Ο
Φίλιππος Φιλίππου γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1948. Από το 1968 έως το 1982 ταξίδευε ως μηχανικός σε φορτηγά πλοία και οι θαλασσινές εμπειρίες επηρέασαν την κατοπινή λογοτεχνική παραγωγή του. Το πρώτο βιβλίο του κυκλοφόρησε το 1983. Από τότε, έχει συγγράψει και εκδόσει
πάνω από είκοσι βιβλία, πολλά από τα οποία σχετίζονται με ιστορικά πρόσωπα ή πρόσωπα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Έχει επίσης εκδώσει
αστυνομικά μυθιστορήματα, όντας ένας εκ των ελαχίστων λογοτεχνών που υπηρετούν το είδος με συνέπεια στην Ελλάδα, ενώ έχει λάβει μέρος σε πολλούς
συλλογικούς τόμους με αστυνομικά διηγήματα. To 2012
τιμήθηκε για το συγγραφικό έργο και το σύνολο της προσφοράς του από την
Εστία Ιστορίας και Πολιτισμού της γενέτειράς του.
Ο συγγραφέας, στα πλαίσια του αφιερώματος του
Public Blog στο
Ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα, αφιέρωσε λίγο από τον πολύτιμο χρόνο του απαντώντας στις ερωτήσεις μας.
• Έχετε καθιερωθεί στα ελληνικά γράμματα με το αστυνομικό μυθιστόρημα,το οποίο αποτελεί τον κύριο κορμό του συγγραφικού σας έργου. Τι ήταν αυτό που σας έκανε να ασχοληθείτε εξαρχής με αυτό;• Ως μαθητής στο δημοτικό στην Κέρκυρα τη δεκαετία του ’50 διάβαζα, όπως η πλειονότητα των συμμαθητών μου ανά την Ελλάδα, τα περιοδικά περιπετειών και δράσης για παιδιά Μικρό Ήρωα, Γκαούρ-Ταρζάν, Υπεράνθρωπο, Γκρέκο. Επίσης τα αστυνομικά περιοδικά για μεγάλους Μάσκα και Μυστήριον. Στη συνέχεια, τη δεκαετία του ’60, διάβασα τις περιπέτειες του
αστυνόμου Μπέκα του Γιάννη Μαρή, του σημαντικότερου έλληνα συγγραφέα αστυνομικών περιπετειών. Μέσα μου λοιπόν κουβαλούσα ιστορίες και ήρωες που τα έβαζαν με τους κακούς, τους οποίους στο τέλος νικούσαν. Έτσι, τη δεκαετία του ’80 έγραψα τα πρώτα μου αστυνομικά μυθιστορήματα, τον
Κύκλο Θανάτου και Το χαμόγελο της Τζοκόντας, τα οποία κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Λιβάνη που εξέδιδαν μια αστυνομική σειρά με ξένους συγγραφείς.
• Στο παρελθόν, μέρος του έργου σας ήταν αφιερωμένο στους ανθρώπους της θάλασσας: «Οι εραστές της θάλασσας ή «Tο βιβλίο του άγνωστου ναύτη» και «Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας». Η εμπειρία σας ως ναυτικός έπαιξε κάποιο ρόλο ώστε να κατευθυνθείτε και προς το αστυνομικό μυθιστόρημα;• Ως ναυτικός δεν διάβαζα αστυνομικά μυθιστορήματα. Στα καράβια με τα οποία ταξίδεψα υπήρχαν βιβλιοθήκες μόνο με τα έργα κλασικών συγγραφέων. Τις ώρες της σχόλης διάβαζα τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και φιλοσοφίας. Εκεί γνώρισα τον Ντοστογιέφσκι, τον Σοπενάουερ, τον Αλμπέρ Καμί, τον Εμίλ Ζολά, την Δάφνη ντι Μοριέ, τον Καζαντζάκη. Με σημάδεψαν η Πανούκλα, Το ανθρώπινο κτήνος, Η ταβέρνα της Τζαμάικα. Θα μπορούσα να γράψω ένα θαλασσινό μυθιστόρημα σαν εκείνα του Τζόζεφ Κόνραντ. Δεν το έκανα. Έχω γράψει όμως ένα παιδικό βιβλίο με ήρωες που ταξιδεύουν στους ωκεανούς, είναι
Οι περιπέτειες της Ελεάννας στη θάλασσα. Η συνέχεια αυτού του βιβλίου θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη.
