Ο
Αθανάσιος Αλεξανδρίδης είναι ψυχίατρος, παιδοψυχίατρος, ψυχαναλυτής. Από την «Εικόνα του σώματος των σχιζοφρενών» (1982) μέχρι σήμερα έχει ανακοινώσει και δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό εργασιών σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια, περιοδικά και βιβλία. Επ' αφορμή του νέου του βιβλίου, "
Σχολή Ανήσυχων Γονέων: Παιδικοί Έρωτες", του πρώτου της σειράς "
Σχολή Ανήσυχων Γονέων", τα
Public είχαν την ευκαιρία να θέσουν ερωτήσεις στον συγγραφέα.
Απολαύστε τις απαντήσεις του:
Ποια ερεθίσματα σας έδωσαν την ιδέα να ασχοληθείτε με τους Παιδικούς Έρωτες στο νέο σας βιβλίο;Η ιδέα προέκυψε από την οκτάχρονη εργασία με γονείς ενός μικρού ιδιωτικού δημοτικού σχολείου. Στις μηνιαίες μας συναντήσεις συζητούσαμε για όλα τα θέματα που αφορούν την ανάπτυξη του παιδιού και το πώς η οικογένεια θα το βοηθήσει να πετύχει την καλύτερη για αυτό ψυχική, σχολική και κοινωνική ένταξη. Ο διάλογος ήταν ζωηρός και, όπως λέμε τώρα, διαδραστικός με πολλές ερωτήσεις αλλά και τοποθετήσεις μέχρι και αντιρρήσεις των γονέων στις σκέψεις που τους πρότεινα. Γρήγορα αντιληφθήκαμε ότι γινόταν κάτι καλό και αποφασίσαμε να μαγνητοφωνούμε τις συναντήσεις. Ευτυχώς το μαγνητόφωνο δεν επηρέασε τον αυθορμητισμό μας και την ειλικρίνειά μας. Κρατώντας στα χέρια μου τις απομαγνητοφωνήσεις, σκέφθηκα ότι πρόκειται για ένα μικρό «θησαυρό» που θα έπρεπε να τον έπρεπε να τον μοιραστούμε με τους άλλους. Ξεχώρισα από το υλικό και «έστησα» ως πρώτο βιβλίο τους «Παιδικούς έρωτες» γιατί η ανάδυση της σεξουαλικότητας και του ερωτισμού των παιδιών φέρνει σε μεγάλη αμηχανία τους σκεπτόμενους γονείς. Θα ακολουθήσουν και άλλα βιβλία. Τώρα ετοιμάζω τους «Παιδικούς φόβους». Η σειρά λέγεται «Σχολή ανήσυχων γονέων» για να τιμήσω τους γονείς που συμμετείχαν στις συζητήσεις και για να καλέσω, μέσα από την ανάγνωση, όσους αναγνωρίζονται σε αυτό το επίθετο και θέλουν ιδεατά να ενταχθούν στην παρέα μας.
Ο διάλογος ξεκινά κάθε φορά από κάποιο συγκεκριμένο ερώτημα γονέα. Τι προσπαθείτε να επιτύχετε με αυτή τη μέθοδο;Το θέμα της κάθε συνάντησης ήταν δοσμένο περίπου δύο εβδομάδες πριν, από μένα ή από τους γονείς. Υπήρχε μάλιστα και μια ηλεκτρονική κατάθεση σκέψεων για να αρχίζει ο σχετικός προβληματισμός. Όμως, όταν άρχιζε η συνάντηση όλα αυτά τα «ξεχνούσαμε» και ζητούσα από τους γονείς να θέσουν άμεσα και καυτά για αυτούς ερωτήματα. Μάλιστα ήταν πολλά περισσότερα από αυτά που φαίνονται στο βιβλίο γιατί αλλιώς θα πηγαίναμε σε ένα βιβλίο 500 σελίδων. Με αυτό προσπαθούσα να πετύχω την ενεργοποίηση της ομάδας, τη συνοχή της, μια και στα ερωτήματα τους ενός αναγνωρίζονταν και οι άλλοι γονείς, και να τους συντονίσω σε μια δημιουργική σύ-σκεψη για την αναζήτηση «λύσεων». Πιστεύω ότι οι καλύτερες απαντήσεις προκύπτουν όταν τα ερωτήματα πηγάζουν από το κορμί και όταν η αλήθεια τους αναγνωρίζεται συλλογικά και όχι ατομικά.
