Ο
Δημήτρης Κατσουρίνης γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Περνά τις περισσότερες ώρες της ημέρας στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στο εργαστηριακό και διδακτικό προσωπικό του οποίου ανήκει. Τις υπόλοιπες ασχολείται με τη
μουσική και τη
συγγραφή. Κείμενά του (
άρθρα,
παρουσιάσεις δίσκων και βιβλίων) έχουν δημοσιευθεί σε μουσικά περιοδικά και
ιστοσελίδες (Fractal Press, Jazz & Τζαζ, mixtape.gr, mixgrill.gr). Εκπομπές του με επίκεντρο τη σύγχρονη μουσική έχουν φιλοξενηθεί σε διαδικτυακές ιστοσελίδες και ραδιοφωνικές συχνότητες intersonik.net, mindradio.gr, Rock FM). Τα "
Φτηνά Μαργαριτάρια" είναι το πρώτο του βιβλίο.
Ο συγγραφέας, με αφορμή την έκδοση του πρώτου του βιβλίου, έδωσε αποκλειστική συνέντευξη στην ομάδα του
Public.
Πες μας δυο λόγια για τον Τζακ Πάλας, τον κεντρικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος, τραγουδιστή και βασικό συνθέτη του συγκροτήματος «Φτηνά Μαργαριτάρια». Τι ήταν αυτό που σε έκανε να θελήσεις να τον σκιαγραφήσεις;Ο Τζακ είναι ένας σύνθετος χαρακτήρας που με τράβηξε από την πρώτη στιγμή. Η ψυχική του διάθεση είναι σαν εκκρεμές. Από την υπερβολική αυτοπεποίθηση λόγω της επιτυχίας και της λατρείας που εισέπραξε νέος, στην απομόνωση και τη χαμηλή αυτοεκτίμηση, παλεύοντας με τους δαίμονες του και μια ανυπόφορη αδράνεια που χρονίζει. Στα χαρτιά, θα μπορούσε να είναι ένας χαρακτήρας success story, μόνο που ούτε εκείνος ούτε κι εγώ ασπαζόμαστε μια τόσο απλοϊκή και φαινομενολογική θεώρηση της ζωής. Ο Τζακ αμφισβητεί διαρκώς τα πάντα, με πρώτο και καλύτερο τον εαυτό και τις επιλογές του. Δεν είναι εύκολος άνθρωπος, θέλει όμως να κρατήσει τον εσωτερικό του διάλογο έντιμο και παρά τον εγωκεντρισμό του, τελευταία καταβάλλει αξιέπαινες προσπάθειες να γίνει χρήσιμος και για τους γύρω του.
Γιατί όμως τα «Φτηνά Μαργαριτάρια» ως τετραμελές γκρουπ και όχι ο Τζακ Πάλας ως σόλο καλλιτέχνης; Πάντα με γοήτευε η δυναμική μεταξύ των μελών ενός συγκροτήματος. Οι διαφορετικές προσωπικότητες και ιδιοσυγκρασίες που καλούνται να συνυπάρξουν σε έναν χώρο με ιδιαίτερη μυθολογία, στον οποίο ευδοκιμούν η δημιουργία, η καταξίωση, η αναγνωρισιμότητα, αλλά και η ματαιοδοξία, η ανασφάλεια, οι πειρασμοί, τα υπέρμετρα «εγώ». Ξεκινάς ένα συγκρότημα πιτσιρικάς για να παίζεις μουσική παρέα με τους φίλους σου - τόσο απλή μοιάζει η ζωή. Στην πορεία όμως οι σχέσεις θα δοκιμαστούν. Όχι μόνο λόγω των συμφερόντων, των επιλογών και των προκλήσεων μιας ενδεχόμενης καριέρας, αλλά και εξαιτίας του χρόνου και της αναπόφευκτης τριβής που μεγεθύνει τις διαφορές και μεγαλώνει τις αποστάσεις.