• Σε τι διαφέρει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα από ένα ιστορικό ή ένα κοινωνικό μυθιστόρημα; Ποια θεωρείτε πως είναι τα κοινά τους σημεία και ποιες οι διαφορές τους;• Κάποτε, μέχρι τη δεκαετία του '60, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα ήταν ένα αίνιγμα που ζητούσε τη λύση του. Η Άγκαθα Κρίστι και οι περιπέτειες του Ηρακλή Πουαρό συνάρπαζαν τους αναγνώστε σε όλον τον κόσμο, γυναίκες και άντρες. Οι συγγραφείς άρχιζαν με ένα έγκλημα και έπρεπε οι αναγνώστες να ανακαλύψουν τον ένοχο. Μολονότι υπήρχαν τα βιβλία του Ντάσιελ Χάμετ και του Ρέιμοντ Τσάνντλερ, όπου ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ σαν τον Σαμ Σπέιντ και τον Φίλιπ Μάρλοου έμπλεκαν σε ιστορίες με γκάγκστερ και συμμορίες, τα μυθιστορήματα ήταν κάτι σαν σπαζοκεφαλιές. Τη δεκαετία του '70 εμφανίστηκε στη Γαλλία ο Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ που έδωσε στο αστυνομικό μυθιστόρημα κοινωνική και πολιτική διάσταση, απηχώντας τις ιδέες του Μάη του 68. Στην Ισπανία εμφανίστηκε ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν με πολιτικά μυθιστορήματα, ενώ στην Ιταλία έγραφε αστυνομικές ιστορίες ο Λεονάρντο Σάσα που αναφερόταν στη μαφία. Σήμερα πια, τα αστυνομικά μυθιστορήματα είναι κοινωνικά και πολιτικά, δηλαδή έχουν μεν εγκλήματα, μυστήριο και δράση, αλλά μιλούν και για τα σύγχρονα προβλήματα: την διαφθορά στην αστυνομία και τον κρατικό μηχανισμό, τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, τη βία στους δρόμους, ακόμα και τα εγκλήματα στο Διαδίκτυο. Με λίγα λόγια, το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ευρώπη είναι ταυτόχρονα το σύγχρονο κοινωνικό μυθιστόρημα.
• Είστε πολυγραφότατος, αν δεν κάνουμε λάθος έχετε γράψει πάνω από 20 μυθιστορήματα, ως επί το πλείστο αστυνομικά, και οι χαρακτήρες τους είναι αναγνωρίσιμοι ήρωες, είτε από την πολιτιστική μας κληρονομιά είτε από την νεοελληνική λογοτεχνία. Γιατί καταφύγατε σε οικεία πρόσωπα;• Πράγματι, εκτός από τα αστυνομικά, έχω γράψει μυθιστορήματα και βιογραφίες συγγραφέων και ποιητών (του Νίκου Καββαδία, του Κωνσταντίνου Θεοτόκη), ενώ έγραψα και μυθιστορήματα με ήρωες συγγραφείς και ποιητές (τον Καβάφη, τον Καζαντζάκη, τον Ελύτη). Έγραψα για οικεία και προσφιλή πρόσωπα της ελληνικής λογοτεχνίας ακριβώς επειδή τα αγάπησα. Μεγάλωσα με τα ποιήματα του Καβάφη και του Ελύτη, με τον Ζορμπά και τον καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη. Τους κουβαλώ μέσα μου (συγχωρείστε μου την επανάληψη), όπως τους ήρωες της αστυνομικής λογοτεχνίας.
