεπορτάζ;»«Όχι».«Έδωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη. Ισχυρίζεται πως δε γνώρισε ποτέ τον πατέρα του, ούτε είχε καμία επικοινωνία μαζί του. Βάζω στοίχημα πως κατάφερε να τσιμπήσει περισσότερα από όσα θα γράφει το τιμολόγιό σου».«Δεν έχεις δει ακόμη το τιμολόγιό μου», είπε ο Στράικ.«Καλά, εγώ έτσι το είπα. Δίνεις μια ωραιότατη συνεντευξούλα και κάνεις διάλειμμα για μερικές νύχτες από το να μιλάς με προδομένες γραμματείς».«Θα πρέπει να σταματήσεις να το προτείνεις αυτό», είπε ο Στράικ, «διαφορετικά θα πρέπει κι εγώ να πάψω να τρέχω για λογαριασμό σου, Κάλπεπερ».«Φυσικά», είπε ο Κάλπεπερ, «θα μπορούσα να τρέξω το ρεπορτάζ ούτως ή άλλως. Γιος αστέρα της ροκ, ήρωας πολέμου, αποξενωμένος από τον πατέρα του τον οποίο δε γνώρισε ποτέ, εργάζεται ως ιδιωτικός…»«Το να προτρέπεις ανθρώπους να υποκλέψουν τηλεφωνικές συνομιλίες είναι επίσης παράνομο, τελευταία φορά που το έψαξα».Φτάνοντας στο τέρμα της Λονγκ Λέιν, σταμάτησαν και στράφηκαν ο ένας προς τον άλλο. Το γέλιο του Κάλπεπερ ακούστηκε νευρικό.«Θα περιμένω το τιμολόγιό σου, λοιπόν».«Ωραία».Πήρε ο καθένας το δρόμο του, με το Στράικ να κατευθύνεται προς το σταθμό του Μετρό.«Στράικ!» αντήχησε η φωνή του Κάλπεπερ στο σκοτάδι, πίσω του. «Τελικά τι έγινε, την πήδηξες;»«Ανυπομονώ να διαβάσω το ρεπορτάζ, Κάλπεπερ», φώναξε κουρασμένα ο Στράικ, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.Κουτσαίνοντας, έφτασε στις σκιές της εισόδου του σταθμού και χάθηκε από το οπτικό πεδίο του Κάλπεπερ. 

Κεφάλαιο 2

Πόση ώρα ακόμη πρέπει να λογομαχούμε; Γιατί, δεν μπορώ να μείνω,Ούτε και θα φύγω! Έχω δουλειές.                                                Φράνσις Μπόμοντ και Φίλιπ Μάσινγκερ,Ο Γάλλος Δικηγοράκος Το Μετρό είχε αρχίσει να γεμίζει κιόλας. Δευτεριάτικα πρόσωπα: κρεμασμένα, ισχνά, σφιγμένα, συμβιβασμένα με τη μοίρα τους. Ο Στράικ βρήκε ένα κάθισμα απέναντι από μια νεαρή ξανθιά με πρησμένα μάτια, το κεφάλι της οποίας διαρκώς έγερνε στο πλάι, όπως την έπαιρνε ο ύπνος. Όλη την ώρα τιναζόταν και ίσιωνε το κορμί της, κοιτάζοντας αλαφιασμένη τις θολές πινακίδες των σταθμών, μήπως και είχε χάσει τη στάση της.