Γιατί επέλεξες να τοποθετήσεις την ποπ της δεκαετίας του ’80 στο επίκεντρο του βιβλίου και όχι κάποιο άλλο μουσικό είδος ή δεκαετία;Στο μυαλό μου τα «Φτηνά Μαργαριτάρια» ακουμπούν έννοιες όπως είναι η ενηλικίωση και η μεσηλικίωση. Ήθελα να αντιπαραβάλλω την αθωότητα και τον ιδεαλισμό των πρώτων χρόνων της ζωής μας με τον αναπόφευκτο και συχνά κυνικό ρεαλισμό που μας επισκέπτεται στην πορεία. Για να μεταφέρω λοιπόν στο χαρτί με κάπως πιο βιωματικό τρόπο, την αύρα, την ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα που είχα κατά νου, ένιωσα ότι σε αυτή τη μουσική έπρεπε να απευθυνθώ. Μεγάλωσα εξάλλου στη δεκαετία του ’80 και χωρίς καμιά διάθεση εξιδανίκευσης, μου φάνηκε φυσιολογικό να την τοποθετήσω στο φόντο του βιβλίου.
Πιστεύεις ότι το βιβλίο απευθύνεται μόνο σε ορκισμένους μουσικόφιλους ή μπορεί ο κάθε αναγνώστης να ταυτιστεί με τους χαρακτήρες του;Εννοείται πώς σε πρώτο επίπεδο τα «Μαργαριτάρια» λειτουργούν ως ένα ερωτικό γράμμα στη μουσική που αγάπησα και αγαπώ. Ταυτόχρονα, επιχειρούν να ανιχνεύσουν το πώς αυτή μπορεί να επηρεάζει τις ζωές μας. Η μουσική επομένως αποτελεί τη σπονδυλική στήλη του βιβλίου. Το μυαλό και η ψυχή του όμως επιδιώκουν να περιγράψουν ανθρώπινες διαδρομές και σχέσεις στο πέρασμα του χρόνου. Να υπογραμμίσουν τη φθορά που βιώνουμε μεγαλώνοντας και όχι μόνο ως βιολογικοί οργανισμοί. Τη διάβρωση που θα υποστούν οι ιδέες, τα ιδανικά, τα όνειρα, οι προσδοκίες, αλλά και οι βεβαιότητες, οι εμμονές και οι ψευδαισθήσεις μας, καθώς εμείς προχωρώντας επαναπροσδιορίζουμε τους εαυτούς μας. Άρα ναι, θέλω να πιστεύω ότι το βιβλίο μπορεί να αγγίξει κάθε αναγνώστη ανεξάρτητα από το ποια είναι η σχέση του με τη μουσική του, ή με τη μουσική γενικότερα …
Μίλησες για φθορά. Ωστόσο, η τελική γεύση που αφήνει το βιβλίο, είναι μάλλον αυτή της αισιοδοξίας… Ο κάθε αναγνώστης είναι ευπρόσδεκτος να διαβάσει τα «Μαργαριτάρια» χρησιμοποιώντας τις δικές του προσλαμβάνουσες, αλλά ναι και στο δικό μου μυαλό το βιβλίο είναι τελικά αισιόδοξο. Μελαγχολικό; Ναι. Νοσταλγικό; Σίγουρα. Κατά βάση όμως αισιόδοξο. Θέλω να πιστεύω ότι τόσο η έμπνευση και η δημιουργία (όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας), όσο και οι άνθρωποι που μας περιβάλλουν, έχουν τη δύναμη να μας βοηθούν να ξεπερνάμε (έστω και προσωρινά) τα προσωπικά και υπαρξιακά μας αδιέξοδα.
Τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου εκτυλίσσονται σε ένα αγνώστων στοιχείων ελληνικό νησί. Πώς προέκυψε η ιδέα να συνδυάσεις ένα σημαντικό συγκρότημα των 80s με το ελληνικό καλοκαίρι;Θυμάμαι τον εαυτό μου να ακούει τις μεγάλες επιτυχίες της δεκαετίας του ’80, στις καλοκαιρινές διακοπές που πήγαινα τότε με τις γονείς μου. Χρόνια αργότερα, είμαστε με φίλους στη Σέριφο, γυρνάμε από την παραλία και χαζεύουμε το κόκκινο και το μωβ του ηλιοβασιλέματος να συναντά την απεραντοσύνη του γκριζογάλανου Αιγαίου και την ακινησία του κυκλαδίτικου τοπίου. Το CD στο αυτοκίνητο παίζει το “I Ran” των A Flock Of Seagulls. Ο συνδυασμός μου φάνηκε σχεδόν αποκαλυπτικός και στην πορεία δημιούργησε μια ανάμνηση από την οποία γαντζώθηκα. Πώς μπορούσα να ξαναζήσω τη στιγμή ξεφεύγοντας για λίγο από την καθημερινή ρουτίνα; Γράφοντας για νησιά και μουσικές των 80s!