• Σε παλαιότερή σας συνέντευξη έχετε δηλώσει πως «Η αστυνομική πλοκή αποτελεί το πρόσχημα για να μιλήσει ο συγγραφέας για κάτι που τον απασχολεί». Τι είναι αυτό που σας απασχολεί σήμερα και για το οποίο θα γράφατε το επόμενο αστυνομικό μυθιστόρημά σας;• Αυτό που με απασχολεί σήμερα και πάντα είναι το θέμα του έρωτα και των συναισθημάτων που προκαλεί: πάθος, ζήλια, κόπωση, προδοσία, μίσος, εκδίκηση. Ως διαχρονικό θέμα έχει απασχολήσει ποιητές και συγγραφείς αμφοτέρων των φύλων. Ξαναδιαβάζω τον
Οθέλλο του Σαίξπηρ. Ο έρωτας μπορεί να προκαλέσει ένα έγκλημα ή περισσότερα. Δεν ξέρω αν βρω τη δύναμη να γράψω κάτι αστυνομικό με θέμα τον έρωτα.
• Πόσο δρόμο «έχει διανύσει» το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα, ώστε να φτάσουμε στη σημερινή παραγωγή;• Μέσα σε μια γενιά, από τον θάνατο του Γιάννη Μαρή (1979), του εισηγητή της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, μέχρι σήμερα τα πάντα έχουν αλλάξει στο είδος. Τέρμα τα αινίγματα και ποιος σκότωσε τον ζωγράφο Καρνέζη στο Κολωνάκι. Σήμερα, δεν γράφουν αστυνομικά μόνο δημοσιογράφοι, όπως ο Μαρής, ο Μαράκης, ο Μαρκάκης, ο Φώσκολος, η Αθηνά Κακούρη, αλλά καθηγητές πανεπιστημίου, γιατροί, δικηγόροι, πολιτικοί μηχανικοί, οικονομολόγοι, ηθοποιοί. Σήμερα, το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει βγει από το περιθώριο, έχει αποενοχοποιηθεί, διαβάζεται μετά μανίας, όπως σε όλον τον κόσμο. Αυτό ασφαλώς είναι μεγάλη πρόοδος.
• Πώς βλέπετε τη σημερινό τοπίο του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος; Υπάρχουν νέοι συγγραφείς ή έργα που θεωρείτε πως φέρουν κάτι νέο στο είδος αυτό;• Το τοπίο είναι ελπιδοφόρο, ποτέ δεν ήταν καλύτερα για την ανάπτυξη του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Φαίνεται περίεργο, αλλά η κρίση που ζούμε ευνοεί τη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων. Στο χορό έχουν αρχίσει να μπαίνουν και συγγραφείς που έγραφαν άλλα πράγματα. Θα αναφέρω μόνο την Έρη Ρίτσου, την κόρη του Γιάννη Ρίτσου, και την Τατιάνα Αβέρωφ, κόρη του Ευάγγελου Αβέρωφ. Μερικές συγγραφείς, κυρίως γυναίκες, γράφουν με πολύ χιούμορ, κάτι που έλειπε από το είδος.
• Ζείτε και εργάζεστε στην Αθήνα του σήμερα. Η Αθήνα του 2017 αποτελεί πηγή έμπνευσης για εσάς; Έχει την «ατμόσφαιρά νουάρ» που θα λέγαμε πως ενδεχομένως έχει το Παρίσι ή το Λονδίνο;• Ναι, η Αθήνα του σήμερα αποτελεί πηγή έμπνευσης και για μένα και για τους άλλους έλληνες συγγραφείς. Είναι μεγαλούπολη, όπως βεβαίως και η Θεσσαλονίκη, υπάρχουν εδώ ποικίλες μαφίες, η αστυνομία προσπαθεί να καταστείλει την εγκληματικότητα, συχνά τα καταφέρνει, όχι όμως πάντα. Δεν νομίζω πως υστερεί σε κάτι από το Παρίσι ή το Λονδίνο, εντάξει δεν τη διασχίζει κανένα ποτάμι και δεν έχει ομίχλη. Αυτό όμως δεν εμποδίζει τους έλληνες συγγραφείς να ανακαλύψουν τη νουάρ ατμόσφαιρα που διαθέτει, είτε στην Ομόνοια, είτε στα Πατήσια και στην Κυψέλη.