Το τρένο κροτάλιζε σαν μεταλλικό φίδι, καθώς οδηγούσε με ταχύτητα προς τα ταπεινά δυόμισι δωμάτια κάτω από μια στέγη με μόνωση της κακιάς ώρας, στο χώρο που ονόμαζε σπίτι του. Βυθισμένος στα έγκατα της κόπωσής του, περιτριγυρισμένος από εκείνα τα ανέκφραστα, προβατίσια πρόσωπα, συνέλαβε τον εαυτό του να αναλογίζεται τις συμπτώσεις που είχαν οδηγήσει στην ύπαρξη όλων εκείνων των ανθρώπων. Κάθε γέννηση, αν καθόταν να το καλοσκεφτεί κανείς, ήταν αποτέλεσμα ατόφιας σύμπτωσης. Καθώς εκατό εκατομμύρια σπερματοζωάρια κολυμπούσαν στα τυφλά μέσα στο σκοτάδι, οι πιθανότητες να δημιουργηθεί ο άνθρωπος που τελικά γεννήθηκε ήταν αστρονομικές. Πόσες ζωές σε αυτό το γεμάτο συρμό του Μετρό ήταν αποτέλεσμα προγραμματισμού, αναρωτήθηκε, ζαλισμένος από την κούραση. Και πόσες, όπως ο ίδιος, είχαν προκύψει από ατύχημα;Όταν πήγαινε στο δημοτικό, ο Στράικ είχε στην τάξη του ένα κοριτσάκι που στο πρόσωπό του απλωνόταν ένας λεκές στο χρώμα του κόκκινου κρασιού, απέναντι στο οποίο ο Στράικ από την πρώτη στιγμή αισθάνθηκε μια κρυφή αλληλεγγύη, καθώς και οι δυο τους κουβαλούσαν από τη στιγμή της γέννησής τους κάτι ανεξίτηλα διαφορετικό, κάτι για το οποίο δεν ευθύνονταν οι ίδιοι. Δεν μπορούσαν να το δουν, όμως όλοι οι άλλοι το έβλεπαν και είχαν την αγένεια να το σχολιάζουν διαρκώς. Το ενδιαφέρον που έδειχναν κατά καιρούς άνθρωποι που του ήταν εντελώς άγνωστοι, ενδιαφέρον το οποίο στα πέντε του χρόνια νόμιζε πως είχε κάτι να κάνει με τη δική του μοναδικότητα, τελικά συνειδητοποίησε πως οφειλόταν στο ότι τον έβλεπαν σαν το ζυγώτη ενός διάσημου τραγουδιστή και τίποτε περισσότερο, ως την απτή απόδειξη της γκάφας που διέπραξε ένας άπιστος επώνυμος. Ο Στράικ είχε συναντηθεί με το βιολογικό του πατέρα μόλις δύο φορές. Χρειάστηκε να βγουν τα αποτελέσματα του τεστ DNA για να τον αναγνωρίσει ο Τζόνι Ρόκεμπι.Ο Ντόμινικ Κάλπεπερ αποτελούσε ζωντανό απόσταγμα της ηδυπάθειας και των προκαταλήψεων με τις οποίες ερχόταν αντιμέτωπος ο Στράικ στις εξαιρετικά σπάνιες, πλέον, περιπτώσεις που κάποιος συνέδεε το βλοσυρό βετεράνο με τον ηλικιωμένο αστέρα της ροκ. Οι σκέψεις τους πήγαιναν αμέσως σε καταπιστεύματα και γενναία επιδόματα, σε ιδιωτικά αεροσκάφη πριβέ αίθουσες, στην κατά βούληση πρόσβαση στα μεγαλεία ενός πολυεκατομμυριούχου. Άφωνοι μπροστά στην ταπεινή ζωή και τα εξαντλητικά ωράρια Στράικ, αναρωτιόντουσαν: τι έκανε ο Στράικ κι αποξένωσε έτσι τον πατέρα του; Άραγε, καμωνόταν το φτωχό προκειμένου να αρμέξει κι άλλο το Ρόκεμπι; Πού είχε σκορπίσει τα εκατομμύρια που το δίχως άλλο είχε αποσπάσει η μάνα του από το ζάπλουτο εραστή της;Κάτι τέτοιες στιγμές, ο Στράικ νοσταλγούσε το στρατό, την ανωνυμία μιας δουλειάς όπου το παρελθόν σου και οι γονείς σου δεν είχαν σχεδόν καμία σημασία, αυτό που μετρούσε ήταν η ικανότητά σου να κάνεις τη δουλειά. Όταν παρουσιάστηκε στον Τομέα Ειδικών Ερευνών, η πιο προσωπική ερώτηση που χρειάστηκε να απαντήσει ήταν η παράκληση να επαναλάβει το αλλόκοτο ζευγάρι ονομάτων με τα οποία τον είχε φορτώσει η εξαιρετικά αντισυμβατική μητέρα του.