Οι στιχομυθίες δίνουν την αίσθηση πως έχουν κάτι από τη σωκρατική μαιευτική ειρωνεία;Οπωσδήποτε, αν θεωρήσουμε την ειρωνεία ως μέρος της ρητορικής και όχι ως στάση απαξίωσης του άλλου. Η σωκρατική ειρωνεία, και η δική μου ελπίζω, αφορά το πόσο, χωρίς να το ξέρουμε, φέρουμε μέσα μας και υποστηρίζουμε απόψεις που δεν τις έχουμε ουσιαστικά σκεφθεί. Προσπαθώ και εγώ μέσα από ερωτήσεις και κυρίως μέσα από την ανάπτυξη κάποιων συλλογισμών να δώσω στους γονείς κάποια «εργαλεία» με τα οποία θα μπορέσουν να κρίνουν και να εξελίξουν τις απόψεις τους, τις οποίες θα αναγνωρίζουν πλέον ως δικές τους και όχι σαν κάποιες που τους «φορέθηκαν» χωρίς καν να το καταλάβουν!
Στη διαδικασία αυτή βοηθάει ο «εξομολογητικός» χαρακτήρας των συζητήσεων, με την έννοια ότι όλα λέγονται «δημόσια» μέσα στην ομάδα και κατά συνέπεια αυτό που υποστηρίζεις, μαθαίνεις να το υποστηρίζεις μπροστά στους άλλους ανθρώπους γενικότερα. Βασική έγνοια μου ήταν πάντοτε να μη δημιουργείται αίσθημα ντροπής και να μην υπάρχει ηθική κρίση των λεγομένων κάποιου. Τα υπόλοιπα έρχονταν εύκολα!
Στο βιβλίο συναντούμε και πολλά κωμικοτραγικά στοιχεία, προέρχονται και αυτά από βιωματικές εμπειρίες σας;Για να χαλαρώσω τους ανθρώπους και να πετύχουμε μια ουσιαστική συζήτηση εκτίμησα ότι έπρεπε να δώσω ο ίδιος το παράδειγμα της «έκθεσης». Οι βιωματικές μου ατομικές εμπειρίες που εμφανίζονται ως κωμικοτραγικές, και που ίσως αρχικά ήταν μόνο τραγικές, τους έδιναν και την ελπίδα ότι τα πράγματα μπορούμε να τα μετασχηματίσουμε μέσα μας, να τα δούμε και αλλιώς! Είναι ένα απλό παράδειγμα διαλεκτικής που τους έδινα, χωρίς να το ονομάζω με αυτή την βαρύγδουπη λέξη. Εννοείται ότι τα παραδείγματα που φέρνω από την δουλειά μου είναι απολύτως τροποποιημένα ώστε να μην αναγνωρίζονται τα πραγματικά πρόσωπα.
Πότε εξαρχής αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη «Σχολή ανήσυχων γονέων»;Νομίζω ότι η αρχή έχει τις ρίζες της στην παιδική μου ηλικία όταν διαπίστωσα ότι γύρω μου δεν υπήρχαν ανήσυχοι γονείς! Ενώ θα όφειλαν! Γιατί η γενιά μου και η γενιά των γονέων μου που ήταν τα παιδιά της Κατοχής ερχόμασταν να ενταχθούμε σε έναν «άλλο κόσμο»! Και αυτό συνέχεια επαναλαμβάνεται. Γι’ αυτό και με ενδιαφέρουν οι ανήσυχοι στη σκέψη γονείς. Συνεχώς με κεντρίζουν σε ερωτήματα που πηγαίνουν από το άτομο στην κοινωνία, συνεχώς μου μαθαίνουν, άμεσα ή έμμεσα, πράγματα.
Ποιο από τα μέχρι τώρα βιβλία σας ξεχωρίζετε; Θεωρείτε κάποιο πιο σημαντικό;Τα βιβλία μου χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες.
Α) Τα ποιητικά. Πρόκειται για ένα λόγο προσωπικό, υπαρξιακό με κεντρικά θέματα τον έρωτα, τον θάνατο, τη συνάντηση με τη γλώσσα, τον εαυτό και τον άλλον άνθρωπο. Θεωρώ ως πληρέστερο το τελευταίο, «Αλγόρυθμος», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος, το 2016.
Β) Τα ψυχαναλυτικά. Είναι γραμμένα για τους συναδέλφους μου και, ει δυνατόν, για την πρόοδο της επιστήμης! Ξεχωρίζω, χωρίς να είναι το καλύτερο, αλλά είναι το «πρώτο μου παιδί», το βιβλίο «Ο Πέτρος είναι ο λύκος», που δημοσίευσα στα 1987. Επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Ίκαρος φέτος.
Γ) Τα «κοινά», όπως τα λέω, με τη λογική του να μιλήσω απλά με όλον τον κόσμο. Σε αυτά εντάσσονται οι «Παιδικοί έρωτες» και οπωσδήποτε την καρδιά μου κατέχει το μυθιστόρημα «Το πρωτάκι» (Καστανιώτης, 2015) και οι μικροί του ήρωες που ελπίζω σε επόμενα μυθιστορήματα να μεγαλώσω!