Η κίνηση είχε πυκνώσει ήδη στην Οδό Τσάρινγκ Κρος, μέχρι να βγει ο Στράικ από το Μετρό. Είχε αρχίσει να χαράζει για τα καλά εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη, ένα φως γκρίζο κι άψυχο, μια μέρα γεμάτη επίμονες σκιές. Έστριψε στην Οδό Ντένμαρκ, νοιώθοντας αποκαμωμένος και πονεμένος, και δεν έβλεπε την ώρα να κλείσει για λίγο τα μάτια του, όσο προλάβαινε πριν το επόμενο ραντεβού με πελάτη, στις εννέα και μισή. Αφού χαιρέτησε από μακριά την κοπέλα στο μαγαζί με τις κιθάρες, μαζί με την οποία έκανε συχνά διάλειμμα για τσιγάρο στο δρόμο, ο Στράικ διάβηκε τη μαύρη εξώπορτα δίπλα στο Μπαρ Καφέ 12, κι άρχισε να ανεβαίνει τη μεταλλική σκάλα που τυλιγόταν γύρω από το φρεάτιο του ασανσέρ, μέσα στο οποίο κρεμόταν χαλασμένο το κουβούκλιο. Προσπέρασε την πόρτα του σχεδιαστή στον πρώτο όροφο, προσπέρασε και την πόρτα του δικού του γραφείου στο δεύτερο, με το χαραγμένο γυαλί· έφτασε στον τρίτο όροφο, σε εκείνο το δείγμα πλατύσκαλου, πέρα από το οποίο εκτεινόταν το σπίτι του.Ο προηγούμενος ένοικος, ο μάνατζερ του μπαρ που λειτουργούσε στο ισόγειο, είχε μετακομίσει σε πιο υγιεινά διαμερίσματα, οπότε ο Στράικ, ο οποίος επί μερικούς μήνες κοιμόταν στο γραφείο του, έσπευσε να νοικιάσει αυτό το χώρο, ευγνώμων που είχε βρει μια τόσο απλή λύση στο πρόβλημα στέγης που αντιμετώπιζε. Ο χώρος κάτω από τη σκεπή ήταν μικρός, όπως κι αν το έβλεπε κανείς, και ειδικά για έναν άντρα που άγγιζε το ένα μέτρο και ενενήντα δύο εκατοστά. Μετά βίας έβρισκε χώρο για να στρίψει στο ντους· κουζίνα και καθιστικό σχημάτιζαν με τα χίλια ζόρια έναν ενιαίο χώρο, ενώ το υπνοδωμάτιο γέμιζε σχεδόν τελείως από το διπλό κρεβάτι. Ορισμένα από τα υπάρχοντα του Στράικ παρέμεναν πακεταρισμένα στο πλατύσκαλο, παρά τις διαμαρτυρίες του σπιτονοικοκύρη για αυτή την κατάσταση.Τα μικρά παράθυρά του έβλεπαν προς τις στέγες των γειτονικών κτιρίων, με την Οδό Ντένμαρκ να εκτείνεται πολλά μέτρα χαμηλότερα. Ο διαρκής βόμβος από τα μπάσα που έπαιζαν στο μπαρ του ισογείου ήταν πνιχτός, σε σημείο που η μουσική του ίδιου του Στράικ συχνά τον εξαφάνιζε τελείως.Η εγγενής τάξη που χαρακτήριζε το Στράικ ήταν εμφανής παντού: το κρεβάτι ήταν στρωμένο, τα κατσαρολικά καθαρά, τα πάντα στη θέση τους. Χρειαζόταν ένα ξύρισμα κι ένα ντους, όμως αυτά θα έπρεπε να περιμένουν· αφού κρέμασε το πανωφόρι του, ρύθμισε το ξυπνητήρι του για τις εννέα και είκοσι και ξάπλωσε στο κρεβάτι, χωρίς να ξεντυθεί.Αποκοιμήθηκε μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα και μέσα σε μερικά ακόμη -ή τουλάχιστον έτσι του φάνηκε- ήταν και πάλι ξύπνιος. Κάποιος χτυπούσε την πόρτα του.«Συγγνώμη, Κόρμοραν, χίλια συγγνώμη…»Η βοηθός του, μια ψηλή, νεαρή γυναίκα με μακριά, ξανθοκόκκινα μαλλιά, τον κοίταξε απολογητικά όταν άνοιξε ο Στράικ την πόρτα, όμως με το που τον είδε, πήρε μια έκφραση φρίκης.«Είσαι εντάξει;»«Κοιμόμουνα. Έμεινα ξύπνιος όλη νύχτα… δεύτερη νύχτα».«Χίλια συγγνώμη», επανέλαβε η Ρόμπιν, «όμως η ώρα είναι δέκα παρά είκοσι και ο Γουίλιαμ Μπέικερ είναι κάτω κι έχει αρχίσει να…»«Σκατά», μουρμούρισε ο Στράικ. «Δε θα ‘βαλα καλά το ξυπνητήρι… δώσε μου περιθώριο πέντε λεπ…»«Είναι και κάτι άλλο», είπε η Ρόμπιν. «Έχει έρθει και μια γυναίκα στο γραφείο. Δεν έχει ραντεβού. Της εξήγησα πως δεν έχεις περιθώριο να αναλάβεις και άλλο πελάτη, όμως εκείνη αρνείται να φύγει».Ο Στράικ χασμουρήθηκε, τρίβοντας τα μάτια του.«Πέντε λεπτά. Φτιαξ’ τους τσάι, κάτι».Έξι λεπτά αργότερα, φορώντας καθαρό πουκάμισο, μυρίζοντας οδοντόκρεμα και αποσμητικό αλλά εξακολουθώντας να είναι αξύριστος, ο Στράικ μπήκε στον προθάλαμο του γραφείου, εκεί όπου η Ρόμπιν καθόταν μπροστά στον υπολογιστή της.«Κάλλιο αργά παρά ποτέ», σχολίασε ο Γουίλιαμ Μπέικερ, χαμογελώντας μαγκωμένα. «Είσαι τυχερός που έχεις τόσο όμορφη γραμματέα, ειδάλλως μπορεί να είχα βαρεθεί και να είχα φύγει».Ο Στράικ είδε τη Ρόμπιν να αναψοκοκκινίζει από τα νεύρα της όπως γυρνούσε στο πλάι, υποτίθεται για να ξεσκαρτάρει το ταχυδρομείο. Ο τρόπος με τον οποίο είχε προφέρει ο Μπέικερ τη λέξη «γραμματέα» έβγαζε κάτι το προσβλητικό. Άψογα ντυμένος με ριγέ κοστούμι, ο Μπέικερ, διευθυντής εταιρίας, είχε στραφεί στο Στράικ προκειμένου να συγκεντρώσει πληροφορίες για δύο από τα μέλη του διοικητικού του συμβουλίου.«Μέρα, Γουίλιαμ», είπε ο Στράικ.«Τι, ούτε μια συγγνώμη;» μουρμούρισε ο Μπέικερ, στρέφοντας το βλέμμα στο ταβάνι.«Καλημέρα, εσείς ποια είστε;» ρώτησε ο Στράικ, προσπερνώντας το σχόλιο του Μπέικερ, καθώς απευθυνόταν στη μικροκαμωμένη, μεσήλικη γυναίκα με το παλιό, καφέ πανωφόρι που κούρνιαζε στον καναπέ.«Λεονόρα Κουίν», απάντησε εκείνη, και το έμπειρο αυτί του Στράικ διέκρινε μια προφορά της Νοτιοδυτικής Αγγλίας.«Έχω μπροστά μου μια πολύ φορτωμένη ημέρα, Στράικ», είπε ο Μπέικερ.Προχώρησε απρόσκλητος στο εσωτερικό γραφείο. Βλέποντας πως ο Στράικ δεν τον ακολούθησε, έχασε κάπως την ψυχραιμία του.«Αμφιβάλλω αν θα γινόταν ανεκτές αυτές οι αργοπορίες στο στρατό, κύριε Στράικ. Ελάτε, παρακαλώ».Ο Στράικ δε φαινόταν να τον ακούει.«Και τι ακριβώς θα θέλατε από εμένα, κυρία Κουίν;» ρώτησε την άχαρη γυναίκα που καθόταν στον καναπέ.«Κοιτάξτε, ο σύζυγός μου…»«Κύριε Στράικ, έχω κι άλλο ραντεβού σε κάτι περισσότερο από μία ώρα», είπε ο Γουίλιαμ Μπέικερ, δυνατότερα αυτή τη φορά.«… η γραμματέας σας είπε ότι δεν είχατε διαθέσιμο ραντεβού, όμως της είπα πως μπορούσα να περιμένω».«Στράικ!» γρύλισε ο Γουίλιαμ Μπέικερ, λες και φώναζε τον απείθαρχο σκύλο του.«Ρόμπιν», μούγκρισε ο εξουθενωμένος Στράικ, έχοντας χάσει τελικά την υπομονή του. «Ετοίμασε τον λογαριασμό του κυρίου Μπέικερ και παρέδωσέ του το φάκελο· περιέχει όλα τα μέχρι στιγμής στοιχεία».«Ορίστε;» είπε ο Γουίλιαμ Μπέικερ, αιφνιδιασμένος. Επέστρεψε στον προθάλαμο του γραφείου.«Σου δίνει πασαπόρτι», είπε η Λεονόρα Κουίν, φανερά ευχαριστημένη.«Δεν ολοκλήρωσες τη δουλειά», είπε ο Μπέικερ στον Στράικ. «Είπες ότι υπήρχαν και άλλα…»«Μπορεί να ολοκληρώσει κάποιος άλλος τη δουλειά. Κάποιος που δεν τον πειράζει να έχει μαλάκες για πελάτες».Η ατμόσφαιρα στο γραφείο έμοιαζε να παγώνει.Ανέκφραστη, η Ρόμπιν πήρε το φάκελο του Μπέικερ από την αρχειοθήκη του γραφείου και τον παρέδωσε στο Στράικ.«Πώς τολμάς…»«Ο φάκελος περιέχει πολλές χρήσιμες πληροφορίες, που θα σταθούν μια χαρά στο δικαστήριο», είπε ο Στράικ, όπως περνούσε το φάκελο στο Μπέικερ. «Αξίζουν και με τα παραπάνω τα λεφτά σου».«Μα, δεν τελείωσες…»«Μια φορά, με σένα τελείωσε», πετάχτηκε η Λεονόρα Κουίν.«Θα βγάλεις το σκασμό καμιά ώρα, ηλίθια γυν…» άρχισε να λέει ο Γουίλιαμ Μπέικερ, όμως έσπευσε να ξάνει ένα βήμα προς τα πίσω, καθώς ο Στράικ έκανε μισό βήμα μπροστά. Δε μίλησε κανείς. Ο βετεράνος στρατιώτης ξαφνικά έμοιαζε να καταλαμβάνει διπλάσιο χώρο από ό,τι μέχρι και πριν από λίγα μόλις δευτερόλεπτα.«Περάστε να καθίσετε στο γραφείο μου, κυρία Κουίν», είπε ήρεμα ο Στράικ.Η γυναίκα έκανε αυτό που της είπε.«Λες να αντέχει η τσέπη της τις υπηρεσίες σου;» ρώτησε ειρωνικά ο Γουίλιαμ Μπέικερ όπως υποχωρούσε, έχοντας ήδη την παλάμη πάνω στο χερούλι τις εξώπορτας.«Η αμοιβή μου είναι διαπραγματεύσιμη», είπε ο Στράικ, «εφόσον συμπαθώ τον πελάτη».Ακολούθησε τη Λεονόρα Κουίν στο γραφείο του κι έκλεισε απότομα την πόρτα πίσω του. Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 20 Νοεμβρίου και θα το βρείτε στα Public. Βρείτε την αγγλική έκδοση εδώ.